Στη φωτογραφία αποτυπώνεται η επίσκεψη του Φαίδωνα Γκιζίκη, τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, στην Άρτα, στις 20 Φεβρουαρίου 1974. Η στάση αυτή έγινε στο πλαίσιο της μετάβασής του από την Αθήνα προς τα Ιωάννινα και συνοδεύτηκε από επίσημη υποδοχή από τις τοπικές και στρατιωτικές αρχές. (Φωτο από αρχείο Σταύρου Μαστοράκη)
Ο Φαίδων Γκιζίκης (1908–1998) ήταν ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ανέλαβε την Προεδρία της Δημοκρατίας το 1973, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μετά την κατάργηση της μοναρχίας. Η θητεία του (1973–1974) είχε καθαρά τυπικό χαρακτήρα, καθώς η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του καθεστώτος. Παρέμεινε στη θέση του έως την αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974, οπότε και παρέδωσε την Προεδρία στον Μιχαήλ Στασινόπουλο.
Η συγκεκριμένη επίσκεψη στην Άρτα έχει καταγραφεί σε ταινία Επικαίρων της εποχής, η οποία διασώζεται σήμερα στο Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο και προβάλλεται στο συνοδευτικό βίντεο, προσφέροντας ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της δημόσιας εικόνας και της τελετουργίας των τελευταίων μηνών της δικτατορίας. Μπορείτε να το δειτε στο λινκ http://www.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=3542
Σε πολλά απο τα χωριά της Άρτας το κοτσέκι ήταν η αποθήκη του τσιφλικιού, όπου συγκεντρώνονταν τα γεννήματα των χωρικών, συχνά και η δεκάτη, πριν μοιραστούν ή φορτωθούν. Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αλβανικό koçek («αποθήκη, σιταποθήκη») και πέρασε στο τοπικό ιδίωμα της Ηπείρου μαζί με την ίδια την αγροτική πραγματικότητα της εποχής. Σήμερα δεν σώζεται κανένα· όλα γκρεμίστηκαν με τον χρόνο, αφήνοντας πίσω μόνο μαρτυρίες και μνήμες.
Στο Κομπότι, το κοτσέκι είχε μια ξεχωριστή ιστορική χρήση: κατά τον πόλεμο του 1897 χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο. Το κτίσμα ανήκε στον Καραπάνο και νοικιάστηκε τότε στον Ελληνικό Στρατό, για τις ανάγκες των τραυματιών. Έτσι, ένα κτίριο συνδεδεμένο με τη βαριά αγροτική πραγματικότητα της εποχής βρέθηκε, έστω και πρόσκαιρα, στην υπηρεσία της ζωής.
Στη φωτογραφία το κοτσέκι στη Ράχη Άρτης, πριν ακόμα γκρεμιστεί. Το κοτσέκι της Ράχης ήταν ένα λιθόκτιστο, διώροφο κτίσμα μεγάλου όγκου, χαρακτηριστικό της τσιφλικικής αρχιτεκτονικής της Ηπείρου. Χτισμένο με αργολιθοδομή και πολύ παχείς τοίχους, με λίγα και μικρά ανοίγματα, εξυπηρετούσε αποκλειστικά τη φύλαξη των γεννημάτων. Η αυστηρή, χωρίς διακόσμηση μορφή του και η κεραμοσκεπή στέγη υπογραμμίζουν τον καθαρά λειτουργικό χαρακτήρα του, αλλά και τον ρόλο του ως κεντρικού κτιρίου ελέγχου της αγροτικής παραγωγής. (Φωτο από αρχείο Μιχάλη Νικολάου).
Η Άρτα στα τέλη του 18ου αιώνα – Ανασύνθεση βασισμένη στο πανοραμικό σκίτσο RE 4841.47 του Louis-François Cassas (1780).
Η εικόνα αυτή αποτελεί σύγχρονη γραφική ανασύνθεση του πανοραμικού σχεδίου που πραγματοποίησε ο Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος Louis-François Cassas κατά το ταξίδι του στην Ήπειρο το 1780.
Το πρωτότυπο σκίτσο, σχεδιασμένο με μολύβι και καταχωρισμένο στο λεύκωμα Grèce, Dessins pour le voyage en Grèce du Cte de Choiseul, φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου (αρ. καταλ. RE 4841.47). Σε αυτό ο Cassas αποτυπώνει με εντυπωσιακή ακρίβεια την πόλη της Άρτας της οθωμανικής περιόδου: την οχύρωση, τους μιναρέδες, το ρολόι, τις εκκλησίες, τους οικιστικούς όγκους και την περιβάλλουσα τοπογραφία. Στη σύγχρονη ανασύνθεση διατηρούνται πιστά η σύνθεση, η γραμμική προοπτική και τα κύρια αρχιτεκτονικά στοιχεία του αυθεντικού σχεδίου, ώστε να αποδοθεί όσο το δυνατόν πλησιέστερα η όψη της πόλης όπως την είδε και τη σχεδίασε ο Cassas το 1780. (Πηγή : (Πηγή : ΑΡΤΙΝΟΙ ΣΤΟ ΛΙΒΟΡΝΟ, Α. Καρρά, Άρτα, 2025)
“Ο Θεοδωρής Μπέτζος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου των Αρτινών στο Λιβόρνο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Εμφανίζεται ήδη στο Registro dei Forestieri (1760–1763) ως το πρώτο αρτινό όνομα που καταγράφεται στα κοινοτικά αρχεία, γεγονός που υποδηλώνει τόσο την πρώιμη εγκατάστασή του στην πόλη όσο και την πιθανή εμπορική κινητικότητά του στα χρόνια της μεγάλης διαμετακομιστικής ακμής του λιμανιού.
Η παρουσία του στα εκλογικά κατάστιχα της κοινότητας ενισχύει περαιτέρω τη σημασία του. Στις εκλογές της 16/15 Αυγούστου 1768 για την ανάδειξη των επιτρόπων της ελληνικής εκκλησίας της Αγίας Τριάδος, ο Μπέτζος λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους (39), καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση (Τωμαδάκης 1982, σ. 117). Το γεγονός αυτό δείχνει ότι δεν υπήρξε απλώς ένας από τους πολλούς Ηπειρώτες εμπόρους του Λιβόρνο, αλλά ανήκε στον στενό κύκλο των προκρίτων, συμμετέχοντας ενεργά στη θεσμική οργάνωση και διοίκηση της Nazione Greca.
Η κοινωνική του θέση επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη της Δ. Βλάμη, σύμφωνα με την οποία ο Μπέτζος συγκαταλέγεται στους μόλις είκοσι τέσσερις Έλληνες (και τις οικογένειές τους) που κατείχαν ακίνητη περιουσία στην πόλη κατά την περίοδο 1782–1832 (Βλάμη, Το φιορίνι…, σ. 228). Η κατοχή ακινήτου —ιδιαίτερα σε μια πόλη όπως το Λιβόρνο— αποτελεί ισχυρή ένδειξη οικονομικής επιφάνειας, κοινωνικής σταθερότητας και μακροχρόνιας εγκατάστασης.
Συνολικά, ο Μπέτζος ενσαρκώνει τη μετατροπή των Αρτινών από περιφερειακούς εμπόρους σε οργανικό και ηγετικό τμήμα της ελληνικής παροικίας της Τοσκάνης, αποτελώντας τον πιο τεκμηριωμένο εκπρόσωπο της αρτινής παρουσίας στο Λιβόρνο……” (Πηγή : ΑΡΤΙΝΟΙ ΣΤΟ ΛΙΒΟΡΝΟ, Α. Καρρά, Άρτα, 2025)
Στη φωτογραφία ” Το πρώτο φύλλο 11r με τα ονόματα των Ελλήνων του Λιβόρνο, από το Registro της Nazione Greca (1760–1763) με το όνομα του πρώτου Αρτινού Θοδωρή Μπέτζουστη δεύτερη γραμμή“.
“Η ιστορία της Άρτας τον 18ο αιώνα είναι γεμάτη δρόμους που ξεκινούν από τα βουνά της Ηπείρου και καταλήγουν στη Μεσόγειο. Ένας από αυτούς τους δρόμους οδηγεί και στο Λιβόρνο, το μεγάλο ελεύθερο λιμάνι της Τοσκάνης, όπου συναντιούνται έμποροι από όλη την Ανατολή και τη Δύση. Ανάμεσά τους βρίσκονται και άνθρωποι από την Άρτα· πρόσωπα που η ιστοριογραφία έχει αφήσει, μέχρι σήμερα, σχεδόν αθέατα.
Η μελέτη που ακολουθεί επιχειρεί να φέρει στο φως αυτή την άγνωστη παρουσία. Βασίζεται σε δύο κύριες πηγές: στο Registro της ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνο (1760–1763) και στη σημαντική έρευνα της Δ. Βλάμη για το ελληνικό εμπόριο στην Τοσκάνη. Μέσα από αυτές προσπαθούμε να γνωρίσουμε όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και τον κόσμο που κουβαλούσαν μαζί τους οι Αρτινοί και οι Ηπειρώτες έμποροι: τα εμπορεύματα, τις διαδρομές, τις δουλειές, τις μικρές και μεγάλες ιστορίες που συνδέουν την Άρτα με το Λιβόρνο και την ευρωπαϊκή αγορά.
Σκοπός της εργασίας δεν είναι να μιμηθεί τον αυστηρό ακαδημαϊκό λόγο, αλλά να μιλήσει καθαρά και τεκμηριωμένα στον σημερινό αναγνώστη — και ιδιαίτερα σε όσους θέλουν να ανακαλύψουν πλευρές της τοπικής ιστορίας που συνήθως μένουν έξω από τα σχολικά βιβλία.
Αν κάτι ελπίζει να προσφέρει το κείμενο που ακολουθεί, είναι μια πιο καθαρή εικόνα για το πώς η Άρτα, μια πόλη της ηπειρωτικής ενδοχώρας, συμμετείχε στα εμπορικά δίκτυα της Μεσογείου, αλλά και για τους ανθρώπους που, μέσα σε έναν κόσμο ταξιδιών, κινδύνων και ευκαιριών, έφτασαν μέχρι το Λιβόρνο.” – Α. Καρρά
🌿 Για όποιον θέλει να συνεχίσει αυτό το μικρό ταξίδι από την Άρτα ως το Λιβόρνο, η εργασία βρίσκεται διαθέσιμη στους συνδέσμους που ακολουθούν :
Η φωτογραφία, από το αρχείο του κ. Ι. Έξαρχου, απεικονίζει την παρέλαση του Σώματος της Αγροφυλακής, στην πλατεία Μονοπωλίου της Άρτας, το 1937.
Η εμφάνιση της Αγροφυλακής αποκαλύπτει μια στολή πολύ διαφορετική από εκείνη που θυμόμαστε από τα μεταπολεμικά χρόνια. Η εμφάνιση των αγροφυλάκων εδώ είναι καθαρά στρατιωτική: ανοιχτόχρωμο χιτώνιο, ζώνη, ψηλές δερμάτινες μπότες και πηλήκιο, στοιχεία που παραπέμπουν περισσότερο στη Χωροφυλακή και στα στρατιωτικά σώματα του Μεσοπολέμου.
Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη, πιο «αγροτική» και απλή στολή του αγροφύλακα των χωριών, η εικόνα του 1937 δείχνει έναν θεσμό που ακόμη προσπαθούσε να παρουσιαστεί ως πειθαρχημένο, ένστολο τμήμα του κράτους, πολύ πιο επίσημο και αυστηρό από ό,τι εξελίχθηκε τις επόμενες δεκαετίες.
Η φωτογραφία επίσης μας δίνει τη δυνατότητα να αντικρύσουμε μια εικόνα της Πλατείας Μονοπωλίου πριν από σχεδόν 100 χρόνια, με τα λιθόκτιστα, χαμηλά κτίρια με τις προσόψεις και τα μαγαζιά, μιας Άρτας που δεν υπάρχει πια. Η εικόνα αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο της πόλης του Μεσοπολέμου: μιας αγοράς ακόμη παραδοσιακής, με πυκνή ζωή στα πεζοδρόμια και με αρχιτεκτονική που χάθηκε σταδιακά με τις μεταπολεμικές αλλαγές.
Για δεκαετίες ολόκληρες, ειδικά από τον Μεσοπόλεμο μέχρι τα μεταπολεμικά χρόνια, η ελληνική ύπαιθρος είχε τον δικό της άνθρωπο της τάξης: τον αγροφύλακα. Μια φιγούρα λιτή, γνώριμη, που γύριζε στα χωράφια με το ποδήλατο ή με τα πόδια, χαιρετούσε τους ντόπιους με το μικρό τους όνομα και γνώριζε την περιοχή καλύτερα κι από τους ίδιους τους κατοίκους της. Ήξερε ποιο δέντρο ανήκει σε ποιον, ποια ζώα ξέφυγαν, ποιο αυλάκι άνοιξε από μόνο του και ποιο… από ανθρώπινο χέρι.
Η Αγροφυλακή υπήρξε για δεκαετίες ένας θεσμός σχεδόν οικογενειακός για τα χωριά. Σε μια εποχή όπου η γη ήταν το παν – περιουσία, τροφή, αξιοπρέπεια – ο αγροφύλακας ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε να μην αδικηθεί κανείς. Δεν ήταν απλός αστυνόμος∙ πολλές φορές ήταν διαμεσολαβητής, σύμβουλος, μάρτυρας, ακόμη και ειρηνοποιός. Πήγαινε στις μικρές καθημερινές διαμάχες πριν καν φτάσουν στα χείλη, πριν δηλαδή γίνουν «μεγάλα ζητήματα».
Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, όταν η χώρα ακόμη γιάτρευε τα τραύματά της και η ζωή των χωριών γύριζε γύρω από τις καλλιέργειες, τα ποτίσματα και τα ζώα, η παρουσία του αγροφύλακα ήταν καθησυχαστική. Ένας άνθρωπος που περνούσε συχνά από τα ίδια μονοπάτια, που γνώριζε τις οικογένειες, τις ανάγκες και τις αδυναμίες τους, που μπορούσε να ξεχωρίσει αν μια ζημιά έγινε από λάθος, από απροσεξία ή από πρόθεση. Η παρουσία του λειτουργούσε αποτρεπτικά και καθημερινά, όχι θεαματικά αλλά αποτελεσματικά.
Με την πάροδο των δεκαετιών όμως, ο κόσμος της υπαίθρου άρχισε να αλλάζει. Η μετανάστευση, η αστικοποίηση, η εγκατάλειψη πολλών καλλιεργειών και η νέα μορφή του ελληνικού κράτους μετά τη Μεταπολίτευση σήμαιναν ότι η Αγροφυλακή έχανε σταδιακά το έδαφος που τη γέννησε. Οι αρμοδιότητές της μεταφέρθηκαν σε άλλες υπηρεσίες, και ο θεσμός που κάποτε αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού άρχισε να σβήνει. Μέχρι που, σε κάποια στιγμή, ο αγροφύλακας έπαψε να είναι πραγματικότητα και έμεινε κυρίως ανάμνηση.
Γι’ αυτό και πολλοί από εμάς δεν έχουμε συναντήσει ποτέ έναν «σύγχρονο» αγροφύλακα. Η προσπάθεια επανίδρυσης του θεσμού στα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν περισσότερο στα χαρτιά παρά στη ζωή της υπαίθρου, και σύντομα εγκαταλείφθηκε. Ό,τι απέμεινε είναι κυρίως όσα θυμούνται οι παλαιότεροι: ο άνθρωπος που περνούσε ανάμεσα στα χωράφια νωρίς το πρωί, που σημείωνε προσεκτικά κάθε ζημιά ή παράπονο, που έτρεχε σε μια φωτιά, που γνώριζε τις πατημασιές των ζώων και τις παλιές διαδρομές της κοινότητας.
Σήμερα η Αγροφυλακή δεν υπάρχει πια ως θεσμός, αλλά επιβιώνει ως κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης∙ ως μια φιγούρα που συμβόλιζε την προστασία ενός τρόπου ζωής που άλλαξε ανεπιστρεπτί. Και ίσως γι’ αυτό η λέξη «αγροφύλακας» εξακολουθεί να ξυπνά κάτι οικείο: εικόνες μιας υπαίθρου πιο αργής, πιο ανθρώπινης, πιο δεμένης με τη γη και τους ανθρώπους της…… (Κείμενο Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία “Μάθημα για αποφυγή κλοπής φρούρων από τον αγροφύλακα Δημήτρη Παπαβασιλείου (καθιστός πίσω), στο Δημοτικό Σχολείο Λάψαινας Ροδαυγής “. (Πηγή : ΡΟΔΑΥΓΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρος, Άρτα, 2020)
Πίνακας του Τάκη Βαφιά που απεικονίζει την διασταύρωση των οδών Αλεξοπούλου & Γριμπόβου στον Παντοκράτορα. Στην άκρη δεξιά διακρίνεται ο φούρνος του Τσιακούμη. (Φωτο από το αρχείο κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα)
Μια εικόνα από την αγροτική ζωή στην Άρτα, από τότε που το μάζεμα των πορτοκαλιών ήταν μια μικρή γιορτή που έφερνε όλη την οικογένεια κοντά. (Πηγή φωτογραφίας : https://dimitrioskaratzenis.gr/)
Η οικονομική πραγματικότητα του σημερινού Τετρακώμου τον 16ο αιώνα
Οι οθωμανικές απογραφές δεν ήταν μόνο δημοτολόγια· ήταν κυρίως φορολογικά κατάστιχα. Κατέγραφαν με μεγάλη λεπτομέρεια κάθε πηγή εισοδήματος της κοινότητας και κάθε υποχρέωση των κατοίκων. Πριν παρουσιαστούν οι φόροι της Μύαρης, είναι απαραίτητο ένα σύντομο λεξιλόγιο για όρους που σήμερα είναι άγνωστοι στους περισσότερους.
Τιμάρι (timar) – Γαιοκτησία που παραχωρούνταν σε σπαχή (ιππέα) με αντάλλαγμα στρατιωτικές υπηρεσίες. Τα έσοδα του τιμαρίου προέρχονταν από τη φορολόγηση των χωριών που του είχαν αποδοθεί.
Neferen – Στρατεύσιμοι ενήλικοι άνδρες της κοινότητας. Προκύπτουν από το σύνολο νοικοκυραίων και άγαμων.
Άγαμοι – Άνδρες άνω των 15 ετών χωρίς δικό τους νοικοκυριό – φορολογούνται ξεχωριστά.
Άχρηστοι / νάνοι (ispenc) – Υποτιμητικός όρος για χριστιανούς φορολογούμενους που κατανάλωναν χοιρινό. Αποτελεί βασικό φόρο επί του χοιρινού.
«Καινοτομία» (φόρος χοιρινών) – Πρόσθετος φόρος για την ίδια πράξη (κατανάλωση χοιρινού), επειδή θεωρούνταν παράβαση του ισλαμικού κανόνα. Δηλαδή διπλή φορολογία για το ίδιο προϊόν.
Φόρος αγριόχορτου / λιβαδιού – Φόρος για τη χρήση βοσκοτόπων, λιβαδιών και φυσικής βλάστησης.
Φόρος δάσους – Φόρος για την εκμετάλλευση δασών (ξύλα, βόσκηση, ρητίνη κ.λπ.).
Φόρος πουλερικών – Ετήσιος φόρος για τα οικόσιτα πουλερικά της κοινότητας.
Φόρος διαβιώσεως (resm-i hayat) – Βασικός προσωπικός φόρος των μη μουσουλμάνων.
Φόρος στεφάνων (resm-i arusane) – Φόρος που καταβαλλόταν κατά τον γάμο.
Φόρος υποταγής (cizye) – Υποχρεωτικός φόρος των χριστιανών υπηκόων του κράτους.
Από 2.267 άσπρα το 1564 σε 3.000 άσπρα το 1583. Η οθωμανική διοίκηση καταγράφει πλέον περισσότερες πηγές εσόδων και φορολογεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
2. Διπλή φορολογία στο χοιρινό
Και τα δύο τεφτέρια καταγράφουν:
τον βασικό φόρο χοιρινού («νάνοι»), και
τον πρόσθετο φόρο («καινοτομία»).
Το χοιρινό, αν και παραδοσιακή τροφή στα Τζουμέρκα, θεωρείται «απαγορευμένο» από το ισλαμικό δίκαιο· οι χριστιανοί τιμωρούνται φορολογικά γι’ αυτό.
3. Φορολόγηση κάθε μορφής παραγωγής
Σιτηρά, αγριόχορτο, δάσος, κηπευτικά, πουλερικά, νερόμυλοι — όλα υπόκεινται σε φόρους. Τίποτα δεν μένει εκτός.
4. Φόροι που αγγίζουν την ίδια τη ζωή
Στο 1583 φορολογούνται ακόμη και:
η διαβίωση (resm-i hayat),
ο γάμος (resm-i arusane),
η ιδιότητα του χριστιανού υπηκόου (cizye).
Ο άνθρωπος φορολογείται από τη γέννηση μέχρι τον γάμο.
5. Ερμηνεία της αυξημένης καταγραφής σιτηρών
Η αύξηση από 2+2 καρδάρες (1564) σε 6+8 (1583) δεν σημαίνει τεράστια αγροτική επέκταση· δείχνει μάλλον αυστηρότερη καταγραφή από την οθωμανική διοίκηση.
Αν και δεν εμφανίζεται ξεχωριστός φόρος για τα ζώα, η κτηνοτροφία δεν ήταν αφορολόγητη. Οι Οθωμανοί φορολογούσαν έμμεσα τα κοπάδια μέσω του φόρου λιβαδιού και δάσους – δηλαδή τις βοσκές – ενώ τα πουλερικά φορολογούνταν ξεχωριστά επειδή ήταν σταθερά, ευκολότερα καταμετρήσιμα και παρόντα σε κάθε νοικοκυριό.
Οι φορολογικές απογραφές του 1564 και του 1583 αποκαλύπτουν μια μικρή ορεινή κοινότητα που ζούσε κάτω από ένα εξαιρετικά βαρύ και πολυεπίπεδο σύστημα φόρων. Το οθωμανικό κράτος επέβαλλε επιβαρύνσεις σχεδόν σε κάθε πτυχή της παραγωγής — από τα σιτηρά, τους βοσκότοπους, τα δάση και τα πουλερικά μέχρι και τη λειτουργία των νερόμυλων. Παράλληλα, χρησιμοποιούσε τη θρησκευτική διαφοροποίηση ως πρόσθετη πηγή εσόδων, με διπλή φορολόγηση του χοιρινού και με τον υποχρεωτικό φόρο υποταγής των χριστιανών. Στο τέλος του 16ου αιώνα η φορολόγηση γίνεται ακόμη αυστηρότερη, επεκτεινόμενη στις κοινωνικές πράξεις και στην ίδια τη διαβίωση, αυξάνοντας συνολικά το βάρος κατά περίπου 30–40%.
Μέσα σε αυτό το πιεστικό περιβάλλον, η Μύαρη επιδεικνύει αξιοσημείωτη αντοχή: συνεχίζει να παράγει, να οργανώνει τη ζωή της και να διατηρεί την κοινωνική της συνοχή. Το αυξημένο φορολογικό βάρος δεν διαλύει την κοινότητα· αντιθέτως, αναδεικνύει την ικανότητά της να προσαρμόζεται, να αυτοσυντηρείται και να επιβιώνει, αφήνοντας ένα αποτύπωμα ανθεκτικότητας που φτάνει ως τις μέρες μας.
Στη φωτογραφία “Ο νερόμυλος στα Θεοδωραΐικα: από τα σημαντικότερα εργαστήρια του χωριού, όπου για αιώνες αλέθονταν τα σιτηρά των κατοίκων.” (Πηγή φωτογραφίας : ΜΗΓΕΡΗ & ΜΗΓΕΡΙΤΕΣ, Χρυσόστομος Μποκογιάννης, Άρτα, 2010)
Χρησιμοποιούμε cookies για την σωστή λειτουργία του ιστότοπου, καθώς και για βελτίωση των υπηρεσιών μας προς εσάς. Με τη χρήση αυτή της ιστοσελίδας, αποδέχεστε την Πολιτική Απορρήτου μας.
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. These cookies ensure basic functionalities and security features of the website, anonymously.
Cookie
Duration
Description
cookielawinfo-checkbox-analytics
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics".
cookielawinfo-checkbox-functional
11 months
The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional".
cookielawinfo-checkbox-necessary
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary".
cookielawinfo-checkbox-others
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other.
cookielawinfo-checkbox-performance
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance".
viewed_cookie_policy
11 months
The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data.
Functional cookies help to perform certain functionalities like sharing the content of the website on social media platforms, collect feedbacks, and other third-party features.
Performance cookies are used to understand and analyze the key performance indexes of the website which helps in delivering a better user experience for the visitors.
Analytical cookies are used to understand how visitors interact with the website. These cookies help provide information on metrics the number of visitors, bounce rate, traffic source, etc.
Advertisement cookies are used to provide visitors with relevant ads and marketing campaigns. These cookies track visitors across websites and collect information to provide customized ads.