Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1967 και λόγω της ανάγκης “επειγούσης ενάρξεως του Προγράμματος αποκαταστάσεως του πληγέντος πληθυσμού, ήδη από της 24ης Μαίου 1967 ο κ. Υπουργός Κοινωνικής Προνοίας είχε θέσει εις την διάθεσιν του Σπουδαστηρίου Πολεοδομικών Ερευνών του ΕΜΠ, τα αναγκαία μέσα διά την έναρξιν της μελέτης….”. Από την μελέτη αυτή επιλέξαμε κάποια στοιχεία που αφορούν κυρίως την περιοχή της Άρτας, ένα μέρος των οποίων παρουσιάζουμε σήμερα….
Στη φωτογραφία το εξώφυλλο της μελέτης που αποτελείται από 180 σελίδες μεγέθους 0,65 χ 0,45.
Πίνακες που αναφέρουν εν περιλήψει την σεισμική ιστορία της περιοχής της Ηπείρου.
Οι περιοχές της Ηπείρου και Θεσσαλίας που επλήγησαν από τον σεισμό του 1967.
Η περιοχή του νομού Άρτης που επλήγη από τον σεισμό. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν συνοικισμοί που σήμερα είναι σχεδόν άγνωστοι στο ευρύ κοινό όπως Ζαλούχος, Αλώνιο, Βατάτσιον, Μπουκόριον, Τελήσιον κ.α.
Ένας από τους πολλούς στατιστικούς πίνακες της μελέτης. Ο συγκεκριμένος καταδεικνύει την κατανομή των αιγοπροβάτων ανά κοινότητα στην περιοχή της Άρτας. Ολόκληρος ο κύκλος ισοδυναμεί με 500 αιγοπρόβατα.
Οι Μελισσουργοί της Άρτας μετά τον σεισμό, όπως αποτυπώνονται με διαδοχικές φωτογραφίες στην μελέτη.
Κι εδώ η περιοχή του Βουργαρελίου Άρτης (τότε Δροσοπηγή) αμέσως μετά τον σεισμό του 1967.
Πίνακας της Ελένης Ματσούκα – Βαφιά που απεικονίζει μια ακόμη πλευρά της πόλης που έχει χαθεί : την οδό Αγίου Κωνσταντίνου το 1979, λίγο μετά την ανακάλυψη του “Μικρού Θεάτρου της Αμβρακίας”. Η ανασκαφική έρευνα του θεάτρου είχε ξεκινήσει με αφορμή την εκσκαφή θεμελίων για την ανέγερση νέας οικοδομής και έγινε το 1976 από τον αρχαιολόγο της Εφορείας κ. Ηλία Ανδρέου.
Το κίτρινο σπίτι στον πίνακα ήταν το πατρικό σπίτι της ζωγράφου και δίπλα διακρίνεται το σπίτι του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη. (Η φωτογραφία είναι από τη συλλογή της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα)
Ο μεγάλος καταρράκτης των Τζουμέρκων που έδωσε τ’ όνομάτου στο όμορφο χωριό “Καταρράκτη”, ύψους 120 μέτρων, σε φωτογραφία του Βασίλη Γκανιάτσα. (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)
Σκίτσο που απεικονίζει Έλληνες βοσκούς στα Τζουμέρκα (Dzoumerka) από το βιβλίο του Marius Bernard με τίτλο “Autour de la Méditerranée. l’Autriche et la Grèce. De Venise à Salonique” που εκδόθηκε στο Παρίσι, 1894 – 1902. Η εικονογράφηση είναι του Henri Avelot.
“……Σε 10.000 ανέρχονταν ο αριθμός των αιγοπροβάτων του χωριού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σε 12.000 περίπου ως τα προπολεμικά χρόνια, ενώ σήμερα (1990) έχουν μείνει γύρω στις 3.500 κεφάλια που εξακολουθούν τον πατροπαράδοτο νομαδισμό.
Έξι ήταν οι μεγάλες στρούγκες στα Καταρραχτιώτικα στανοτόπια. Το Γερνοβούνι που “έτρωγε” 500 γιδοπρόβατα κι είχε για στερφοτόπι το Κομμένο, η Μπρέσιανη με δυο στρούγκες “έτρωγε” 1.500 κι είχε την Πλάκα για στερφοτόπι, ο Αρκουδόλακος που χωρούσε 300 γιδοπρόβατα, το Αγκάθι 1.000 με ζγουροτόπι το Μπαρτζώκα, οι Σιέσιες που “έτρωγαν ” 500 και το Λιμπούσιο 400. Τα Καταραχτιώτικα βοσκοτόπια είναι ημεράδια, “φωτιά” καθώς μου είπε ο Πραμαντιώτης γεροτσέλιγκας Ν. Δ. Καρατζένης, που “βόσκησε” χρόνια το Γερνοβούνι. Είναι τα πιο “ψηλά” ξεκαλοκαιριά στα Τζουμέρκα. Το Γερνοβούνι έχει υψόμετρο 2.211 μ., το Αγκάθι 2.393, η Μπρέσιανη 2.398 μ. Παρά την ημεράδα τους όμως είναι αφιλόξενα για ανθρώπους και ζωντανά. Όλα εκτός από το Αγκάθι και το Γερνοβούνι είναι αδιάβατα στα μουλάρια γι’ αυτό το ψωμί, το αλάτι, τα ξύλα και γενικά τα εφόδια των κτηνοτρόφων τ’ ανέβαζαν κι εξακολουθούν να τ ́ ανεβάζουν στ’ ακροκόρφια οι γυναίκες των κτηνοτρόφων ζαλικωμένες, οι οποίες κατεβάζουν πάλι φορτωμένες το τυρί ακροπατώντας σε φιλόστριφτα μονοπάτια με κίνδυνο να βρεθούν στο κενό σαν γλιστρήσουν. Η σκάλα του Σταμάτη θυμίζει το χαμό ενός άτυχου κτηνοτρόφου που γκρεμίστηκε στο αβυσσαλέο χάος.
Διψασμένο είναι το Καταρραχτιώτικο βιός στη Μπρέσιανη. Τα χιονομαζώματα και τα σταλάματά τους ξεδιψούν ανθρώπους και ζωντανά, όσο υπάρχουν μέσα στις χούνες και στα καύκαλα των βράχων. Σαν λιγνέψουν τα χιόνια, οι νομάδες κατεβάζουν τα πρόβατα στο Γερνοβούνι μια φορά τη βδομάδα να “ξεσκαρφιάσουν”. Εκτός απ’ τη μαρτυρική δίψα ανθρώπων και ζωντανών, στ’ απότομα γκρεμοστέφανα χάνουν τη ζωή τους κάθε καλοκαίρι 50 πρόβατα από κάθε στάνη καθώς ξακριάζονται στα κρεμάσματα γυρεύοντας παστρικό χορτάρι ή καθώς τα “παίρνουν σβάρα” ριζιμιά γκρεμολίθια που ξεκόβονται από τις μαχαιρωτές ορθοπλαγιές. Η σκληράδα του τοπίου δεν επέτρεπε την εγκατάσταση τυροκομείου στα Καταρραχτιώτικα βοσκοτόπια. Μόνο στο Αγκάθι έμπαινε γαλατάς κι όσοι “δύνονταν” έφερναν κουβαλητό το γάλα εκεί.
Όσο κακοτράχαλα είναι τα ψηλώματα του χωριού, τόσο γελούμενα είναι τα ριζά του με τις απέραντες πλασιές και τις αμέτρητες ανάβρες τους. 5 στρούγκες γίνονταν στα Καλοκαιρά, 5 στο Μαυροσπήλι, 3 στο Γκριμπετζόραχο και 4 στα Λιβάδια. Η Κερασιά, το Μέγα Χωράφι, ο Τσόμπολος, η Βακούφικη στρούγκα, η στρούγκα του Κατσαρού είναι οι πιο φημισμένες. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι έκαναν “δυο μεταφορές”, είχαν δυο “οδύσσειες”. Από τα χειμαδιά έρχονταν στα “ριζά” όπου έμεναν μέχρι 26 θεριστή και στη συνέχεια “φόρτωναν” πάλι για τις ορεινές στρούγκες.
Οι Καταρραχτιώτες τσελιγκάδες που μνημονεύονται στο χωριό είναι: Ο Νάσιος Γ. Γιώτης που ξεχείμαζε στο Ξηρόμερο, το Τσιάμικο και στον κάμπο της Άρτας, τ’ αδέρφια Γώγος και Μήτσος Μακρυγιάννης, οι Τζαμακαίοι, ο Καρανάσιος Κοκκινέλης, ο Βαγγέλης Σαλαμούρας, ο Γιώργος και Μήτσος Κατσιούλας, οι Κρουπαίοι που ήρθαν από το Σούλι, οι Καρεζαίοι από τους Καλαρρύτες, ο Μήτσος και Βαγγέλης Σκούτας, οι Σκαμπαρδωναίοι που ήταν “σκηνίτες” Σαρακατσαναίοι.
Ο Νάσιος Γιώτης “έφκιασε” πάνω από 1.000 κεφάλια γιδοπρόβατα, και τα τελάλισε. Η φήμη του ήταν μεγάλη σ’ όλον τον κτηνοτροφικό κόσμο της Ηπείρου γι’ αυτό το 1920 οι κτηνοτρόφοι της, τον “έβγαλαν “πρόεδρό τους. Αργότερα στην Αθήνα έγινε ένα γενικό συνέδριο των κτηνοτρόφων της Ελλάδας με ευθύνη του υπουργείου Γεωργίας. Στο συνέδριο αυτό ο Νάσιος Γιώτης απευθυνόμενος στον υπουργό γεωργίας είπε: “Το τομάρι των κτηνοτρόφων είναι το πιο φθηνότερο, διότι δεν έχει ληφθεί καμιά προστασία. Οι κτηνοτρόφοι ζουν σε απόγνωση από το έτος 1923 και 1924. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες τα καλύτερα λιβάδια το κράτος τα έδωσε στους πρόσφυγες να τους αποκαταστήσει. Μετά, από την κτηνοτροφία περιμένουν να ζήσουν τόσοι και τόσοι. Περνώντας ο διαβάτης από το καλύβι του κτηνοτρόφου θέλει να φάει και τρώει. Περνάει ο αγροφύλακας το ίδιο, περνάει ο κλέφτης το ίδιο, περνάει ο καπετάνιος με τους χωροφύλακες και αυτοί θα φάνε. Περνάει η αλεπού, από το κοπάδι θέλει να φάει κι αυτή. Περνάει ο αετός, ν’ αρπάξει τ’ αρνί και να είναι τρυφερό. Περνάν οι θεομηνίες, χειμώνας, κρύα, ξηρασία, περνάν τ’ αγρίμια κι αυτός ο φοβερός λύκος από τα πρόβατα περιμένει να φάει και στον κάθε κτηνοτρόφο μένει να φωνάζει δυνατά, να φύγει ο λύκος κι όλα τ’ “αγρίμια” που τον κατατρέχουν. Αλλά μόνο αυτά έχει; Εχει και τη φαμίλια του. Οσο να ξεκονομήσει το ψωμί, του λείπει το αλάτι. Όσο να οικονομήσει το αλάτι, λείπονται τα τσαρούχια….”
Την απόγνωση ενός Καταρραχτιώτη κτηνοτρόφου για τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούν στα καταρραχτιώτικα ξεκαλοκαίρια εκφράζουν τούτες οι σκέψεις: Όσες κυβερνήσεις και αν πέρασαν και τσελιγκάδες ακόμη, δεν προσφέρθηκαν να κάμουν ένα δρόμο κι όταν πηγαινοερχόμαστε στη στάνη κοντεύουμε να γκρεμιστούμε. Ούτε μια στέρνα στο βουνό διότι είναι ξερικό και τόσα πρόβατα υποφέρουν από τη δίψα….. Δε ζητάμε πολλά πράματα. Να ανοιχτεί η σκάλα που λέμε “σκάλα του Σταμάτη” να περνά ένα μουλάρι και να γίνει μια υδατοδεξαμενή να ποτίζουμε τα ζωντανά μας διότι στο βουνό, αν είχε νερό θα ξεκαλοκαίριαζαν σ’ αυτό 2.500 πρόβατα, δηλ. τα διπλάσια από αυτά που έχει σήμερα…”.(Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)
Στη φωτογραφία από το ίδιο βιβλίο ” Ο Καταρρακτιώτης Γιώργος Κατσιούλης με τα γαλάρια του, κάπου κοντά στη Λιμίνη Άρτης, Απρίλης 1991″.
“Αν και δεν ξέρω από ποιά σύνθετη λέξη αναπαράγεται η λέξις Κουρδοκλίστρα*, εν τούτοις όμως έτσι την λέγαμε ημείς τότε. Όταν η κάθε μάννα κούμπωνε τα δυό πισινά κουμπιά του καινούργιου ντρίλινου παντελονιού του παιδιού της, αγορασμένο από τους Εβραίους ή από τον Ζάρα ή απ’ τον Λογοθέτη, όταν τούβαζε στραβά στο κεφαλάκι του το μαύρο φέλπινο φεσάκι, παρμένο από τους ίδιους και όταν του έβαζε τα τελατνένια τσαρούχια, αγορασμένα από τον Σώκο ή απ’ τον Τάχο ή απ’ τον Πριτσιλιάγκο ή απ’ τον Τσιλιγιάννη ή απ’ τον Λουκά Ντέτσικα, που έφκιαναν τα πιο γερότερα και μερακλίτικα, στεκόνταν και το καμάρωνε, και με το καμάρωμα αυτό ήταν σαν να του έλεγε : «Και τώρα σε θέλω, να πας στην Κορδοκλίστρα και να τα κάνεις φτύλια».
Σ’ αυτό δεν είχε άδικο. Τα παιδάκια τότε τα είχε κολλήσει μεγάλη μανία και τρανός έρωτας με την Κορδοκλίστρα. Μόλις έσμιγε το ένα με το άλλο για καλημέρα είχαν «Πάμε στην Κορδοκλίστρα;». Και τραβούσαν τρεχάτα να πιάσουν σειρά απ’ όλες τις συνοικίες. Τί αξία είχαν τα δυο μικρά πεζούλια της σκάλας προς την Παργιορήτσα της πλατείας Σκουφά, μπροστά στη θεόρατη και θεαματική Κουρδοκλίστρα των Αγίων Θεοδώρων; Την ξέρετε; Αρχίζει από την άκρη του δρόμου και τελειώνει δυο, τρία μέτρα προ του ποταμού, που φλυαρεί σκυθρωπός με την αφάγωτη όχθη του…… Κατακόρυφος με μήκος 20 – 25 μέτρων. Λευκή και γιαλυστερή από το τρίψιμο των ρούχων. Προς ανατολάς βλέπει κανείς τον ναόν των Αγίων Θεοδώρων με φόντο τον γαλάζιο ουρανό. Προς Δυσμάς το αχανές οικόπεδο του ποταμού με τα κάτασπρα χαλικάκια και με τις αιώνιες ρίζες και ξυλαράκια, απομεινάρια κάποιας μεγάλης κατεβασιάς. Ολίγο προς τα πέρα τα καταπράσινα χωριά της Γρεμμενίτσης και των Βλαχερνών που οι μαγευτικές ραχούλες φαίνονται σαν να φιλούνε το ιστορικό Γρίμποβο. Βορείως βλέπει κανείς το ονειρώδες στόμιο ή την ελικοειδή τροχιά που διαγράφει ο Άραχθος κατερχόμενος από το Θεοτοκιό. Και Ν.Δ. φαίνεται η σιλουέττα του Ριζόκαστρου και του ιστορικού φρουρίο, που κάτωθεν αυτών φεύγει το ποτάμι με σχήμα ταχέως ερπομένου φειδιού για να φτάση το Γεφύρι και να τραβήξη το αιώνιο δρομολόγιό του….
Μπροστά σ’ αυτή τη θέα, τί λεφτά κάνουν τα τσαρούχια και τί παράδες τα ρούχα; Την ομορφιά την χορταίνει κανείς, αλλά τον ίλιγγο της ταχύτητος;
Και δος του λοιπόν κάτω, και δος του λοιπόν απάνω και πάλι ξαναδόστου. Πότε με το κεφάλι απάνω και ανάσκελα και πότε με το κεφάλι κάτω και μπρούμυτα, έως ότου ήρχετο το μοιραίον. Τα καινούργια ντρίλινα ρούχα είχαν τρυπήσει από πίσω και είχαν ξεφτύσει από μπροστά. Οι φούντες των τσαρουχιών είχαν πάρει την άγουσαν και οι φτέρνες φαινόνταν φαγωμένες. Τα μαλακά κοκκαλάκια συνεθλίβοντο, οι τρυφερές σάρκες εκοκκίνιζαν και όλο το σώμα εστολίζετο με τσουχτερές άσπρες καντήλιες. Και μ’ όλα αυτά νομίζετε πως οι λάτρεις της Κορδοκλίστρας απαγοητεύοντο; Κάθε άλλο. Παρ’ όλο το ξύλο που τρώγανε την ίδια βραδυά, την επομένην πρώτοι και καλλίτεροι, μέχρις ότου πλέον η μαμά επεσκέπτετο τους Εβραίους για στερεώτερο παντελόνι και για να τους ξαναεπισκεφθή ύστερα από λίγες μέρες…. Αυτόν τον ρόλον έπαιζε τότε η θρυλική αυτή Κορδοκυλίστρα, και αν τυχόν εξακολουθεί και σήμερον την ίδιαν πορείαν, προτείνω εις τον κ. Δήμαρχον να την ανατανάξη διά δυναμίτιδος και να είναι βέβαιος πως θα βγη από τες γυναίκες παμψηφεί Δήμαρχος, ασχέτως αν οι εβραίοι, ο Ζάρας και ο Λογοθέτης κηρύξουν απεργία διαμαρτυρίας….. Αθήναι, Ιούλιος 1930″. (Πηγή : Χρονογράφημα του Θεόδωρου Δ. Ζαχαρή στη εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΒΗΜΑ, Άρτα, 4 Αυγούστου 1930)
*Η λέξη “κορδογκυλάω” είναι μια σπάνια, ιδιωματική ή/και λαϊκή λέξη που δεν απαντάται συχνά στη σύγχρονη καθομιλουμένη και δεν περιλαμβάνεται στα βασικά λεξικά της ελληνικής γλώσσας. Ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε μια ετυμολογική και νοηματική προσέγγιση: Αν “κορδογκυλάω” λεγόταν για τα παιδιά που κατρακυλούσαν για παιχνίδι σε λείο ή κατηφορικό έδαφος, τότε η λέξη είναι πιθανότατα ιδιωματική ή λαϊκή σύνθεση των εννοιών: “κυλάω” ή “κατρακυλάω” – που σημαίνει κατεβαίνω με κύλιση, τσουλώ. Το πρόθεμα “κορδο-” ίσως είναι παραφθορά του “κατρα-“, ή απλώς προσθήκη για λόγους φωνητικής έμφασης ή ντοπιολαλιάς. Άρα: “Κορδογκυλάω” = κυλιέμαι κάτω για παιχνίδι, τσουλάω το σώμα μου κατρακυλώντας, όπως κάνουν τα παιδιά στις κατηφόρες ή στα χορτάρια.
Στη φωτογραφία “Δυο νεαροί την δεκαετία του ’30 – ίσως τα αδέλφια Γρηγόρης και Τάκης Βαφιάς – ποζάρουν πάνω σε ένα βράχο στις όχθες του Αράχθου ακριβώς κάτω από το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Δίπλα από το εκκλησάκι βρίσκονταν η μεγάλη πλάκα που αναφέρεται στο κείμενο, πάνω στην οποία τα παιδιά ” κορδογκυλούσαν”, παίζοντας…. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της κ. Κλαίρης Βαφιά – Μπανταλούκα)
Μια ακόμη φωτογραφία του μεγάλου γκολτζή Χρήστου Κουτσογεώργου με τον Βασίλειο Ματσούκα, Πρόεδρου της ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ και πρώην παίκτη του ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΑΡΤΗΣ. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)
“……..Το φαγητό είναι καλό, το νερό είναι λίγο κακής ποιότητας, αλλά το απολυμαίνουμε με χλώριο. Στον στρατώνα και στη λέσχη σίτισης έχουμε ραδιόφωνο που μας συνδέει με τον κόσμο. Ο υπηρέτης μου έπλυνε τα βρώμικα ρούχα του ταξιδιού και τώρα προσπαθεί να βάλει λίγη τάξη στο δωματιάκι.
Σήμερα κάναμε πορεία, αλλά χωρίς σακάκι λόγω της μεγάλης ζέστης. Ο μισθός είναι καλός και μπορεί κανείς να στείλει έμβασμα μία φορά το μήνα. Η λέσχη σίτισης μάς κοστίζει ελάχιστα (..) και κάθε δύο μέρες μας δίνουν δωρεάν ελληνικά τσιγάρα. Κοιμάμαι σε ένα ράντζο πάνω στο οποίο ο υπηρέτης έχει τοποθετήσει ένα μεταλλικό πλέγμα με διάφορες κουβέρτες για στρώμα (..)
Στις 7 το βράδυ κατεβαίνουμε στην μικρή πόλη, γιατί ο στρατώνας βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά, σε ένα ύψωμα περιτριγυρισμένο από πεύκα. Κάνουμε έναν περίπατο στους δρόμους του κέντρου και στις 8 πηγαίνουμε στη λέσχη σίτισης, σε ένα επιταγμένο σπίτι στο κέντρο της πόλης. Στις 9 επιστρέφουμε στον στρατώνα. Η έγερση είναι στις 5:30. Οι νέοι συνάδελφοι είναι όλοι καλοί άνθρωποι και μας υποδέχτηκαν πολύ καλά· λείπουν από την Ιταλία εδώ και χρόνια (από το αλβανικό μέτωπο ακόμα περιμένουν άδεια!)
Ιούνιος ’42
6 Ιουνίου: (…) την ημέρα του Σώματος του Κυρίου φάγαμε πολύ καλά: ορεκτικά, ρώσικη σαλάτα, μακαρόνια, κατσικάκι με πατάτες, κρασί Κιάντι και λικέρ. Χθες το βράδυ πήγα με έναν συνάδελφο να δούμε μια ταινία στα αγγλικά με ελληνικούς υπότιτλους. Φαντάσου πώς την καταλάβαμε! (…) Όσον αφορά τα δέματα, από την Ιταλία μπορούν να μας στείλουν δέματα που δεν ξεπερνούν τα 2 κιλά, ενώ προς την Ιταλία μέχρι 10 κιλά. Αν βρω κάτι ενδιαφέρον (εδώ υπάρχουν λίγα πράγματα!) θα στείλω κι εγώ ένα δέμα. Βρίσκει κανείς λίγο λάδι, αλλά το δικό μας είναι σαφώς καλύτερο (..)
Θα πρέπει να μου στείλεις ένα δέμα με τα εξής πράγματα: ένα φανελάκι, μια πετσέτα, τη βούρτσα για τα μαλλιά, φύλλα και φακέλους αεροπορικής αλληλογραφίας, ένα πακέτο σκόνη Idris ή Alberani για την παρασκευή μεταλλικού νερού, τη λατινική λογοτεχνία· προσπάθησε να μου βρεις μερικά σωληνάρια κινίνης και έξι-επτά δεματάκια χαρτάκια για στριφτά τσιγάρα, τα οποία σε παρακαλώ να τα κρύψεις καλά γιατί είναι λαθραίο εμπόρευμα, και βάλε και μερικά κουτιά σπίρτα, εδώ είναι πολύ σπάνιο είδος. Χθες με τη μονάδα πήγαμε στο ποτάμι Άραχθος για μπάνιο και σήμερα έχω τις πλάτες μου κατακόκκινες από τον ήλιο (…)
13 Ιουνίου: (…) Σήμερα το πρωί έστειλα ταχυδρομική επιταγή 4000 λιρών. Με αυτά τα πρώτα χρήματα μπορείς να ζητήσεις να γίνει και μια λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ βρίσκει κανείς μεγάλη ποσότητα φρούτων και αυγών. Όλα κοστίζουν μια περιουσία και πληρώνουμε σε δραχμές, που μετά τον πόλεμο έχουν εντελώς υποτιμηθεί. Μην ανησυχείτε για την ελονοσία γιατί εκεί που κοιμόμαστε είναι σε έναν ευχάριστο λόφο και δεν υπάρχουν κουνούπια· ο πληθυσμός είναι πολύ ήρεμος, το νερό αποστειρωμένο και από άποψη προσωπικής καθαριότητας είμαστε μια χαρά.
Εγώ είμαι πάντα καλά και οι στρατιώτες μου λένε ότι παχαίνω. Θέλουν οπωσδήποτε να αφήσω μουστάκι γιατί όλο το δικό μου απόσπασμα έχει κάτι τεράστια μουστάκια! Θα ήθελα να σας στείλω περισσότερα χρήματα αλλά επιτρέπεται να στέλνουμε μόνο τα 5/6 του μισθού, που είναι 2000 λίρες το μήνα.
Συχνά το βράδυ πηγαίνουμε σε ένα θεατράκι ποικίλων θεαμάτων και στο τέλος της παράστασης κάνουμε πάντα ένα δώρο στον θίασο. Αυτές τις μέρες, επιτέλους, φεύγουν με άδεια οι παλιοί συνάδελφοι (συνήθως όλοι υπολοχαγοί, που είχαν κουραστεί από τότε που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία, τον Απρίλιο του 1939). Τον Οκτώβριο και τον Φεβρουάριο θα έρθει η σειρά μας [ευσεβής πόθος].
Διάφορες σκέψεις
Ο Διοικητής της 6ης Συλλογής ήταν ο Έφεδρος Υπολοχαγός Βιττόριο Ρόσσι από το Μπεντόνια (Πάρμα), μαχητής στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα, έμοιαζε με τον Γκάντι και, όπως και άλλοι συνάδελφοι, περίμενε εδώ και καιρό την άδεια του. Ο Διοικητής του ΙΙ Τάγματος ήταν ο Ταγματάρχης Αλεσσάντρο Μπρανκάκιο από τη Νάπολη, ο οποίος εκείνη την περίοδο προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη. Βοηθός του ήταν ο Υπολοχαγός Τζιάνι, από την Εμίλια. Ο δικός μου έφεδρος Υπολοχαγός ήταν ο Ανθυπολοχαγός Τζοβάνι Φρανκίνι (Giovanni Franchini – πτυχιούχος φιλοσοφίας, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών), καλός και ειλικρινής φίλος, ένας αληθινός κύριος.
Μόλις έφτασα στην Ελλάδα, αντάλλαξα τις ιταλικές λίρες που είχα από τη Γένοβα σε δραχμές, και στη συνέχεια τις ξανά – αντάλλαξα σε λίρες, κάνοντας έτσι ένα μικρό κομπόδεμα. Λεγόταν ότι οι αξιωματικοί του στρατιωτικού συρμού ήταν ειδικοί σε αυτού του είδους τις ανταλλαγές και στην πώληση προϊόντων που έφερναν από την Ιταλία και τα πουλούσαν στη μαύρη αγορά. Στη συνέχεια, όλες οι διαδικασίες αποστολής του μισθού γίνονταν κανονικά μέσω ταχυδρομείου· μάλιστα, αργότερα ιδρύθηκε και η υπηρεσία ταχυδρομικών λογαριασμών και ο μισθός έφτανε στον πατέρα μου, τον οποίο είχα εξουσιοδοτήσει να τον εισπράττει. Σε εμάς έδιναν το ένα έκτο του μισθού σε δραχμές για μικροέξοδα επιτόπου.
22 Ιουνίου: (…) πλέον εδώ έχω προσαρμοστεί και είμαι καλά, όπως και οι υπόλοιποι στρατιώτες. Μάθαμε από το ραδιόφωνο ότι χθες το βράδυ έπεσε το Τομπρούκ. Βλέπεις ότι ο πόλεμος στην Αφρική έχει πάρει πολύ ευνοϊκή τροπή για εμάς και ο βρετανικός κολοσσός είναι πλέον παραπάνω από διαλυμένος; (…) Εδώ έχουμε άφθονα φρούτα (…) Από άποψη χλωρίδας, αυτό το μέρος της Ελλάδας μοιάζει πολύ με την Καλαβρία, και επίσης το τοπίο είναι παρόμοιο – βρισκόμαστε άλλωστε στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.
Απόψε είμαι επικεφαλής της τιμητικής φρουράς στην υποστολή της σημαίας· είναι μια όμορφη τελετή και θα έπρεπε να δεις πώς στέκονται προσοχή όλοι, ακόμη και οι Έλληνες. (…) Το βράδυ πηγαίνουμε σε ένα υπαίθριο καφενείο περιμένοντας τη λέσχη σίτισης και μετά επιστρέφουμε στον στρατώνα στον λόφο. Ο πληθυσμός της Άρτας είναι σε καλή οικονομική κατάσταση (…) Υπάρχουν πολλές και όμορφες δεσποινίδες, αλλά δεν μας δίνουν και πολλή σημασία (…)
Μην ξεχάσεις να μου στείλεις λίγο μαύρο γυαλιστικό για τις μπότες και τη λάστιχο για τα παντελόνια (…)
Πρόσθετες σκέψεις για τις σχέσεις με τους Έλληνες
Η κωμόπολη της Άρτας, την εποχή του πολέμου, είχε πιθανόν 15.000 κατοίκους, βρεχόταν από τον ποταμό Άραχθο και βρισκόταν στο κέντρο μιας γεωργικής περιοχής με μεγάλη παραγωγικότητα, παρ’ όλο που υπήρχε έντονο πρόβλημα ελονοσίας. Ο πληθυσμός δεν υπέφερε από την έλλειψη τροφίμων όπως στις μεγάλες πόλεις, αν και η γενική φτώχεια ήταν μια κοινή πληγή για ολόκληρο τον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής.
Ορισμένες οικογένειες από την Αθήνα και την Πάτρα είχαν μετακομίσει στην Άρτα και εγκαταστάθηκαν σε συγγενείς ή φίλους. Δεν υπήρχαν στους δρόμους οι σκανδαλώδεις σκηνές πορνείας όπως στην Αθήνα· ο κόσμος γενικά ήταν σωστός και αξιοπρεπής και απέναντί μας επικρατούσε αδιαφορία, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις φιλίας.
Μια ερώτηση που εμείς οι αξιωματικοί συχνά ακούγαμε ήταν: «Γιατί ο πόλεμος;». Ερώτηση στην οποία δεν ξέραμε πώς να δώσουμε μια δίκαιη και κατάλληλη απάντηση. Όταν ξεπερνιούνταν οι αρχικές επιφυλάξεις και γινόταν γνωστός ο χαρακτήρας των «Ιταλών εχθρών», οι Έλληνες κατανοούσαν τις ανθρώπινες αρετές μας (σε σύγκριση με τη σκληρότητα και αγριότητα των Γερμανών) και άρχιζαν, έστω και σε περιορισμένες περιπτώσεις, να έχουν επαφές με τους στρατιώτες μας.
Αυτοί δεν στερούνταν το ψωμί τους μόνο για να εκμεταλλευτούν τη διαδεδομένη πορνεία, αλλά σε πολλές περιπτώσεις το χάριζαν σε φτωχά παιδιά. Συχνά οι στρατιώτες μας, Βενετσιάνοι, Σικελοί, Πουγλιέζοι και Εμιλιάνοι αγροτικής καταγωγής, στις ώρες ελεύθερης εξόδου πήγαιναν κρυφά στα κοντινά αγροτόσπιτα Ελλήνων χωρικών, όχι για να αναζητήσουν εύκολες ερωτικές περιπέτειες αλλά για να περάσουν λίγες ώρες στη γλυκιά και νοσταλγική εργασία των χωραφιών – παρόλο που τέτοιες συμπεριφορές προς τους πολίτες απαγορεύονταν και τιμωρούνταν από τις δικές μας στρατιωτικές αρχές.
Σε αυτά τα περιορισμένα επεισόδια ανθρώπινης αλληλεγγύης αντιπαρατίθεντο και κάποια θλιβερά επεισόδια από πλευράς Ιταλών που έκλεβαν, προσέβαλλαν άοπλους πολίτες και υπερέβαλλαν σε ερωτικές περιπέτειες ως μέλη του στρατού «Σ’αγαπώ». Όμως δεν υπήρχε μαζική σκληρότητα ή βαρβαρότητα, ούτε καν στον ανταρτοπόλεμο που διεξαγόταν κυρίως στην Ήπειρο και σε μικρή απόσταση ανατολικά της Άρτας από τον Νοέμβριο 1942 μέχρι την ανακωχή του 1943.
Το ηθικό των στρατιωτών
Τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας, οι πολεμικές εξελίξεις του Στρατού μας ήταν αρνητικές στα διάφορα μέτωπα, τόσο στο ελληνο-αλβανικό όσο και στο λιβυκό (κατάληψη της Κυρηναϊκής από τους Άγγλους). Όλα αυτά επηρέαζαν αρνητικά το ηθικό των στρατιωτών και του ιταλικού λαού. Ακριβώς την περίοδο που έφτασα στο Σύνταγμά μου, που ήταν επιστρατευμένο στην Ελλάδα, άρχισαν επιτέλους να σημειώνονται θετικές επιχειρήσεις στην πορεία του πολέμου, ευνοϊκές για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Μετά τις εναλλασσόμενες καταλήψεις της Κυρηναϊκής, τον Ιούνιο του ’42 υπήρξε η μεγάλη Ιταλό-γερμανική επίθεση στην Αφρική, υπό την ηγεσία του Γερμανού Στρατάρχη Ρόμελ, που μας έφερε μέχρι το Ελ Αλαμέιν, 80 χλμ. από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Και στο ρωσικό μέτωπο οι Γερμανοί, με τη συμμετοχή του ιταλικού Στρατού (ARMIR), πέτυχαν το μέγιστο των εδαφικών κατακτήσεων τους. Το ηθικό των Ιταλών στρατιωτών ανέβαινε αισθητά, αφήνοντας να διαφανεί σε αυτά τα γεγονότα η ελπίδα για μια ευνοϊκή για εμάς κατάληξη του πολέμου.
Ήταν η αυταπάτη του καλοκαιριού του 1942. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι νικηφόρες αντεπιθέσεις των εχθρών στην Αφρική και τη Ρωσία. Ακόμα και στα Βαλκάνια, κυρίως στη Γιουγκοσλαβία, ο ανταρτοπόλεμος μαίνονταν κατά των δικών μας κατοχικών δυνάμεων και στην Ελλάδα, ιδίως στη ζώνη μας, ξεκίνησε ένας ύπουλος και εξαντλητικός ανταρτοπόλεμος από τους αντάρτες (τους αντάρτες του εθνικιστή Συνταγματάρχη Ζέρβα και του κομμουνιστή Μάρκου).
Ιούνιος 1942
26 Ιουνίου: (…) Σήμερα το πρωί δεν πήγα στην εκπαίδευση των στρατιωτών γιατί χθες βράδυ είχα υπηρεσία ως Αξιωματικός επιτήρησης στην πόλη κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας και επέστρεψα μετά τα μεσάνυχτα. Εγώ, ένας λοχίας και δύο καλά οπλισμένοι στρατιώτες σταματήσαμε έναν άντρα που περιφερόταν στους δρόμους μετά την απαγόρευση (…) Στην ουσία συμπεριφέρονται καλά (…)
Σήμερα αλλάζω δωμάτιο και με τον συνάδελφό μου φιλόσοφο πάμε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο στον επάνω όροφο, ευάερο και φρεσκοβαμμένο. Το φως είναι ηλεκτρικό και διαρκεί από τις 8 μέχρι τις 10:30 το βράδυ, μετά για λόγους εξοικονόμησης το κόβουν αλλά έχουμε κεριά. Ήδη ψελλίζω μερικές λέξεις της νέας ελληνικής, που είναι πολύ διαφορετική από την αρχαία στην προφορά και στη γραμματική – κρίμα για τις κλασικές μας σπουδές…! Τι λες για την επίθεσή μας στην Αφρική; Πάει πολύ καλά και ελπίζουμε να τελειώσει σύντομα (…). Είμαι χαρούμενος που έλαβες την επιταγή με τα πρώτα μου χρήματα (…).
Συγκάτοικός μου είναι ένας Γενοβέζος, πτυχιούχος φιλοσοφίας, παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών· είναι πραγματικά ένας κύριος και τα βρίσκουμε σε όλα [Πρόκειται για τον Τζοβάνι Φρανκίνι, με τον οποίο διατήρησα φιλία έως τον θάνατό του στη Γένοβα το 1992].
Τώρα εμείς οι νεοδιορισθέντες αξιωματικοί πρέπει να πάμε στα Ιωάννινα για να παρακολουθήσουμε ένα δεκαπενθήμερο σεμινάριο σε δύο ομάδες: πρώτα θα πάει ο συνάδελφός μου και μετά εγώ με άλλους πέντε. Σε λίγες μέρες θα προβάλλουν στον τοπικό κινηματογράφο την ταινία που είδαμε ήδη στον Άγιο Δημήτριο, την «Casta Diva»· χθες πρόβαλαν ένα γερμανικό πολεμικό ντοκιμαντέρ. Ο Αντισυνταγματάρχης διοικητής του φρουρίου τρώει και δειπνεί μαζί μας και, όπως σου είπα, έχουμε πάγο, οπότε και τα φρούτα είναι φρέσκα, εκτός από το κρασί (…). Χθες το βράδυ με κάποιους συναδέλφους πήγα στον ποταμό Άραχθο: είναι σαν παραλία· καθαρό και ρηχό νερό, άσπρα και καθαρά βοτσαλάκια….” (Πηγή : Cronaca della mia vita in Grigioverde, Adriano Mazziotti, – 8 novembre 2018, σε μετάφραση Αναστασίας Καρρά)
Στη φωτογραφία “Άρτα, Ιούνιος 1942 – Αναμνήσεις. Στρατώνας Αγίας Θεοδώρας” από το ίδιο βιβλίο.
Άδεια κυκλοφορίας που εκδόθηκε από την Κομαντατούρ στην Άρτα για τον Βασίλειο Βάσσο, με ημερομηνία 13 /5/1944 και η οποία έχει επικυρωθεί στις 31 Ιουλίου και στις 31 Αυγούστου 1944.(Από το αρχείο του κ. Δημήτρη Βάσσου)
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι Ευέλπιδες της ΙΙΙης τάξεως ονομάστηκαν ανθυπολοχαγοί και στάλθηκαν στο μέτωπο. Οι της ΙΙας τάξεως τοποθετήθηκαν σε εκπαιδευτικά κέντρα, ενώ οι νεοεισερχόμενοι της Ιης τάξεως έλαβαν αρχικά άδεια, η οποία ανακλήθηκε με την επιδείνωση της κατάστασης. Με την έναρξη της γερμανικής εισβολής τον Απρίλιο του 1941, οι Ευέλπιδες της Ιης Τάξης βρίσκονταν στη Σχολή, χωρίς σαφείς εντολές. Ανάμεσά τους και δυο Αρτηνοί : Ο Γεώργιος Α. Πίτσιλης και ο Κων/νος Σ. Σαρλής.
Όταν διατάχθηκαν να παραμείνουν στην Αθήνα για την τήρηση της τάξης, οι Ευέλπιδες αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Θεώρησαν πως το καθήκον τους ήταν στο μέτωπο και όχι σε αστυνομικά καθήκοντα. Μετά από συγκρούσεις με τη διοίκηση και συγκινητικές παρεμβάσεις ανώτερων αξιωματικών που αναγνώρισαν το πατριωτικό τους φρόνημα, οι Ευέλπιδες αποφάσισαν να αναχωρήσουν για την Κρήτη με δικά τους μέσα.
Τη νύχτα της 24ης Απριλίου 1941, επιτάσσοντας οχήματα — ακόμα και με δόλο (π.χ. προσποιούμενη δηλητηρίαση μαθητών για να εξασφαλιστούν οχήματα του Ερυθρού Σταυρού) — συγκέντρωσαν 27 οχήματα και ξεκίνησαν για την Πελοπόννησο. Αντιμετώπισαν γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και την προσπάθεια Ελλήνων αξιωματικών να τους σταματήσουν. Παρόλα αυτά, με θάρρος και πειθώ, συνέχισαν την πορεία τους προς τη Μάνη, όπου επιβιβάστηκαν σε πλοιάρια για την Κρήτη.
Στην Κρήτη στρατοπέδευσαν στη Μονή Γωνιάς και υπό την ηγεσία του αντισυνταγματάρχη Κίτσου εκπαιδεύτηκαν εντατικά για μάχη. Στις 20 Μαΐου 1941, κατά την έναρξη της Μάχης της Κρήτης, η Σχολή Ευελπίδων πολέμησε σαν κανονική στρατιωτική μονάδα εναντίον των γερμανικών δυνάμεων αλεξιπτωτιστών. Με 1300 Ευέλπιδες, πενιχρό οπλισμό και περιορισμένα πυρομαχικά, αντιστάθηκαν ηρωικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο Εύελπις Πέτρος Κωστόπουλος κατέλαβε εχθρική σημαία μετά από σκληρή μάχη σώμα με σώμα, ενώ η σημαία της Σχολής, που είχε αναρτηθεί στο καμπαναριό, διασώθηκε με αυτοθυσία από δύο Ευέλπιδες – ο ένας εκ των οποίων σκοτώθηκε λίγο αργότερα.
Καθώς εξαντλούνταν τα πυρομαχικά και η περικύκλωση γινόταν ασφυκτική, άλλοι κατάφεραν τη νύχτα να αποσυρθούν με καθοδήγηση από ντόπιους, ενώ άλλοι συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και φυλακίστηκαν. Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, κατευθύνθηκαν προς τα Σφακιά με σκοπό να περάσουν στη Μέση Ανατολή, αλλά λόγω έλλειψης μέσων, δεν τα κατάφεραν. Αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι και όσοι είχαν συλληφθεί. Έτσι, οι Ευέλπιδες συνέχισαν μεμονωμένα τον αντιστασιακό αγώνα σε διάφορα μέτωπα, οι δε δυο Αρτηνοί συνέχισαν την αντίσταση ενάντια στους κατακτητές στα βουνά της Ηπείρου. (Πηγή : Πληροφορίες από το άρθρο με τίτλο “Η Μάχη των Ευελπίδων (20 Μαίου 1941)” που μπορείτε να το διαβάσετε με λεπτομέρειες στο λινκ https://stratistoria.wordpress.com/1901-1950/9-ww2/germaniki-epithesi/1941-mahi-eyelpidon/)
Στη φωτογραφία ο Αρτηνός Γεώργιος Πίτσιλης (καθιστός δεξιά), μαζί με άλλους Ευέλπιδες, λίγο μετά την απέλευθέρωσή τους, καθώς είχαν συλληφθεί από τους Γερμανούς. (Φωτο από το αρχείο της οικογένειας Α. Πίτσιλη)
Χρησιμοποιούμε cookies για την σωστή λειτουργία του ιστότοπου, καθώς και για βελτίωση των υπηρεσιών μας προς εσάς. Με τη χρήση αυτή της ιστοσελίδας, αποδέχεστε την Πολιτική Απορρήτου μας.
This website uses cookies to improve your experience while you navigate through the website. Out of these, the cookies that are categorized as necessary are stored on your browser as they are essential for the working of basic functionalities of the website. We also use third-party cookies that help us analyze and understand how you use this website. These cookies will be stored in your browser only with your consent. You also have the option to opt-out of these cookies. But opting out of some of these cookies may affect your browsing experience.
Necessary cookies are absolutely essential for the website to function properly. These cookies ensure basic functionalities and security features of the website, anonymously.
Cookie
Duration
Description
cookielawinfo-checkbox-analytics
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Analytics".
cookielawinfo-checkbox-functional
11 months
The cookie is set by GDPR cookie consent to record the user consent for the cookies in the category "Functional".
cookielawinfo-checkbox-necessary
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookies is used to store the user consent for the cookies in the category "Necessary".
cookielawinfo-checkbox-others
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Other.
cookielawinfo-checkbox-performance
11 months
This cookie is set by GDPR Cookie Consent plugin. The cookie is used to store the user consent for the cookies in the category "Performance".
viewed_cookie_policy
11 months
The cookie is set by the GDPR Cookie Consent plugin and is used to store whether or not user has consented to the use of cookies. It does not store any personal data.
Functional cookies help to perform certain functionalities like sharing the content of the website on social media platforms, collect feedbacks, and other third-party features.
Performance cookies are used to understand and analyze the key performance indexes of the website which helps in delivering a better user experience for the visitors.
Analytical cookies are used to understand how visitors interact with the website. These cookies help provide information on metrics the number of visitors, bounce rate, traffic source, etc.
Advertisement cookies are used to provide visitors with relevant ads and marketing campaigns. These cookies track visitors across websites and collect information to provide customized ads.