“Ένας φίλος μου στρατιώτης με πήρε σπίτι του και μου έδωσε μια καμαρίτσα. Η νοικοκυρά του, η κυρά Κωνστάντζα, έκαμε ότι μπορούσε για να με περιποιηθεί. Στην αυλή έπαιζαν ένα σωρό παιδιά (Φωτογραφία αριθ. 2). Παιδιά και παιδιά στην Ήπειρο. Ο τόπος γεμάτος!…”
