“Το χωριό Χόσεψη, παλιά, δεν ήταν του αφέντη, ούτε του πασά.
Ήταν των ανθρώπων του. Ασκλάβωτο και απούλητο.
Αργότερα κάποιος μουχτάρης του χωριού – άλλος Εφιάλτης ή Πήλιο Γκούσης – πήγε και το πούλησε στον Πασσά των Ιωαννίνων. Ο Πασσάς, σε ανταμοιβή, τον έβαλε γενικό διαχειριστή. Ο μουχτάρης αυτός λεγόταν «Κουτσοπάνος», ήταν σκληρός και άπληστος. Οι κάτοικοι, τρέμοντας τη σκλαβιά των Τούρκων, δεν μπορούσαν ν’ αντισταθούν στον αντιπρόσωπο «Κουτσοπάνο».
Υπήρξαν όμως και δύο τολμηροί πατριώτες, ο Κωνσταντίνος Τόσκας και ο Τριάντος, που ήταν κλέφτες και μετά αρματωλοί. Αυτοί δεν ανέχονταν τη σκλαβιά και περίμεναν να βρουν ευκαιρία να εκδικηθούν. Και η ευκαιρία δεν άργησε να βρεθεί.
Ο «Κουτσοπάνος» ξεκίνησε με το μουλάρι του φορτωμένο με βούτυρα, μέλια κλπ., να πάει στον Πασσά στα Γιάννενα, να του τα προσφέρει δώρα. Τα δυο παλικάρια του έκαναν καρτέρι (ενέδρα) στην Αγία Παρασκευή του «Καστριού». Τον πυροβόλησε ο Τριάντος. Τον πλήγωσε στον λαιμό. Το τραύμα ήταν ελαφρό. Το έδεσε με το μαντήλι του, γύρισε σπίτι του, διηγήθηκε το συμβάν και έλεγε πως δεν τον κολλάνε τα βόλια αυτόν.
Όταν έγινε καλά, φόρτωσε πάλι το μουλάρι του και κίνησε να πάει στον Πασσά από άλλο δρόμο. Για να χαθεί μάλιστα ο «σκοπός», κίνησε από βραδής να κοιμηθεί στο μοναστήρι Ευαγγελίστρια (Βαγγελίστρα), λέγοντας πριν ξεκινήσει ότι τάχα πάει να κάνει λειτουργία. Οι πατριώτες το κατάλαβαν. Του έκαναν πάλι καρτέρι δώθε από το ρέμα, πριν φτάσει στο μοναστήρι, έξω από το σπίτι του Φώτη Αγγέλη. Του ’ριξε ο Τόσκας και τον άφησε νεκρό.
Και γι’ αυτό η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε «Μπινακάτος» (Μπίνα-κάτω), που στη γλώσσα τους τότε ήθελαν να πουν ότι τον χτύπησε μία (μπίνα) και έπεσε κάτω. Όταν έπεφτε νεκρός, ο Τόσκας του φώναξε:
«Έτσι κολλάνε τα βόλια του Τόσκα».
Το μουλάρι γύρισε φορτωμένο στο σπίτι, χωρίς τον αφέντη του. Πήγαν οι συγγενείς και τον βρήκαν σκοτωμένο. Οι αρματωλοί Τόσκας και Τριάντος έφυγαν για τα Άγραφα και εξακολούθησαν την εθνική τους δράση.
Αλλά, καίτοι σκοτώθηκε ο «Κουτσοπάνος», ο προδότης, το κακό έγινε. Το χωριό πουλήθηκε και οι διάφοροι πασσάδες διόριζαν τους λεγόμενους «μουρτζήδες» να εισπράττουν το «ίμουρο» (γεώμορο) (στα δέκα δύο) και τον φόρο του βασιλιά (Σουλτάνου) στα δέκα ένα, κι ο κόσμος υπέφερε και πάλι τρομερά.
Κι όμως, η μνήμη έμεινε.
Γιατί οι τόποι θυμούνται.
Και οι ιστορίες αυτές δεν λέγονται για εκδίκηση, αλλά για να μη ξεχαστούν ποτέ”. (Πηγή : ΧΟΣΕΨΙΣ, Ν. Τόσκα, Αθήναι, 1964. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Αλέξη Κουτελίδα που μου έστειλε αυτό το δυσεύρετο πλέον βιβλίο).
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο δημιουργήθηκε με ΑΙ.
