Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ

“…..Μπάλωσε μια κάλτσα και κανά δυο φανέλες στο φως του τζακιού κι απ’ έξω το χιόνι, γυάλινο πια, είχε καλύψει για τα καλά πέτρες, πουρνάρια και ρίζες. Άπλωσε τα πόδια της στην αρχή της φωτιάς, ίσιωσε την πλεξίδα της κάτω απ’ το μαντήλι, έλυσε την ποδιά. Αποκοιμήθηκε γρήγορα. Ξύπνησε νύχτα από ένα φως άστραφτε μπλε, σχεδόν παραμυθένιο. Διαγώνια στο νάιλον είχε γεμίσει το φεγγάρι, μπλε στο κέντρο και στη άκρη ασημένιο. Σα λαμπερό άστρο, είπε δυνατά και έκανε τον σταυρό της. Όπως ήταν σκεπασμένη κρύωνε. Σηκώθηκε στα σκοτεινά, έριξε ένα σάλι πάνω απ’ το μαντήλι, φόρεσε τη χοντρή της ζακέτα και μετά τις γαλότσες, πήρε το ξύλο της και βγήκε στο λαμπερό χιόνι. Πάνω απ’ το κεφάλι της ακίνητα, χιλιάδες παγωμένα αστέρια άστραφταν ατελείωτα στον ουρανό και της φώτιζαν τον δρόμο. Ξαστεριά μες τον Νοέμβρη!
Τα πόδια της άνοιγαν αργά βαθιές τρύπες στο πάχος του χιονιού, στεκόταν δυο λεπτά στη θέση της ασάλευτη, χάζευε τον έναστρο θόλο και ύστερα ετοίμαζε το επόμενο βήμα. Όμορφη που ‘ναι η νύχτα, σκέφτηκε και συνέχισε να σκάβει μες το χιόνι. Έτσι, διέσχισε αργά ολόκληρο τ’ αλώνι ως πέρα τα γκρεμίσματα. Κάποτε εδώ κατοικούσαν γείτονες, κόσμος καλός, αντάμωναν σε γιορτές και πένθη και έπαιζαν μαζί τα παιδιά τους, μα τώρα τούτος ο τόπος πλάκωσε σπίτια κι ανθρώπους, χάθηκε και η τελευταία της παρέα. «Δεν θα ξαναρθούνε άνθρωποι εδώ πάνω» φώναξε δυνατά η γριά και βούλιαξε μονάχη και αβοήθητη στο χιόνι…………….΄
Έσυρε απ’ την τριχιά την κατσίκα της, σχεδόν αγκαλιά, ως μέσα στο σπίτι, της σκούπισε χιόνια και υγρασία και άρχισε να της μιλάει. Απ’ τις φλόγες του άγνωστου χώρου η γίδα τρόμαξε, μα γρήγορα ξεθάρρεψε σα ζεστάθηκε και έφερε χαρούμενες βόλτες μες το δωμάτιο. «Δε μιλάς και συ, γρι από λέξεις καταλαβαίνεις, μα δεν πειράζει. Ακούω την ανάσα σου και αυτό φθάνει. Υπάρχει ένας παράξενος βυθός για μένα στο μυαλό μου. Από καιρό κοιμάμαι στο ενδιάμεσο θανάτου και πραγμάτων κι ύστερα, ξύπνια, ονειρεύομαι εκείνα που κάποτε είχα, όλες τις περασμένες παρουσίες. Ώρες-ώρες κάτι μες το μυαλό μου βουίζει και γίνεται ανυπόφορο, μα υπάρχουν και φορές που εκεί μέσα κατοικεί ένα πουλί, σαν τα αηδόνια από εκείνα τα υπέροχα τραγούδια, ένα τόσο δα πουλάκι, βγαίνει μες το καταχείμωνο χρωματίζοντας τον μαύρο ουρανό, λυγίζει το κλαδί στον παγωμένο φράχτη και γίνεται άνοιξη. Ξέρω πως εδώ στο σπίτι η μυρωδιά του ξύλου αύριο θα καεί και αυτή, και τότε όλα θα παγώσουν. Μέχρι να γίνει αυτό, μονάχη περπατώ πάνω-κάτω στην κάμαρα και ο χρόνος μου, θαμμένος κάτω από τόσο καυτό χιόνι, έγινε από καιρό κάτασπρος και ανυπόφορος. Μα να, η καρδιά μου ακόμη σαλεύει, ημίκλειστη μες το πλατύ φεγγάρι κι αυτού του χειμώνα, παρέα με ένα τόσο δα αστέρι. Να κοίτα της λέω, η νύχτα γίνεται ξαφνικά πλωτή, ένα υγρό μπλε μαγικό φως την φωτίζει, και έτσι χωνεύεται ευκολότερα ως το ξημέρωμα». Δέκα μέρες έμειναν γίδα και γριά μαζί μες το σπίτι και κάπως έτσι θα περνούσε και τούτος ο χειμώνας…..
(Από το πολύ όμορφο χρονογράφημα της Νίκης Κόλια με τίτλο ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ 03, Η ΑΡΚΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ, όπως δημοσιεύτηκε στο Protagon.gr στις 23 Νοεμβρίου 1913. Μπορείτε να διαβάσετε όλο το άρθρο στο λινκ https://www.protagon.gr/…/tzoumerka-3-0-i-arkouda-tis… )

Η φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα με τίτλο « Δουλειές του σπιτιού πριν τους κλείσει ο καιρός» είναι από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ.

Δημοσιεύθηκε στην Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *