Ανεβαίνουν στα Τζουμέρκα οι τσελιγκάδες με τα κοπάδια (α’ μέρος)

——————-
“Η γλυκιά προσμονή του ξεκινήματος για τα βουνά με είχε κυριέψει από το απόγευμα της 2ας Ιουνίου, ώστε το βράδυ άργησε πολύ να με πάρει ο ύπνος στη Φτέρη, τοποθεσία ανάμεσα από Πράμαντα και Μελισσουργούς. Δυο ώρες προτού χαράξει η μάννα μου πάσχιζε να με ξυπνήσει ανάλαφρα ψιθυρίζοντας στ’ αυτί μου τη φράση-θέσφατο στα ποιμενικά χρονικά: “Ξύπνα παιδάκι μου, ήρθε η ώρα να φύγουμε”…..Ήδη οι δικοί μου είχαν αρμέξει τα πρόβατα και είχαν φορτώσει στ’ άλογα τα εργαλεία της ποιμενικής ζωής καρδάρια, κακκάβια, το μεγάλο καζάνι για το πήξιμο του γάλακτος, δοχεία για το τυρί, τις κάπες, τα μάλλινα στρωσίδια, αλλά και τα εφόδια για τις πρώτες μέρες στα βουνά : Δυο ταψιά ψωμί καθάριο, αλεύρι ροκίσιο για σταχτοκουλούρες, αλάτι για το τυρί και για το αλάτισμα των προβατιών, λίγα φασόλια, τη μπούγλα με το λάδι, το μπουκάλι με το πετρέλαιο για τη φέξη. Μπήκε μπροστά ο αδερφός μου. Μαύλισε κάνα δυο φορές τα πρόβατα που ανταποκρίθηκαν με βελάσματα στο κάλεσμά του και κίνησαν για το δρόμο. Οι γίδες μας βρέθηκαν στη μέση του κοπαδιού, ενώ τα δυο τζομπανόσκυλα στο φτερό του. Εγώ πήρα τη θέση μου στο τέλος του κοπαδιού κι η αδερφή μου παραπίσω με τ’ άλογα………………
Μπροστά από το κοπάδι μας πορεύονταν κι άλλων νομάδων προβατοκόπαδα σε απόσταση δυο χιλιομέτρων περίπου, ενώ ακούγονταν πίσω μας κυπριά και κουδούνια. Περάσαμε αχάραγα το ελατοδάσος της Αγίας Παρασκευής και φτάνουμε στη “Ράχη Μεγάλη”. Αχνά μέσα στο θαμπόφωτο αντικρύζουμε τα πρώτα φώτα στους Μελισσουργούς, νυσταγμένα και αργοπορημένα. Διασχίζουμε το χωριό και τραβάμε για τα ποτάμια. Εκεί όλα τα κοπάδια περνούσαν μια μαρτυρική δοκιμασία κάθε άνοιξη και φθινόπωρο καθώς τα ποτάμια που ξεχύνονται από το Βροτόπι, το Αυτί και τη Μπρέσιανη είναι πάντα κατεβασμένα. Τα πρόχειρα ξύλινα γεφυράκια που έχουν σκαλώσει στα κοτρόνια οι Μελισσουργιώτες ποιμένες είναι εντελώς αναποτελεσματικά. Τα πρόβατα είναι βιαστικά και δεν περιμένουν τη σειρά. Τα περισσότερα πέφτουν στα παγωμένα νερά, παίρνουν κρύωμα και αργότερα στα βουνά, όταν πιάνουν οι ζέστες, όσα είναι αδύναμα πεθαίνουν….”(Πηγή Άρθρο του Ν. Καρατζένη με τίτλο Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΣΤΙΣ ΒΟΥΝΟΚΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ, Ηπειρωτική Εταιρεία, τχ. 293, 2005)

Στη φωτογραφία “Ανεβαίνουν στα βουνά οι τσελιγκάδες με τα κοπάδια” (Φωτο του Κ. Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)

Δημοσιεύθηκε στην Ποιμενική Ζωή. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *