O Σικελός οικονομολόγος και καθηγητής X. Scrofani (1756-1835) πραγματοποίησε ένα ταξίδι στον ελλαδικό χώρο (1794-1795) και κατέθεσε ένα σπουδαίο πρωτότυπο κείμενο υπό μορφή επιστολών, λυρικό και καλογραμμένο. Aθεράπευτα γοητευμένος από τα αρχαία κείμενα αλλά και τα τοπία, ο Scrofani με το ονειροπόλο, όλο ποίηση και έξαρση, ύφος του συνοψίζει καλύτερα ολόκληρη αυτή την εποχή. Ταυτόχρονα συνυπάρχει αδρά στο κείμενο ένα κριτικό συγκριτικό σύστημα για τον σύγχρονο βίο των Ελλήνων. Oι πρωτότυπες επιστολές του με γλαφυρό λόγο και το πόνημά του για την οικονομική κατάσταση, το εμπόριο και άλλα στατιστικά στοιχεία, για τα Iόνια νησιά και τον ελλαδικό χώρο, κατατάσσουν το έργο του στην πιο σημαντική κοινωνιολογική μελέτη που συντάχθηκε, τότε, και παράλληλα στο πιο γοητευτικό ταξιδιωτικό χρονικό για τον Ελληνισμό, στα τέλη του 18ου αιώνα. Να πως παρουσιάζεται η πόλη της Άρτας στο ταξιδιωτικό χρονικό του Scrofani:
“……O Κόλπος της Άρτας που άλλοτε ονομαζόταν Κόλπος της Αμβρακίας, είναι σήμερα χωρισμένος στα δύο. Ο πρώτος παίρνει το όνομά του από την κύρια πόλη που βρίσκεται στ’ αριστερά του- την Πρέβεζα, απέναντι απ’ το Άκτιο και που είναι χτισμένη πάνω -σχεδόν- στα ερείπια της Νικόπολης. Από τον πρώτο κόλπο εισχωρούμε στο δεύτερο, που παίρνει, επίσης, τ’ όνομά του απ’ την πιο σημαντική πόλη, που την ονομάζουν «Άρτα».
Διαμέσου των δύο αυτών κόλπων διακινείται στην Ανατολή ένα σημαντικό εμπόριο με το οποίο και ασχολούμαι τώρα. Αν και η πόλη της Άρτας απέχει δώδεκα μίλια από τη θάλασσα, είναι -ωστόσο- εξαιτίας της θέσης της, ένα από τα κυριότερα εμπορικά κέντρα.
Βρίσκεται σε εύφορη πεδιάδα ανάμεσα στη θάλασσα και τα Γιάννενα (την πρωτεύουσα του γεωγραφικού αυτού διαμερίσματος) και είναι η ίδια αυτή που εξάγει και εισάγει τα εμπορεύματα, για τα οποία χρησιμοποιείται ως αποθήκη τους. Το μεγαλύτερο μέρος τους εξάγεται από τη Σαλαώρα (Salagora), που βρίσκεται στην παραλία, στο πιο κατάλληλο μέρος του Κόλπου. Απ’ εδώ οι εισαγωγείς φθάνουν στην Άρτα και, στη συνέχεια, στα Γιάννενα και την Αλβανία… Η Άρτα, για την οποία θέλω να μιλήσω εδώ, είναι η σπουδαιότερη πόλη, στην οποία στηρίζεται όλο το εμπόριο. Έχει 5.000 κατοίκους (………). Ο αέρας της είναι ανθυγιεινός το καλοκαίρι. Ο πληθυσμός της αποτελείται από λίγους Τούρκους, πολλούς αυτόχθονες Έλληνες, Εβραίους και ένα κάποιο αριθμό φυγάδων, από τούς όποιους οι πιο πολλοί είναι Βενετοί, που βρίσκουν εδώ άσυλο. Δεν υπάρχει παρά ένας μονάχα γαλλικός οίκος, που είναι εγκαταστημένος εδώ και ασχολείται με το εμπόριο.
Η Άρτα εξάγει πολλά εδώδιμα προϊόντα, τα όποια παράγει το έδαφός της. Τα κυριότερα είναι το σιτάρι, το καλαμπόκι, το κριθάρι, η βρώμη, τα φασόλια. Επειδή η καλλιέργεια αυτών των διαφόρων προϊόντων δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο, δεν είναι χρήσιμο να σταθούμε εδώ. Εκτός από τα προϊόντα πού βγάζει η γη, η Άρτα έχει δύο βιοτεχνίες, τη μια πιο σημαντική απ’ την άλλη. Η πρώτη είναι αυτή που παράγει σκούρα ή λευκή τσόχα, η οποία χρησιμοποιείται για να κατασκευάζουν μανδύες (πανωφόρια) και που οι ναυτικοί τα ονομάζουν «καπότα». Αν
και οι τσόχες αυτές εξάγονται όλες από το λιμάνι τής Άρτας, ωστόσο φτιάχνονται σε χωριά [του «Κράτους του Αλή-πασά»] απομακρυσμένα κατά δύο ή τρεις μέρες απ’ την πόλη αυτή. Η άλλη είναι μια φάμπρικα, που παράγει ένα παρόμοιο ύφασμα, που στην περιοχή το λένε «αλατζά» (Alagia). Ο τόπος που προμηθεύει το περισσότερο απ’ αυτό είναι τα Τρίκαλα. Υπάρχουν διάφορα είδη Αλατζά: μονάχα από βαμβάκι, από βαμβάκι και μετάξι μαζί, ή αποκλειστικά από μαλλί. Το τελευταίο αυτό είναι εξαιρετικό και χοντρό. Αν και μπορούμε να δούμε απ’ τον πίνακα που επισυνάπτεται (Πίν. I και II) ότι ή Άρτα δέχεται λιγότερα απ’ ότι εξάγει ο κόλπος της, δεν πρέπει, ωστόσο, να πιστεύουμε ότι αυτό το ενεργητικό ισοζύγιο είναι πραγματικό. Πρώτον γιατί, επανερχόμενοι στις πραγματικές αρχές για τις όποιες θα μιλήσω πιο κάτω, αυτό δεν μπορεί να συμβεί, και κατά δεύτερο λόγο γιατί -αν το καλοσκεφθούμε- τα εξαγόμενα εμπορεύματα δεν είναι προϊόντα που παράγονται αποκλειστικά και μόνο απ’ το έδαφός της αλλά κι από άλλους τόπους, οι οποίοι βρίσκονται σε μια απόσταση τριών ή τεσσάρων ημερών απ’ την Άρτα και τον κόλπο της. Στο κάτω-κάτω, όλο το εισαγωγικό εμπόριο δεν γίνεται στον κόλπο της Άρτας, αλλά πολλά εμπορεύματα διέρχονται απ’ τα εμπορικά κέντρα του Μεσολογγίου, της Ναυπάκτου (Lepanto), των Σαλώνων (Άμφισσας), των Θηβών, των Αθηνών, της Χαλκίδας (Negroponte) και της Λαμίας (Ζητούνι-«Ζεϊτούνιον»).
Ο κόλπος της Άρτας έχει, επίσης, πολλά δάση απ’ τα όποια άλλα μεν ανήκουν στο κράτος (την κυβέρνηση) άλλα δε σε Ιδιώτες. Ο ναύσταθμος της Μάλτας έπαιρνε, άλλοτε, πολλή ναυπηγήσιμη ξυλεία διαμέσου ουδετέρων πλοίων, αλλά -εδώ κι’ ένα αιώνα περίπου- φαίνεται πώς οι Γάλλοι ασχολούνται αποκλειστικώς με το εμπόριο αυτό για το σταθμό της Τουλόν. Τα δάση αυτά έχουν λευκές βελανιδιές και μια μικρή ποσότητα φτελιάς. Μια εταιρεία Γάλλων εμπόρων για να έχει την άδεια υλοτόμησής τους πληρώνει στον Πασά των Ιωαννίνων 20.000 περίπου τούρκικα πιάστρα το χρόνο. Η τιμή για κάθε κυβικό πόδι που παραδίδεται πάνω στο πλοίο μπορεί να φθάνει, τους τριάντα -περίπου- παράδες. Οι Τούρκοι αγνοούν την τέχνη της διατήρησης ή της κοπής των δασών και τ’ αφήνουν είτε να χάνονται απ’ το γήρας ή να υλοτομούνται -στο μέσο της ηλικίας τους— από το τσεκούρι ενός άπληστου χωρικού….” (Πηγή : VOYAGE EN GRÈCE DE XAVIER SCROFANI SICILIEN, FAIT EN 1794 ET 1795. TRADUIT DE L’ITALIEN PAR J.F.C. BLANVILLAIN TRADUCTEUR DE PAUL ET VIRGINIE. TOME PREMIER [TOME SECONDE] [TOME TROISIÈME]. AGRICULTURE ET COMMERCE], Saverio Scrofani, Paris – Strasbourg, 1801)