“Οί τσοπάνηδες τών Τζουμέρκων, καθώς καί εκείνοι πού φυλάνε τά κοπάδια τους γύρω άπό τά Γιάννινα παίζουν αυλό, (στα ελληνικά φλογέρα, στά άλβανικά fuol) πού μοιάζει μέ εκείνον πού περιγράφει ό Θεόκριτος στο ότι έχει έννιά τρύπες άπ’ τή μία μεριά και είναι κλεισμένος λίγο και άπό τις δυό άκρες μέ κερί. Άλλά μερικές από τις φλογέρες πού χρησιμοποιούν τώρα στην ’Ήπειρο έχουν μια άσυνήθιστη κατασκευή πού δέν έχει παρατηρηθή άπό κανένα συγγραφέα: γίνονται άπό τά κόκκαλα των ποδιών όρνιου ή άετού πού είναι μεγάλης αντοχής και μεγέθους και μπορεί νά μετατραπούν σέ τσοπάνικη φλογέρα. Τό ύλικό αυτό μπορεί νά είναι περισσότερο κοινό τώρα παρά στούς άρχαίους καιρούς διότι τό μπαρούτι έχει δώσει στούς άνθρώπους την δύναμη νά σκοτώνουν τέτοια πτηνά εύκολώτερα άπ’ ότι θά τά σκότωναν τότε μέ τά βέλη. Στα όρεινά λιβάδια, σέ κάθε μέρος τής Ελλάδος μπορεί κανείς νά άκούση τόν μελωδικό τόνο τής φλογέρας των τσοπάνηδων, όπως ό ίδιος ό ποιητής περιγράφει, άνάμεικτο μέ τό μουρμούρισμα των νερών και τό ψιθυρισμό των ανέμων άνάμεσα άπό τά δένδρα. Ό Θεόκριτος, άναφερόμενος ειδικά στο πεύκο, λέγει ότι παράγει αυτόν τόν ήχο. Καί τό πεύκο είναι, χωρίς άμφιβολία, τό πιο ψιθυριστικό δέντρο. Είναι όμως άπορίας άξιον ότι ό Θεόκριτος δέν παρατήρησε επίσης καί τήν άρωματική μυρωδιά πού βγάζει τό πεύκο τό καλοκαίρι……” (Πηγή William Martin Leake, Travels in Northern Greece, I-IV, Λονδίνο 1835, σε μετάφραση του Π. Καραγιώργου όπως δημοσιεύτηκε στην Ηπειρωτική Εστία , τχ. 237-238, 1972)
Στη φωτογραφία του Dmitri Kessel “ 1944, Παιδί και βοσκός παίζοντας φλογέρα“ (Πηγή : Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ)- Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) )