“Η Άρτα με τα υψούμενα τζαμιά της ακόμη, η Άρτα με τους ραπανοειδείς μιναρέδες της, με τα συσφιγμένα απελπιστικώς σπίτια της, με τα καφασωτά ακόμη σε μερικά παράθυρά της και τας πολυδαιδάλους στενωπούς της και τα παράξενα καλδηρήμια της και τους λαβυρινθώδεις μαχαλάδες και τα εβραιοπάζαρα και τα τουρκοπάζαρά της, έχει όλην την μορφήν ανατολικής τουρκοπόλεως ακόμη.
Όλα τα λησμονείς όμως, δι’ όλα αμείβεσαι, με έναν απογευματινόν περίπατον στη γέφυρα, με έναν άλλον προς την ανατολικήν είσοδον της πόλεως, στην όχθη του Αράχθου, ή με μίαν ανάβασι του αμυντικού στρατώνος το καταπράσινο βουναλάκι ή με μίαν άλλη στου κάστρου τις βόρειες επάλξεις.
Να πάρης της γέφυρας τον περίπατο αυτή την εποχή, θα πελαγώσης μέσα στην μαγευτικωτέραν ανοιξιάτικην ατμόσφαιραν. Ένθεν και ένθεν, δεξιά κι αριστερά σε περιβάλλουν θαυμάσιαι χλωρίδες, πυκνότατα σύσκια περιβολάκια, φουντωτές πελώριες βαρυφορτωμένες, καταχιονισμένες μέσα στα παρθενικά τα άνθη τους λεμονοπορτοκαλιές , εκτεινόμενες πέρα, πέρα μακρυά, όσο φτάνει το μάτι σου. Και οδεύων ονειρεύεσαι και περιπατών μεθάς και ηδονικώτατα βυθίζεσαι ολοέν εις ατμόσφαιραν μαγικήν ονειροφάνταστην κεκορεσμένην, θα έλεγες, από παρθενικής σαρκός ονειρώδη ευωδίαν – του χιονώδους κάλυκος της λεμονοπορτοκαλιάς.
Να πάρης αντιθέτως την όχθην, όχθη του Αράχθου έχεις ν’ απολαύσης εκεί κάτι τι το εκτάκτως γραφικόν και εκτάκτως υδρογραφικόν. Τας ευθυγράμμους κορυφάς του Πίνδου, λευκαζούσας μέσα στα χιόνια, πυρπολουμένας υπό τας ξανθάς και ολοχρύσους δύσεις και εκπεμπούσας τας πυρίνους σκιάς των, και αντανακλώντας τας φλογώδεις αποχρώσεις των, μέχρι του αποκαμωμένου, θα έλεγες, από τον ημερήσιον κάματον Αράχθου, και κυλίοντος τα ήρεμα νάματά του, νωθρώς, νωχελώς, ησύχως. Και ανάπτει και φωσφορίζει και απαστράπτει ο Άραχθος στα πλάκα του και μαγικός καθρέπτης αληθής, τώρα κατοπτρίζει παρά την όχθην υδρευόμενος τας ευσταλείς Αρτινάς αγρότιδας και τους ποτίζοντας τα υποζύγια χωρικούς.
Από τους ογκώδεις πύργους του αμυντικού στρατώνος, από τας βαρείας επάλξεις του λουόμενου εις τον Άραχθον φρουρίου, αι απόψεις μοναδικαί, θεοειδείς, απερίγραπτοι. Κάμποι κατάφυτοι, βουνά χιονισμένα, ποταμοί συμβάλλοντες, ηρεμούντα πελάγη, όλοι οι συνδυασμοί της φύσεως, όλα τα χρώματα, και πινελιές και αποχρώσεις της, εις μίαν εναρμόνιον αναλογίαν συνηρμοσμένα……” (Πηγή : ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ (Άρτα και Αρτινοί), Κ. Πασαγιάννης, Εφημερίδα “Ακρόπολις”, 7 Μαίου 1896)
Στη φωτογραφία “Εκδρομή στην εξοχή το 1933”, από το αρχείο του Σ. Σαρλή (όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα του Ε. Ιντζέμπελη “ΑΡΤΑ 1881 – 1941”, Αθήνα, 2010).
