«Έστρωνε η Σαρακοστή κι άρχιζε μ’ αυτή η παστρική ζωή : δουλειά και φρονιμάδα….. Οι γιορτές είχαν περάσει και μ’ αυτές μαζί και τα γλέντια του χειμώνα. Τώρα στο χωριό σεργιάνιζε η άκαρδη «Διώχνω» με τη σκούπα….Έτσι είχαν βαφτίσει τη φευγάλα «Διώχνω». Τη φαντάζονταν γριά, κακιά, στριμμένη…άμα έρχονταν η μέρα της, ξύπναγε πρωί – πρωί. Άρπαζε τη σκούπα κι έφερνε γύρω το χωριό. Απ’ τα χέρια της κανένας δεν μπορούσε να γλυτώσει….».
Η Διώχνω, γριά κακιά που όλοι την αποστρέφονταν όπως τη χολέρα ή την πανούκλα, γύριζε και μάζευε με τη σκούπα της μαστόρους και μαστορόπουλα. Στα χωριά θα έμεναν μόνο οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι κι ο παπάς. Με ορμητήρια τα χωριά τους, τα μαστοροχώρια, οι τεχνίτες ανέπτυσσαν μια αξιοσημείωτη επαγγελματική κινητικότητα, έναν επαγγελματικό νομαδισμό, που εντυπωσιάζει αν σκεφτεί κανείς τις δυσκολίες και τους κινδύνους των ταξιδιών τότε, σ’ έναν ευρύτερο γεωγραφικό ορίζοντα.
Οι πλανόδιοι τεχνίτες – χτίστες ή κουδαραίοι (κούδα = πέτρα, κουδάρης= ο άνθρωπος της πέτρας, ο μάστορας) – ήταν άτυπα οργανωμένες ομάδες, παρέες ή μπουλούκια ή κομπανίες ή τσούρμα και αποτελούνταν από τέσσερις μαστόρους, ένα ή δύο πελεκάνους, δυο-τρεις νταμαρτζήδες για να βγάζουν την πέτρα στο νταμάρι, καθώς και τρία ως πέντε παιδιά για τη μεταφορά της πέτρας και της λάσπης. Τα μαστορόπουλα, που πολλές φορές δεν ήταν ούτε δεκάχρονα, υπέφεραν στη δουλειά.
«Τον πήραν τον Κολιό, τον πήραν οι μαστόροι,
Παιδί απ’ το σκολειό, να μάθει πηλοφόρι», γράφει ο Γιώργος Κοτζιούλας.
Η συγκρότηση της ομάδας στηριζόταν κατά κανόνα στις συγγενικές σχέσεις. Συχνά το μπουλούκι συγκροτούνταν από τον πρωτομάστορα για ένα μόνο ταξίδι, δεν είχε μόνιμο χαρακτήρα. Συνήθως διαρκούσε από το Μάρτη μέχρι τα τέλη Οκτώβρη. Ο τρόπος ζωής τους ήταν κοινοβιακός : οργάνωναν από κοινού τη διατροφή τους, τη στέγασή τους, την μεταφορά των πραγμάτων τους. Τα μέλη ήταν ισότιμα και μη και η αμοιβή των ισότιμων ήταν ανάλογη με τα κέρδη, ενώ των μη ισότιμων με το μερίδιο. Κάθε χτίστης, εκτός απ’ τα σκεπάσματά τυου και τα ρούχα του, έπρεπε να έχει και τα δικά του σύνεργα : σφυρί, μυστρί, κοπίδια, χτένια, γωνία, ζύγι, αλφάδι, κορδέλα. Ο πρωτομάστορας θα φρόντιζε για τις βαριές, τις βαριοπούλες, λοστούς, παραμάνες, κασμάδες, τενεκέδες, κοπάνες κ.λ.π.
Ορόσημο της έναρξης των ταξιδιών ήταν το τέλος της Αποκριάς, όταν άνοιγαν οι ορεινοί, ημιονικοί κυρίως, δρόμοι. Τη ημέρα της αναχώρησης ήταν έτοιμοι πρωί – πρωί. Συχνά οι μάστοροι είχαν δικά τους ζώα. Αν υπήρχε η δυνατότητα, πήγαιναν καβάλα τη συχνά πολυήμερη και κοπιαστική διαδρομή, ενώ τα μαστορόπουλα βάδιζαν πάντοτε πεζή.
Ποικίλα ήταν τα έθιμα, οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες της αναχώρησης, που γίνονταν κατά τρόπο μαγικό για το καλό ποδαρικό του μάστορα που φεύγει. Αυτό λοιπόν το πρωί, συγγενείς, φίλοι και γείτονες τους συνόδευαν μέχρι την άκρη του χωριού, εκεί όπου αυτό διακρίνεται για τελευταία φορά. Το μέρος αυτό, ως τοπωνύμιο, συμπυκνώνει και συμβολίζει την ψυχολογική και κοινωνική διάσταση που έχει η ξενιτιά : Κλαψόδεντρο, Κλαψοχώραφο, Ντέρτι, Πικροκέρασος, Ανάθεμα. Εκεί γινόταν ο σκληρός αποχωρισμός. «Καλή αντάμωση, στο καλό….» Βουρκωμένα μάτια…Στο γυρισμό στο σπίτι, αυτοί που έμεναν, ράντιζαν την αυλή με νερό για καλό δρόμο…
Έχοντας να ξεπεράσουν ένα σωρό αντιξοότητες, δημιούργησαν δικούς τους μηχανισμούς άμυνας : ιδιόρρυθμες επαγγελματικές συνήθειες και μια ιδιότυπη γλώσσα – διάλεκτο, τα κουδαρίτικα ή σκορδαρίτικα ή μαστορικά – που μιλούσαν μεταξύ τους για να συνεννοούνται και να μην καταλαβαίνουν λεξούλα τα αφεντικά τους. Στον ανταγωνισμό τους με την κοινωνία, την εξουσία και το αφεντικό επινόησαν την συνθηματική γλώσσα σαν μέσο αμυντικό και συγχρόνως επιθετικό. Στις ιδιαίτερες συνεννοήσεις τους, για διόρθωση κάποιου τεχνικού σφάλματος, παράλειψης ή κακοτεχνίας, για απόκρυψη επαγγελματικών μυστικών, για τα κοινά συμφέροντα ανέπτυξαν το μυστικό κώδικα επικοινωνίας, με συνοπτικό τηλεγραφικό ύφος, μια γλώσσα με φτωχό λεξιλόγιο που δεν ξεπερνά τις 500 λέξεις και που αναφέρονται κυρίως στις έννοιες του χρήματος, της τροφής, στις σχέσεις μαστόρων – ιδιοκτήτη, στα οικοδομικά υλικά καθώς και στη γυναίκα και στις σεξουαλικές σχέσεις….. (Συνεχίζεται). [Πηγή : ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ, Γ. Κουτσούμπας, Αθήνα, 2004]
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο ” 1930 – Από αριστερά ο Θεοχάρης Σκλιβανίτης και οι βοηθοί του”.
Απόσπασμα με κουδαρίτικο λεξιλόγιο από το ίδιο δημοσίευμα….