Γιατί η Άρτα έγινε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου!

Ήταν το έτος του Κυρίου 1204, όταν οι σταυροφόροι της Δʹ Σταυροφορίας, αντί να πορευθούν προς τους Αγίους Τόπους, ύψωσαν τα λάβαρά τους επάνω στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Η Βασιλεύουσα έπεσε, και μαζί της κατέρρευσε η παλαιά Ρωμανία. Μα απ’ τα ερείπια εκείνα γεννήθηκαν τρία νέα ελληνικά κράτη: η Νίκαια στην Ανατολή, η Τραπεζούντα στον Εύξεινο Πόντο, και στα δυτικά, μέσα στα βουνά και τις κοιλάδες της Ηπείρου, το Δεσποτάτο.

Ιδρυτής του υπήρξε ο Μιχαήλ Αʹ Κομνηνός Δούκας, συγγενής των Αγγέλων, ανήσυχο και ευγενές πνεύμα, που αναζητούσε τόπο να στεριώσει τη δική του εξουσία — τόπο ασφαλή, εύφορο και στρατηγικό, μακριά από τη σκιά των Λατίνων και τις πληγές της Ανατολής.

Κι έτσι έστρεψε το βλέμμα του προς τη Δύση. Πόλεις πολλές συνάντησε στο δρόμο του — κάστρα κρεμασμένα σε βράχους, πολιτείες χτισμένες δίπλα σε ποταμούς, χωριά που ξεπρόβαλαν μέσα σε πεδιάδες. Μα καμιά δεν του φάνηκε τόσο έτοιμη, τόσο «προικισμένη» για πρωτεύουσα, όσο η Άρτα.

Και ανάμεσα σε πόλεις και κάστρα, επέλεξε την Άρτα· σαν να την είχε προορίσει η μοίρα για τούτο το αξίωμα. Εκεί όπου ο Άραχθος γλιστρά σαν ασημένια κορδέλα μέσα στην πεδιάδα, εκεί όπου τα τείχη πατούν πάνω στα αρχαία θεμέλια της Αμβρακίας, ο Μιχαήλ βρήκε την καρδιά της νέας του ηγεμονίας. Από εκεί θα όριζε τη μοίρα της Ηπείρου· από εκεί θα φύλαγε την ελληνική ψυχή της Δύσης.

Η πόλη, χτισμένη επάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας, διέθετε φυσική προστασία και σπάνια γεωγραφική σοφία. Ο Άραχθος την περικύκλωνε, οι λόφοι την αγκάλιαζαν, κι ένα παλιό κάστρο, που οι Κομνηνοδουκάδες θα ενίσχυαν, στεκόταν φύλακας και σύμβολο ισχύος. Από εκεί μπορούσε κανείς να ελέγξει τις διαβάσεις προς Θεσσαλία και Μακεδονία, να εποπτεύει τις πεδιάδες και τα περάσματα ως τα λιμάνια της Σαλαώρας και της Κόπραινας.

Μα δεν ήταν μόνο τα τείχη που έκαναν την Άρτα ξεχωριστή. Από παλιά είχε γίνει εμπορικό σταυροδρόμι της δυτικής Ελλάδας. Οι Βενετοί έμποροι σύχναζαν στα παζάρια της, κι η εύφορη ενδοχώρα τροφοδοτούσε τη θάλασσα με αγαθά και πλούτο. Για τον Μιχαήλ, η πόλη πρόσφερε όχι απλώς στρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά έτοιμο μηχανισμό ζωής: οικονομία, φορολογία, ανθρώπους έμπειρους στη διοίκηση και τη διαπραγμάτευση.

Η Άρτα ήταν κι εκκλησιαστικό κέντρο. Ήδη από τον 12ο αιώνα μνημονεύεται επίσκοπός της, και διέθετε προσωπικό μορφωμένο, με γνώση των βυζαντινών θεσμών. Έτσι, μπορούσε να λειτουργήσει αμέσως ως διοικητική και πνευματική έδρα — μια συνέχεια της παλαιάς Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης.

Την ίδια εκείνη εποχή, οι Λατίνοι που κατείχαν την Πόλη συνέταξαν τη Partitio Romaniae — τη «Διαίρεση της Ρωμανίας» — για να μοιράσουν μεταξύ τους τα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Και εκεί, ανάμεσα στις γραμμές της λαφυραγωγίας, αναφέρεται η pertinentia de Arta — η περιφέρεια της Άρτας. Από μόνη της η μνεία αυτή φανερώνει τη σημασία της πόλης· μα όσα κι αν έγραψαν οι Λατίνοι σε περγαμηνές, ποτέ δεν την κατέλαβαν. Διότι το 1205, ο Μιχαήλ Αʹ Κομνηνός Δούκας εγκαθίσταται εκεί και ιδρύει το Δεσποτάτο της Ηπείρου — κάνοντάς την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους της Δύσης.

Η πεδιάδα γύρω από την Άρτα ήταν από τις πιο εύφορες της Ελλάδας, προσφέροντας αυτάρκεια και πλούτο. Μα η δύναμή της δεν ήρθε μόνο από τη γη· ήρθε από τους ανθρώπους. Μετά την πτώση της Πόλης, κύματα προσφύγων έφθασαν ως εδώ — άρχοντες και στρατιωτικοί, λόγιοι, τεχνίτες κι απλοί άνθρωποι. Έφεραν μαζί τους τις τέχνες, τη γνώση, τα ήθη και τις συνήθειες του Βυζαντίου, δίνοντας νέα πνοή στην πόλη. Η Άρτα, έτσι, έγινε λίκνο νέου πληθυσμού, τόπος όπου οι παλιοί και οι νέοι Ρωμαίοι ενώθηκαν για να χτίσουν τη συνέχεια της φυλής τους.

Στις αρχές του 13ου αιώνα, τα Ιωάννινα ήταν ακόμη μικρή πόλη, σιωπηλή πλάι στη λίμνη. Η Άρτα κρατούσε τα σκήπτρα, και δίκαια. Μόνο δύο αιώνες αργότερα, όταν η αίγλη της θα άρχιζε να φθίνει, τα Ιωάννινα θα αναδεικνύονταν σε νέο κέντρο της Ηπείρου.

Είναι προφανές λοιπόν ότι η Άρτα δεν επελέγη τυχαία· ήταν μια πόλη έτοιμη, πλούσια και οχυρωμένη, στη σωστή θέση και στην κατάλληλη ώρα. Το Partitio Romaniae* την κατέγραψε ως λάφυρο των Λατίνων· μα η ιστορία την ανέδειξε ως πρωτεύουσα της ελληνικής συνέχειας στη Δύση — τη φλόγα που δεν έσβησε μέσα στα ερείπια της Αυτοκρατορίας…..

*Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο λινκ https://doxesdespotatou.com/oi-anafores-stin-onomasia-arta-ton-11-ka/

Στη φωτογραφία “Τρεις σκηνές από τον Madrid Skylitzes” (Σύνοψη Ἱστοριῶν, 12ος αιώνας, Biblioteca Nacional de España, Cod. Vitr. 26-2*).
Η θάλασσα, οι πορείες και οι τελετουργίες της βυζαντινής αυλής ζωντανεύουν μέσα από τις μινιατούρες — εικόνες ενός κόσμου που θα αναζητήσει νέα πατρίδα μετά το 1204.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην Ενετοκρατία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *