Τότε που οι γειτονιές δεν ήταν χτισμένες σχεδόν σε κάθε γωνιά τους και οι δρόμοι δεν ήταν γεμάτοι με αυτοκίνητα. Τότε που τα παιδιά κλωτσούσαν ανέμελα μία μπάλα, τις περισσότερες φορές σχισμένη με μπαλώματα, σε αυτοσχέδια γήπεδα, με θεατές τους ιδιοκτήτες των μικρών καταστημάτων της γειτονιάς.
“Η επιλογή των ομάδων ήταν πάντα ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι μικρότεροι. Οι δύο αρχηγοί ήταν συνήθως οι μεγαλύτεροι ή οι πιο «διάσημοι» στην περιοχή, ή εναλλακτικά εκείνος που ήταν …ιδιοκτήτης της μπάλας. Για την επιλογή της ομάδας, έπαιζαν ρόλο, η δύναμη του παίκτη ή ακόμη η φιλία που τον συνέδεε με τον παίκτη που επέλεγε και η ώρα παραμονής του. Η μπάλα συχνά έπεφτε μέσα σε αυλές σπιτιών, κάτω από τα λιγοστά αυτοκίνητα, σε χωράφια περιτριγυρισμένα με συρματοπλέγματα. Πάντα υπήρχε εκείνος που έδειχνε θάρρος, πηδώντας πάνω από τοίχους ή μπαίνοντας κάτω από αυτοκίνητα, λερώνοντας ή σκίζοντας παντελόνια και μπλούζες. Στο δρόμο δεν υπήρχαν τέρματα. Το ύψος υπολογιζόταν σύμφωνα με το ύψος του τερματοφύλακα και εκεί που έφτανε με σηκωμένα τα χέρια, ενώ στο πλάι υπήρχαν σχολικές τσάντες, άλλα αντικείμενα ή ξύλα που δεν ξεπερνούσαν τα 30 εκατοστά……. Δυστυχώς ακόμα και τα πιο όμορφα πράγματα πάντα τελειώνουν. Κάποιες φορές ξαφνικά. Έτσι όταν ο ιδιοκτήτης της μπάλας έπρεπε να φύγει, το παιχνίδι τελείωνε. Γιατί το τριπλό σφύριγμα της λήξης, για το ποδόσφαιρο του δρόμου, ήταν κάποιες φορές οι φωνές της μητέρας: «Έλα σπίτι, το φαγητό είναι έτοιμο». Τότε όλα τα παιδιά γύριζαν σπίτι. Ιδρωμένα, με πληγωμένα τα πόδια και τα χέρια, αλλά ευτυχισμένα, μετρώντας τις ώρες, μέχρι το απόγευμα της επόμενης ημέρας, όπου θα συναντηθούν και θα ξαναπαίξουν όλα μαζί….” (Πηγή : https://www.amna.gr/)
Στη φωτογραφία “Παίζοντας μπάλα σε κάποιο δρόμο της Άρτας το 1970”.
Αριστερά : Πασχάλης Κατσιώτης, Λάμπρος Παντούλας. Κάτω αριστερά : Ιωάννης Κατσιώτης, Σπύρος Νεραιδιώτης, Παναγιώτης Καραγιώργος. (Φωτο από αρχείο Σπ. Νεραιδιώτη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)