Η Στρίγγλα* της Μπρένιστας!

Κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, τόσο παλιά που μόνο οι πέτρες τα θυμούνται, ζούσε στη Μπρένιστα, (το σημερινό Κορφοβούνι), μια όμορφη κοπέλα, ορφανή από πατέρα και μοναχοκόρη της μάνας της. Η ζωή τους κυλούσε δύσκολα, γεμάτη φτώχεια και μόχθο, αλλά τα βράδια, όταν φυσούσε το αγέρι ανάμεσα στις καστανιές, οι δυο γυναίκες έπλεκαν όνειρα πλάι στη φωτιά.

Όμως ένα βράδυ, ο άνεμος γύρισε ανάποδα. Μάνα και κόρη καβγάδισαν άγρια. Και πάνω στον θυμό της, η μάνα –αντί για χάδι και συγχώρεση– ξέφρενα ξεστόμισε κατάρα:

«Στρίγγλα να γίνεις!»

Και… έγινε. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε νύχτα, όταν σκοτείνιαζε ο ουρανός και τα πουλιά κουρνιάζανε σιωπηλά, η κοπέλα μεταμορφωνόταν. Όχι πια γλυκιά, ούτε ανθρώπινη. Μα πλάσμα σκοτεινό, δαιμονικό, φτερωτό σαν τη νυχτερίδα και διψασμένο για αίμα. Ήταν η Στρίγγλα.

Με φτερά που θρόιζαν σαν ξερά φύλλα και μάτια που έλαμπαν σαν κάρβουνα, πετούσε πάνω από τις στέγες του χωριού. Κι από το στόμα της έβγαινε μια μακριά, εφιαλτική προβοσκίδα – σαν χοντρή κλωστή, μα ζωντανή. Την κατέβαζε αργά από τη στέγη ως τη μύτη των μικρών παιδιών και τους ρουφούσε το αίμα σιωπηλά, χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα. Και το πρωί, το παιδί δεν ξυπνούσε. Είχε φύγει ήσυχα, σαν όνειρο που δεν πρόλαβε να τελειώσει.

Ο φόβος τύλιξε το χωριό σαν ομίχλη. Τα σπίτια άδειαζαν, οι γονείς έφευγαν με τα παιδιά στην αγκαλιά. Ο τόπος ρήμαξε. Έμειναν μόνο οι τολμηροί κι οι ανήμποροι να φύγουν, που ξενυχτούσαν κάθε βράδυ δίπλα στα κρεββάτια των παιδιών τους, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.

Ώσπου ένα βράδυ, καθώς η φλόγα τρεμόπαιζε στο λαδοφάναρο κι ο άνεμος λυσσομανούσε, ένας ράφτης καθόταν και φύλαγε το παιδί του. Έραβε σιωπηλά, όταν την είδε: μια προβοσκίδα να κατεβαίνει από τη σκεπή σαν πονηρή αράχνη. Χωρίς να διστάσει, άρπαξε το ψαλίδι και τσάκ! την έκοψε. Άλλοι λένε πως έκαψε τη μασιά στις φλόγες του τζακιού και τη θέρισε με φωτιά.

Ακούστηκε κραυγή αλλόκοσμη, ανατριχιαστική. Η Στρίγγλα ούρλιαξε από πόνο και τρόμο.Και στην βιασύνη της να φύγει μακριά, έχασε την κάπα της….

Την άλλη μέρα, οι κάτοικοι που είχαν απομείνει μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού. Ένα πράγμα έψαχναν: ποιος είχε σημάδι στο πρόσωπο ή στο στόμα, ποιος είχε πληγή – ίσως έτσι αποκάλυπταν το τέρας. Όλοι ήταν παρόντες. Όλοι, εκτός από τη νεαρή κόρη. Όταν ρώτησαν τη μάνα της πού βρίσκεται, εκείνη κατέβασε το βλέμμα και με πικρία είπε: «Είναι άρρωστη…»

Οι χωριανοί δεν πείστηκαν. Ξεκίνησαν για το σπίτι της, στις Καλάθες. Η Στρίγγλα το κατάλαβε και έφυγε. Άλλοι λένε πως κρύφτηκε στο Πουρνάρι το Μοναχό, άλλοι λένε πως τρύπωσε στον τεράστιο, κουφωμένο πλάτανο στη βρύση του Τσούινη.

Εκεί, στην κουφάλα του δέντρου, την περικύκλωσαν. Και άναψαν φωτιά. Οι φλόγες φούντωσαν, τύλιξαν το κορμί της, και τότε εκείνη φώναξε δυνατά, σαν να ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της: «Ποιος σας είπε ότι εγώ είμαι η Στρίγγλα;» Μα οι χωριανοί της έδειξαν την κάπα που είχε χάσει το προηγούμενο βράδυ – καρφωμένη πάνω σ’ έναν πάσσαλο.

Θυμωμένη, γεμάτη λύσσα και πόνο, τίναξε μια φλόγα από μέσα της και έκαψε την κάπα και τον πάσσαλο. Μα δεν γλίτωσε. Όσο κι αν είχε μέσα της δαίμονες, όσο κι αν ήταν κακόβουλο πνεύμα, κάηκε. Κι έτσι τελείωσε η σκοτεινή της ιστορία.

Από τότε, το χωριό ανάσανε. Οι άνθρωποι άρχισαν να επιστρέφουν, τα παιδιά να γελούν ξανά στις αυλές, και οι φλόγες στα τζάκια να λένε παραμύθια – για τη Στρίγγλα που χάθηκε, αλλά και για την αγάπη που, ακόμη και καταραμένη, μπορεί να σωθεί. Κι έτσι, όπως λένε στα παραμύθια… Έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα….(Διασκευή : Α. Καρρά – Πηγή κειμένου : ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙ (ΜΠΡΕΝΙΣΤΑ) ΑΡΤΑΣ, Κ. Κοκκινέλης, Αθήνα, 2013)

*Ο μύθος της Στρίγγλας , του σατανικού αυτού πνεύματος με τις διαμονικές ικανότητες, προέκυψε στην προσπάθεια των ανθρώπων να εξηγήσουν το ότι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά, πέθαιναν από διάφορες αγιάτρευτες, θανατηφόρες αρρώστιες όπως η ευλογιά και η πανούκλα…Ό,τι δηλαδή δεν θεραπεύονταν, οφείλονταν σε υπερφυσικά πλάσματα και δαιμόνια…

Η παραμυθένια εικόνα δημιουργήθηκε με ΑΙ.

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Το Αρχοντικό Δημητρίου Τρουβά

Λάβαμε σήμερα το πολύ όμορφο βιβλιαράκι με την ιστορία του Αρχοντικού του Δημητρίου Τρουβά στην Άρτα, όπου περιέχονται το ιστορικό του κτηρίου, η αποτύπωση της οικίας πριν την αποκατάσταση και η περιγραφή της μετά την αποκατάσταση. Τα κείμενα συνοδεύονται από εντυπωσιακές φωτογραφίες και σκίτσα του Σ. Μαμαλούκου. Ας ελπίσουμε ότι θα στολίσει αρκετές βιβλιοθήκες….

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά στο λινκ https://doxesdespotatou.com/ta-palaia-astika-spitia-tis-artas/

Δημοσιεύθηκε στη Η Αρχιτεκτονική στην Άρτα και την γύρω περιοχή | Σχολιάστε

Εκδρομή στον Αμβρακικό!

Ημερήσια εκδρομή στον Αμβρακικό με τον “Άγιο Νικόλαο”, την δεκαετία του ’50. (Φωτο από αρχείο Κλαίρης Βαφιά Μπανταλούκα)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Αμβρακικός και τα λιμάνια του | Σχολιάστε

Τα “χτένια” του Αμβρακικού σε ένα αρχαίο βιβλίο συνταγών!

“Οι περισσότεροι από μας, περπατώντας στην αμμουδιά στην Κορωνησία ή στο Μενίδι, σκύψαμε και μαζέψαμε κοχύλια, σαν ανάμνηση των καλοκαιρινών διακοπών μας. Κοχύλια και όστρακα, στολίδια  που ξέβρασε η θάλασσα κι απ’ τα οποία είναι γεμάτες οι ακτές του Αμβρακικού…

Η πρώτη γνωστή αναφορά στα φημισμένα όστρακα της Αμβρακίας αφορά τα χτένια (pecten) και βρίσκεται σε ένα ποίημα του Ρωμαίου ποιητή Έννιου από τον 2ο αιώνα π.Χ., με τίτλο Ambracia. Ο Έννιος είχε ακολουθήσει τον Ρωμαίο ύπατο Μάρκο Φούλβιο Νοβιλίο (Μ. Fulvius Nobilior) στην εκστρατεία του εναντίον των Αιτωλών και την πολιορκία της Αμβρακίας το 189 π.Χ., γεγονός που τον έκανε να γνωρίσει καλά την περιοχή.

Στο έργο του Χρονικά, και ειδικά στο 15ο βιβλίο, θυμάται αυτή την εκστρατεία. Από αυτό το έργο σώζονται μόνο μερικά αποσπάσματα, ανάμεσά τους και ένα που εξυμνεί τα ψάρια και τα οστρακοειδή της περιοχής. Το απόσπασμα αυτό διασώθηκε από τον Απουλήιο και φαίνεται πως ο Έννιος βασίστηκε στον αρχαίο Έλληνα ποιητή Αρχέστρατο από τη Γέλα ή τις Συρακούσες της Σικελίας, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ. και θεωρείται ο «πατέρας της γαστρονομίας».

Το πιο γνωστό έργο του Αρχέστρατου ήταν η Ηδυπάθεια ή Γαστρονομία, γραμμένο σε έμμετρο λόγο. Από αυτό σώζονται 62 αποσπάσματα μέσω του έργου Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου (2ος αι. μ.Χ.). Το ποίημα, με χιουμοριστικό ύφος, συμβουλεύει τους αναγνώστες πού να βρουν το καλύτερο φαγητό γύρω από τη Μεσόγειο και παραθέτει συνταγές και τρόπους μαγειρέματος – κυρίως για ψάρια. Ο Αρχέστρατος ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αφήσουν στην άκρη την εγκράτεια και να απολαύσουν χωρίς ενοχές το καλό φαγητό.

Ένα απόσπασμα του λέει:

«Τις μεγάλες μπάφες τις έχει η Αίνος, τα στρείδια η Άβυδος,

τους κάβουρες η Πάριος, και τα χτένια η Μυτιλήνη —

ενώ η Αμβρακία έχει τα περισσότερα και πιο πλούσια απ’ όλα…»

(Τούς μᾶς εἶνος ἔχει μεγάλους, ὄστρεια δ’ Ἄβυδος,

τάς ἄρκτους Πάριον, τούς δέ κτένας ἡ Μιτυλήνη —

πλείστους δ’ Ἀμβρακία παρέχει καί ἄπλατα μετ’ αὐτῶν…)

Ο Έννιος μετέφρασε αυτό το χωρίο στα λατινικά και έγραψε:

“Mures sunt Aeni asperaque ostrea plurima Abydi;

Mitylenae est peclen Caradrumque apud Ambraciai.”

(Η Αίνος έχει τις μουρούνες, και η Άβυδος τα τραχιά και πολυάριθμα στρείδια· η Μυτιλήνη έχει τα χτένια κι ο Χάραδρος κοντά στην Αμβρακία.)

Η λέξη Caradrum δείχνει πως τα γνωστά χτένια της Αμβρακίας προέρχονταν από την πόλη Χάραδρος, της οποίας η ακριβής θέση δεν είναι γνωστή. Πιθανολογείται ότι βρισκόταν κοντά στη σημερινή Φιλιππιάδα (Νομός Πρέβεζας) ή τη Στρογγυλή (Νομός Άρτας). Πληροφορίες που δείχνουν ότι υπήρχαν ίσως οργανωμένες καλλιέργειες οστρακοειδών στην περιοχή προέρχονται από μια λίθινη επιγραφή που αναφέρεται σε συνοριακή συμφωνία μεταξύ Αμβρακίας και Χαράδρου. Σε αυτήν καταγράφεται και η τοποθεσία Οιστρέον, στις εκβολές του ποταμού Άφα (σημερινού Λούρου), η οποία φαίνεται να σχετίζεται με οστρακοκαλλιέργεια. Η ονομασία παραπέμπει στον λατινικό όρο ostriaria, που δηλώνει εγκατάσταση για όστρακα.….” (Κείμενο : Α. Καρρά – Πηγές : 1. Cabanes, P., Andreou, I., 1985. Le reglément frontalier entre les cités d’Ambracie et Charadros, BCH 109, I,499-544

2. Παυλίδης, Ε., «Η σημασία δημιουργίας και ο ρόλος ενός θεματικού Μουσείου Αλιείας Θαλάσσιας πανίδας Αμβρακικού για την τοπική κοινωνία της Πρέβεζας», ΕΑΠ, 2018)

Στη φωτογραφία «Χτένια διάφορα». (Πηγή : Illustrations of the Fossil Conchology of Great Britain and Ireland, with the description and localities of all the species is a book written and illustrated by Thomas Brown in 1849).

Δημοσιεύθηκε στη Ο Αμβρακικός και τα λιμάνια του | Σχολιάστε

Το Κοινοτικό κατάστημα στο Αθαμάνιο!

Το νέο Κοινοτικό Κατάστημα στο Αθαμάνιο στις αρχές της δεκαετίας του ’50. (Φωτο από Οίκο Δημοπρασιών)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Προς το Αθαμάνιο….

1960ς – Η φωτογραφία έχει τον τίτλο ” Οδός κατευθυνόμενη προς Αθαμάνιο”. Μάλλον τα σπίτια που διακρίνονται κάτω δεξιά ανήκουν στο Αθαμάνιο. (Φωτο από προσωπική συλλογή).

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Από την κατασκήνωση στο Βουργαρέλι…

1954 – Χοροί και τραγούδι στην κατασκήνωση στο Βουργαρέλι. Γονείς, ομαδάρχες και ομαδάρχισες στο χορό…. (Φωτο από συλλογή Χ.Μ.)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Στην αρχή της Βασιλέως Κων/νου…

Μια γωνιά της πόλης που δεν υπάρχει πιά, σε πίνακα του Τάκη Βαφιά. Το σπίτι με το μπαλκόνι του Στρεβίνα και δίπλα, το χαμηλό οίκημα με την ταμπέλα, ο φούρνος του μπάρμπα – Θωμά, στην αρχή της οδού Βασιλέως Κων/νου, δίπλα στα κελιά της Παρηγορήτισσας….. (Φωτο από τη συλλογή της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα).

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινοί ζωγράφοι και η Άρτα | Σχολιάστε

Ο φούρνος του μπάρμπα – Θωμά

Ο ξυλόφουρνος του μπάρμπα – Θωμά Καραμήτσου βρίσκονταν στην οδό Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο Γυφτοπήγαδο. Ο φούρνος δεν έβγαζε ψωμί και ήταν μόνο για ψηστικά, εξυπηρετούσε δε ολόκληρη την περιοχή της Παρηγορήτισσας. Στις γιορτινές μέρες, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά απ’ τις μυρωδιές. Ο φούρνος έκλεισε την δεκαετία του ’80.

Στη φωτογραφία ο μπάρμπα – Θωμάς ποζάρει με μια από τις γειτόνισσες που μόλις παρέλαβε το φαγητό της….(Η φωτο είναι απο το βιβλίο του Κ. Τσιλιγιάννη”Σεργιάνι στην παλιά Άρτα”, ΑΘΗΝΑ, 2013)

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε

Η παραγωγή ψωμιού στην Άρτα επί Αλή πασά…

“Η Άρτα στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν σημαντικό εμπορικό και οικονομικό κέντρο της Ηπείρου. Αξίζει να επισημανθεί και μια ιδιαίτερη πλευρά της πόλης. Ο Αλή πασάς φαίνεται ότι την είχε καταστήσει κέντρο αποθήκευσης δημητριακών και παρασκευής ψωμιού και παξιμαδιού σε τοπικούς φούρνους, με σκοπό την τροφοδοσία των στρατιωτικών του δυνάμεων στα χρόνια των συγκρούσεων με τους Σουλιώτες. Στο αρχειακό υλικό εντοπίζονται αρκετά τεκμήρια που χρονολογούνται στα έτη 1800-1801, και κατόπιν το 1803, την εποχή δηλαδή της πολιορκίας του Σουλίου από το Βελή πασά. Από το τεκμηριωτικό αυτό υλικό αποδεικνύεται ότι οι φούρνοι της πόλης είχαν σημαντική δυνατότητα παραγωγής ψωμιού και δούλευαν συστηματικά για την τροφοδοσία των στρατιωτικών σωμάτων του Αλή.

Ένα δείγμα της παραγωγικότητάς τους παρέχει κατάλογος του ψωμιού που παρέλαβε από αρτηνούς ψωμάδες μέσα στις δεκατρείς πρώτες μέρες του Ιουνίου 1800, ο Σιλιχτάρ αγάς Μπότας για τη διατροφή των στρατιωτών, που βρίσκονταν στο ορδί του (: στρατόπεδο): 21.751 τζίφτια (: καρβέλια σιταρένιου ψωμιού) και 14.469 κουραμάνες, συνολικού βάρους 31.835 οκάδων.14 Η Σαλαώρα, ως σκάλα της Άρτας, διαδραματίζει επίσης καίριο ρόλο δια την δια θαλάσσης μεταφορά προϊόντων και κυρίως παξιμαδιού.  Τη σημασία της ως ανεφοδιαστικού κέντρου για το στρατό του Αλή φαίνεται ότι η Άρτα διατήρησε τουλάχιστον ως την κατάληψη της Πρέβεζας τον Νοέμβριο του 1806….” (Πηγή : «Με αφορμή μια απαγωγή……», Δ. Δημητρόπουλος, Περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 106, Άρτα, 2016)

Στην φωτογραφία “Παλιός φούρνος στην Άρτα”. (Φωτο από προσωπική συλλογή)

Δημοσιεύθηκε στη Το εμπόριο στην Άρτα | Σχολιάστε