
————–
Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 πέρασε από την Άρτα ένας Αμερικανός ταξιδιώτης, ο Frederic Will, ο οποίος αργότερα κατέγραψε τις εμπειρίες του από το ταξίδι του στην Ελλάδα στο βιβλίο του FROM A YEAR IN GREECE. Να πως περιέγραψε το πέρασμά του από την πόλη μας :
“Θα αναφερθώ μόνο σε δύο στοιχεία της Άρτας που τα θυμάμαι και έχουν νόημα : το καθένα, με τον τρόπο του, με φέρνει πίσω στο ζήτημα της παράξενης γαλήνης αυτής της πόλης. Ωστόσο, πριν ειπωθούν περισσότερα, να κάτι θετικό: το κέντρο της Άρτας σφύζει από ζωή. Ο κεντρικός δρόμος είναι γεμάτος με μικρά καταστήματα: χαρτοπωλεία, μπακάλικα, οπωροπωλεία, κρεοπωλεία — όλα ανακατεμένα το ένα με το άλλο. Υπάρχει μεγάλη κίνηση από κατάστημα σε κατάστημα, καθώς αποφασιστικές νοικοκυρές περπατούν στα στενά σοκάκια κουνώντας τις τσάντες τους. Κάρα που τα σέρνουν γάιδαροι διασχίζουν με θόρυβο το δρόμο, κουβαλώντας νηφάλιους αγρότες. Άνθρωποι φωνάζουν κάτω στο δρόμο από τα παράθυρα, άλλοι παζαρεύουν με θόρυβο στα καταστήματα. Στη μέση αυτής της ζωτικότητας βρίσκονται πολλές γωνιές σκιάς και ακινησίας. Αυτές μπορεί να είναι μεγάλα, δροσερά καφέ, μικρές επιχειρήσεις. Ή έτσι φαίνονταν. Τα συναντούσα στις πολλές πλατείες της πόλης. Τα καφενεία ήταν σκοτεινά, εκτός από τα στρογγυλά, μαρμάρινα τραπέζια σε σχήμα δίσκου, όπου καθόμουν αμέσως μπαίνοντας. Μερικοί ηλικιωμένοι κάθονταν για καφέ και εφημερίδες, αλλά δεν ήταν εμφανής η οχλοβοή των ζαριών από ταβλαδόρους, όπως για παράδειγμα, στα Τρίκαλα. Γενικά προέδρευε ένας πολυάσχολος σερβιτόρος, με λευκά ρούχα. Το καφέ ήταν ένα είδος καταφυγίου.
Υπήρχαν άφθονα δέντρα και στην Άρτα, που σκόρπιζαν μια σκιερή γαλήνη σε πολλούς μικρούς δρόμους, και πάνω από τα παγκάκια στις πλατείες. Σε αυτές τις πλατείες κάποιος μπορούσε να καθίσει και να χαζέψει τριγύρω, απολαμβάνοντας τη δύναμη του ήλιου με τη μορφή της ομορφιάς, όχι της θερμότητας. Αυτό ήταν δυνατό ακόμη και σε μερικά από τα καταστήματα. Στην Άρτα κατασκευάζονται και πωλούνται πολλά κουδούνια προβάτων, κυρίως από τεχνίτες των οποίων τα αμόνια βρίσκονται στο πίσω μέρος των καταστημάτων τους. Στις μακριές, πολυσύχναστες, μουχλιασμένες εγκαταστάσεις τους είναι δροσερά -εκτός αν το αμόνι ξερνάει φωτιά. Καθώς περνούσα ακόμα και από τους πιο πολυσύχναστους δρόμους, παρατηρούσα καταστηματάρχες στις ήσυχες γωνιές της ιδιοκτησίας τους σαν ακίνητες αράχνες που τα παρακολουθούσαν όλα.
Δεν υπήρχε όλη η γαλήνη στην Άρτα στο κέντρο της πολύβουης πόλης. Τα περίχωρα —σπάνια πάνω από πέντε τετράγωνα μακριά από τον κεντρικό δρόμο— απλώνονταν στην ανοιχτή ύπαιθρο και με οδήγησαν σε γωνιές της πόλης όπου όλα ήταν τόσο ακίνητα, που φαινόταν ότι καμία ζωή δεν είχε υπάρξει εκεί για αιώνες. Μια περίεργη ατμόσφαιρα πριν από την μεγάλη έκρηξη σε αυτούς τους δρόμους, όπως όταν ένα μεγάλο κύμα χτύπησε τη Νότια Καρολίνα. Φυσικά δεν υπήρχε τίποτα Γεωργιανό εδώ. Τα σπίτια ήταν ασβεστωμένα, μονώροφα. Οι πρασιές ήταν μικρές. Σε κάποια παράθυρα ήταν αραδιασμένα αποξηραμένα φρούτα. Οι δρόμοι ήταν στενοί και χωμάτινοι.. Τα λουλούδια έκαναν ότι μπορούσαν για να δώσουν και να κρατήσουν έναν εντυπωσιακό τόνο τριγύρω. Οι πικροδάφνες απλώνονταν άφθονες δίπλα στα σπίτια, αγκαλιάζοντας τον χωματόδρομο και αρωματίζοντας τον αδιάφανο ουρανό, θέλοντας παραδόξως, να τονίσουν την ορατή έντασή του.
Η εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας βρισκόταν στο τέλος ενός από αυτούς τους πίσω δρόμους, σχεδόν βυθισμένη μέσα σε λευκές και ροζ πικροδάφνες. Καθώς πλησίαζα στην εκκλησία, ο δρόμος στένευε, γινόταν κάτι περισσότερο από ένα μονοπάτι. Αυτή το στενότητα του χώρου μπροστά μου, καθώς περπατούσα, συνέπεσε με μια μουνταμάρα στον αέρα. Υπήρχε η αίσθηση ότι περπατάς προς ένα απροσδιόριστο αισθησιακό κέντρο. Μια μικρή πύλη χώριζε τον δρόμο από τον περίβολο της εκκλησίας. Την άνοιξα και μπήκα μέσα. Φωτεινή η εκκλησία, άστραψε μπροστά στα μάτια μου και με ζάλισε με τους λαμπρούς λευκούς τοίχους της. Καμία εκκλησία στην Ελλάδα δεν είναι τόσο φωτεινή στον ήλιο. Σε αυτόν τον αστραφτερό αέρα τα λουλούδια, ακόμη και στα πλάγια της εκκλησίας, κρέμονταν τέλεια, ακίνητα. Τα πουλιά, σκορπισμένα στον αέρα, ήταν κι αυτά ακίνητα. Έμεινα, σχεδόν ακίνητος, εκείνη τη στιγμή όπου συγκεντρώθηκε όλη η έντονη σιωπή της Άρτας…..”(Πηγή : FROM A YEAR IN GREECE, Frederic Will, University of Texas Press, 1967)
Στη φωτογραφία “Η οδός Σκουφά την δεκαετία του 1970, μπροστά από τον Άγιο Δημήτριο. Δεξιά, με την ταμπέλα GRUNDIG το κατάστημα των Αδελφών Τσιρώνη όπου η νεολαία της εποχής “έγραφε” κασέτες μουσικής και αγόραζε δίσκους.
(Η φωτογραφία είναι του Γιάννη Νίκα)
