Κάποτε, στα χρόνια τα παλιά, τόσο παλιά που μόνο οι πέτρες τα θυμούνται, ζούσε στη Μπρένιστα, (το σημερινό Κορφοβούνι), μια όμορφη κοπέλα, ορφανή από πατέρα και μοναχοκόρη της μάνας της. Η ζωή τους κυλούσε δύσκολα, γεμάτη φτώχεια και μόχθο, αλλά τα βράδια, όταν φυσούσε το αγέρι ανάμεσα στις καστανιές, οι δυο γυναίκες έπλεκαν όνειρα πλάι στη φωτιά.
Όμως ένα βράδυ, ο άνεμος γύρισε ανάποδα. Μάνα και κόρη καβγάδισαν άγρια. Και πάνω στον θυμό της, η μάνα –αντί για χάδι και συγχώρεση– ξέφρενα ξεστόμισε κατάρα:
«Στρίγγλα να γίνεις!»
Και… έγινε. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε νύχτα, όταν σκοτείνιαζε ο ουρανός και τα πουλιά κουρνιάζανε σιωπηλά, η κοπέλα μεταμορφωνόταν. Όχι πια γλυκιά, ούτε ανθρώπινη. Μα πλάσμα σκοτεινό, δαιμονικό, φτερωτό σαν τη νυχτερίδα και διψασμένο για αίμα. Ήταν η Στρίγγλα.
Με φτερά που θρόιζαν σαν ξερά φύλλα και μάτια που έλαμπαν σαν κάρβουνα, πετούσε πάνω από τις στέγες του χωριού. Κι από το στόμα της έβγαινε μια μακριά, εφιαλτική προβοσκίδα – σαν χοντρή κλωστή, μα ζωντανή. Την κατέβαζε αργά από τη στέγη ως τη μύτη των μικρών παιδιών και τους ρουφούσε το αίμα σιωπηλά, χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα. Και το πρωί, το παιδί δεν ξυπνούσε. Είχε φύγει ήσυχα, σαν όνειρο που δεν πρόλαβε να τελειώσει.
Ο φόβος τύλιξε το χωριό σαν ομίχλη. Τα σπίτια άδειαζαν, οι γονείς έφευγαν με τα παιδιά στην αγκαλιά. Ο τόπος ρήμαξε. Έμειναν μόνο οι τολμηροί κι οι ανήμποροι να φύγουν, που ξενυχτούσαν κάθε βράδυ δίπλα στα κρεββάτια των παιδιών τους, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.
Ώσπου ένα βράδυ, καθώς η φλόγα τρεμόπαιζε στο λαδοφάναρο κι ο άνεμος λυσσομανούσε, ένας ράφτης καθόταν και φύλαγε το παιδί του. Έραβε σιωπηλά, όταν την είδε: μια προβοσκίδα να κατεβαίνει από τη σκεπή σαν πονηρή αράχνη. Χωρίς να διστάσει, άρπαξε το ψαλίδι και τσάκ! την έκοψε. Άλλοι λένε πως έκαψε τη μασιά στις φλόγες του τζακιού και τη θέρισε με φωτιά.
Ακούστηκε κραυγή αλλόκοσμη, ανατριχιαστική. Η Στρίγγλα ούρλιαξε από πόνο και τρόμο.Και στην βιασύνη της να φύγει μακριά, έχασε την κάπα της….
Την άλλη μέρα, οι κάτοικοι που είχαν απομείνει μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού. Ένα πράγμα έψαχναν: ποιος είχε σημάδι στο πρόσωπο ή στο στόμα, ποιος είχε πληγή – ίσως έτσι αποκάλυπταν το τέρας. Όλοι ήταν παρόντες. Όλοι, εκτός από τη νεαρή κόρη. Όταν ρώτησαν τη μάνα της πού βρίσκεται, εκείνη κατέβασε το βλέμμα και με πικρία είπε: «Είναι άρρωστη…»
Οι χωριανοί δεν πείστηκαν. Ξεκίνησαν για το σπίτι της, στις Καλάθες. Η Στρίγγλα το κατάλαβε και έφυγε. Άλλοι λένε πως κρύφτηκε στο Πουρνάρι το Μοναχό, άλλοι λένε πως τρύπωσε στον τεράστιο, κουφωμένο πλάτανο στη βρύση του Τσούινη.
Εκεί, στην κουφάλα του δέντρου, την περικύκλωσαν. Και άναψαν φωτιά. Οι φλόγες φούντωσαν, τύλιξαν το κορμί της, και τότε εκείνη φώναξε δυνατά, σαν να ήθελε να αλλάξει τη μοίρα της: «Ποιος σας είπε ότι εγώ είμαι η Στρίγγλα;» Μα οι χωριανοί της έδειξαν την κάπα που είχε χάσει το προηγούμενο βράδυ – καρφωμένη πάνω σ’ έναν πάσσαλο.
Θυμωμένη, γεμάτη λύσσα και πόνο, τίναξε μια φλόγα από μέσα της και έκαψε την κάπα και τον πάσσαλο. Μα δεν γλίτωσε. Όσο κι αν είχε μέσα της δαίμονες, όσο κι αν ήταν κακόβουλο πνεύμα, κάηκε. Κι έτσι τελείωσε η σκοτεινή της ιστορία.
Από τότε, το χωριό ανάσανε. Οι άνθρωποι άρχισαν να επιστρέφουν, τα παιδιά να γελούν ξανά στις αυλές, και οι φλόγες στα τζάκια να λένε παραμύθια – για τη Στρίγγλα που χάθηκε, αλλά και για την αγάπη που, ακόμη και καταραμένη, μπορεί να σωθεί. Κι έτσι, όπως λένε στα παραμύθια… Έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα….(Διασκευή : Α. Καρρά – Πηγή κειμένου : ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙ (ΜΠΡΕΝΙΣΤΑ) ΑΡΤΑΣ, Κ. Κοκκινέλης, Αθήνα, 2013)
*Ο μύθος της Στρίγγλας , του σατανικού αυτού πνεύματος με τις διαμονικές ικανότητες, προέκυψε στην προσπάθεια των ανθρώπων να εξηγήσουν το ότι οι άνθρωποι και ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά, πέθαιναν από διάφορες αγιάτρευτες, θανατηφόρες αρρώστιες όπως η ευλογιά και η πανούκλα…Ό,τι δηλαδή δεν θεραπεύονταν, οφείλονταν σε υπερφυσικά πλάσματα και δαιμόνια…
Η παραμυθένια εικόνα δημιουργήθηκε με ΑΙ.
