«Η Πλάκα» είναι ο τελευταίος συνοικισμός των Ραφτανιτών, καθώς κατεβαίνουμε προς τον Άραχθο, κι ο πρώτος όταν, από το δημόσιο δρόμο Ιωαννίνων – Άγναντων και από τη θέση της γέφυρας «Μπέλεϊ» κατευθυνόμαστε προς Ραφτανιάτικα.
Απλώνεται δίπλα στον Άραχθο ποταμό – αντικρινός με το Ξηροβούνι, το χωριό Μονολίθι – και ενώνεται με την απέναντι όχθη με το ιστορικό, τοξωτό Γεφύρι της Πλάκας. Είναι ο νεότερος συνοικισμός των Ραφτανιτών που αναπτύχθηκε μετά την προσάρτηση του τόπου στο Ελεύθερο Ελληνικό Κράτος (1881). Ο μισός χώρος του συνοικισμού ανήκε στο Μοναστήρι του Μουχουστίου και αποδόθηκε στους κατοίκους που κατέβαιναν εκεί. Ο άλλος μισός ανήκε σε Αγναντίτες, που τον πούλησαν στους πρώτους «Πλακιώτες».
Το όνομα «Πλάκα» δόθηκε στο συνοικισμό από την απέναντι «πλαχανίδα» στην Ανατολική πλαγιά του Ξηροβουνίου, πάνω από τη θέση Στενό. Κάποτε στα περασμένα χρόνια, ύστερα από δυνατή νεροποντή, σημειώθηκε εκτεταμένη κατολίσθηση στο Ξηροβούνι κι αποκαλύφτηκε μεγάλη πετρώδης ασβεστολιθική έκταση (πλακανίδα ή πλάκα). Είπαν πως ήταν θαύμα – τιμωρία της Παναγίας της Μουχουστιώτισσας, γιατί κάποιοι ασεβείς έδιωξαν τα παιδιά της απ’ το βουνό. Από τότε, όλος ο χώρος απ’ την έξοδο του Αράχθου απ’ το Στενό μέχρι εκεί, που σήμερα είναι η σιδερένια γέφυρα, ονομάζεται «Πλάκα» και το ίδιο όνομα πήρε κι ο νέος συνοικισμός.
Η περιοχή της Πλάκας (Ξηροβούνι, χωριό Βροδό, παλιά τοξωτή γέφυρα, Άραχθος ποταμός, συνοικισμός της Πλάκας, Μοναστήρι, Ραφτανίτης ποταμός, Φράστα Αγναντών κ.λπ.) είναι από τα πιο στρατηγικά σημεία των Τζουμέρκων, γιατί ελέγχεται η είσοδος σ’ αυτά κι από εκεί ο δρόμος προς την Άρτα, αλλά και προς το Βάλτο, τα Άγραφα και τη Θεσσαλία………………………….
Γυρίζοντας κανείς στον προηγούμενο αιώνα και στους χρόνους, που η μεγαλύτερη περιοχή των Τζουμέρκων απόκτησε τη Λευτεριά της από τους Τούρκους (1881), πληροφορείται πως η Πλάκα τότε είχε μεγάλη σημασία για τον Ελληνικό Στρατό.
Γρήγορα στην Πλάκα χτίστηκε Στρατώνας, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμη συνοριακή φρουρά, η οποία «ήλεγχε» την διάβαση της γέφυρας (η τοξωτή παλιά γέφυρα) και άγρυπνα επιτηρούσε το απέναντι (στο χωριό Βροδό) φυλάκιο (το καρακόλι) του Τουρκικού στρατού. Στον ίδιο χώρο λειτουργούσε και τελωνειακός σταθμός και οι υπάλληλοί του έκαναν έλεγχο στα διάφορα προϊόντα, που οι κάτοικοι και οι καταστηματάρχες διακινούσαν μεταξύ των συνόρων. Αναφέρεται δε ότι στον ίδιο χώρο τα χρόνια εκείνα, είχε κτιστεί και ανήκε στο Μοναστήρι του Μουχουστίου και Πανδοχείο (Χάνι) για τη διαμονή και εξυπηρέτηση ταξιδιωτών και μεταφορικών ζώων (άλογα, μουλάρια κ.λπ.)…….
Η παλιά στρατώνα, το φυλάκιο στη γέφυρα, οι σκοπιές, το τελωνείο και το χάνι της Πλάκας έχασαν την ιδιαίτερη σημασία, που είχαν στην συνοριακή γραμμή, ύστερα από την απελευθέρωση και την υπόλοιπης Ηπείρου στον πόλεμο του 1912-1913. Αφού έχασε τον προορισμό της η Στρατώνα, πουλήθηκε στην οικογένεια Παπαθεοδώρου (Ιωάννης και γιος του Γιώργος) η οποία είχε και σημαντική κτηματική περιουσία στην περιοχή του συνοικισμού. Αργότερα ο Γεώργιος Ιωάννη Παπαθεοδώρου στο χώρο της παλιάς στρατώνας (χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη) έχτισε καινούργιο οίκημα, όπου για πολλά χρόνια συντηρούσε καφενείο και κατάστημα γενικού εμπορίου (αλεύρια, λάδια, είδη παντοπωλείου κ.λπ.), εξυπηρετώντας τους συνοικισμούς της Κοινότητας Ραφταναίων και τους διερχόμενους πεζούς, αγωγιάτες και καβαλάρηδες, που κατευθύνονταν προς τα επάνω Τζουμερκοχώρια (Κτιστάδες, Πράμαντα, Μελισσουργοί, Βλαχόρραχη). Από την εποχή, που λειτούργησε συστηματικά η συγκοινωνιακή γραμμή (λεωφορεία, φορτηγά κ.λπ.) προς την Άγναντα και Πράμαντα αλλά και προς Καταρράκτη και Βουργαρέλι (αρχές της δεκαετίας του 1960) το κατάστημα του Γιώργου Παπαθεοδώρου στο συνοικισμό της Πλάκας, όπως ήταν φυσικό, υποβαθμίστηκε. Αμέσως ο δυναμικός και πάντα εργατικός Γιώργος μετακινήθηκε στην καινούργια γέφυρα της Πλάκας, έχτισε καινούργιο μαγαζί και εξακολούθησε να εργάζεται με όρεξη και ζήλο….. (Πηγή : ΟΙ ΡΑΦΤΑΝΑΙΟΙ, Δ. Ι. Παπαδημητρίου, Ιωάννινα, 1998).
Στη φωτογραφία, από το ίδιο βιβλίο, η συνοικία της Πλάκας από μακριά….
