“Όταν ο φοβερός Αλή Πασάς κατέστησε υποτελείς στην ηγεμονία του τον Αμβρακικό, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, την Θεσσαλία και τη Μακεδονία ακόμα, η Άρτα πέρασε πολύ άσχημες μέρες. Ο εξανδραποδισμός που έδινε κι έπαιρνε, πριν ακόμα κι από τον Αλή, επί της ηγεμονίας αυτού πήρε ένα χαρακτηρισμό περισσότερο βάρβαρο και απάνθρωπο.
Τα παιδιά των ραγιάδων δεν αρπάζονταν, για να γίνουν οι ευσταλείς Γενίτσαροι μόνον, αλλά και όταν τύχαινε να είναι ευτραφή και όμορφα, για να θεραπεύουν τις διεστραμμένες επιθυμίες των κατακτητών. Πολλές τέτοιες αρπαγές είχαν γίνει από τους Τούρκους και πολλά παιδιά στόλισαν τα χαρέμια των έκφυλων αγάδων.
Έτσι και ο Θανάσης, ο Άρτας επωνομασθείς, ο γιός ενός φτωχού εργάτη από την Άρτα, είχε την ατυχία ν’ αρπαχτή από τους ανθρώπους του Αλή και να ζήση κοντά του πολλά χρόνια. Μέσα στο βάρβαρο περιβάλλον που μεγάλωσε, αντικείμενον των κτηνώδικων πόθων του αφέντη του, δεν μπορούσε να μην αποχτήση όλα τα ελαττώματα του τυράννου του και την άλογη ομοιότητα και απανθρωπιά του.
Όταν ο Θανάσης έγινε άντρας, ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του, διορίστηκε διοικητής της Άρτας. Το πατρικό του όνομα το είχε ξεχάσει, όπως και είχε λησμονήσει την καταγωγή του και όλους τους φυλετικούς και συγγενικούς δεσμούς του με τους Αρτινούς.
Η Άρτα την εποχή εκείνη ήκμαζε οικονομικώς. Ένα λαϊκό τραγούδι των χρόνων εκείνων λέγει: “Η Άρτα ‘ναι χρυσός μπαξές, Κλουβί με πέντε αηδόνια…”
Ο κάμπος της είχε πλούσια βλάστησι, χάρις στον Άραχθο. Οι Αρτινοί, όπως και όλοι οι ραγιάδες, ήταν τα παραγωγικά χέρια της Τουρκίας. Αυτοί ήταν γεωργοί, αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες. Οι δε Τούρκοι ήταν αφεντάδες και στρατιωτικοί. Περνούσαν τον καιρό τους γυμναζόμενοι στα όπλα και σταυροπόδι στον καφενέ ρουφώντας μακαρίως τον ναργιλέ τους.
Ο Θανάσης εγκαταστάθηκε στο σεράγι του, κοντά στο Μοχούστι. Είχε για οικονομικό του σύμβουλο τον εβραίο Μπέσο και βοηθούς τους εμπίστους, έναν Γιάννη Μπαγιάκα και το γυιό ενός παπά- Ζαφείρη ονόματι.
Είναι παρατηρημένο ότι όταν κυβερνάει η τυραννία, οι κυβερνούμενοι, ανάλογα με το χαρακτήρα τους ή θα σκύψουν το κεφάλι και θα δεχτούν υπομονητικά όλα τα χτυπήματα, ή θα επαναστατήσουν και θα πάρουν τα βουνά ή τέλος, θα γίνουν κόλακες των τυράννων. Οι τελευταίοι αυτοί είναι οι περισσότερο επικίνδυνοι. Η ανθρωπότης όσα δεινά υπέστη από τους τυράννους, κατά περισσότερο λόγο τα οφείλει στους κόλακες αυτούς συμβούλους τους.
Έτσι λοιπόν, ο αισχρός και ωμός Θανάσης, υπό την επίδρασι του τοκογλύφου εβραίου Μπέσου και των δυο μυστικοσυμβούλων του, διοίκησε την Άρτα, έχοντας ως πρότυπο τη διοίκηση του Αλή Πασά. Σκότωνε και φυλάκιζε κοσμάκη, δήμευε περιουσίες και ατίμαζε γυναίκες. Ο λαός βογγούσε κάτου από την κτηνωδία του.
Τότε ακριβώς, έπεσε στην Άρτα και η φοβερή αρρώστια, η πανούκλα. Ο κοσμάκης πέθαινε αράδα. Το κακό απλώνονταν από άκρη σε άκρη. Έφευγαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους, γυρεύοντας προστασία στα μοναστήρια και στις εκκλησίες. Γέμισε η Κάτω Παναγιά και το Θεοτοκιό αρρώστους, γέμισαν οι περίβολοι όλων των εκκλησιών. Τρεις χιλιάδες ψυχές, λένε, πως θέρισε η αρρώστεια.
Αυτή η συμφορά που μπορούσε , αν όχι να συγκινήση, να φοβίσει τουλάχιστον το θνητό διοικητή της Άρτας, απεναντίας τον εξαγρίωσε ώστε να βοηθήση το θανατικό. Μάζεψε γερούς κι αρρώστους μαζί, εκατό περίπου οικογένειες και τους έρριξε μέσα στη μάντρα της Αγίας Οδηγητρίας. Εκεί τους παράτησε χωρίς περίθαλψη, νηστικούς και διψασμένους. Τα βογγητά και οι θρήνοι γέμιζαν τον αέρα, μαζί με την αποπνικτική βρώμα που έβγαινε από τα άταφα πτώματα. Όπως ήταν επόμενο, από τις εκατό οικογένειες δεν επέζησε κανένας. Όλοι πέθαναν φριχτά μέσα στην ακαθαρσία και την εγκατάλειψι. Αλλά εκτός απ’ αυτούς, η αρρώστια θέριζε την πόλη επί δεκατέσσερους μήνες…….” (συνεχίζεται) [Άρθρο με ομώνυμο τίτλο, του δικηγόρου Νίκου Παγουλάτου, που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα, στη στήλη ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, την 1η Απριλίου 1935]
Στη φωτογραφία το σεράγι του Αλή Πασά στην Άρτα σε σκίτσο του Charles Robert Cockerell το 1813 – Palace of the Vizier, Arta – Samuel Pepys Cockerell (ed.), ‘Travels in Southern Europe and the Levant, 1810-1817. The Journal of C. R. Cockerell, R.A.’ (1903, Reprinted 1999) (Πηγή : https://www.britishmuseum.org/)