“Όλα κι όλα τέσσερα σπίτια ήταν στην Κόπραινα, το καφενείο, που ήταν και μπακάλικο και κουρείο κι εστιατόριο κι εμπορικό. Και το τελωνείο ψηλό, επιβλητικό, δυνατό. Με χοντρά ντουβάρια, πέτρινες σκάλες και μεγάλες αποθήκες στο ισόγειο. Παράθυρα με σκαλιστό λιθάρι στις καμάρες και χοντρά κάγκελα. Γι ασφάλεια. Τα εμπορεύματα δηλαδή να ναι ασφαλισμένα. Κι ένα γύρω, η απόλυτη άπλα. Ο ουρανός η θάλασσα κι η γη. Στο ίδιο επίπεδο όλα αφού όταν έβρεχε καμιά φορά, απ’ εκείνες τις ξαφνικές μπόρες του καλοκαιριού, ξέρετε, που κρατάνε δέκα λεπτά, το νερό σκέπαζε τούτη την ξερή γη, την επίπεδη, έτσι που γινόταν ένα με τη θάλασσα. Και τότε έβλεπες τούτα τα έξι σπίτια σαν να πλέουν πάνω στο νερό. Και μακριά το φάρο που ήταν στην άκρη τούτης της ισόπεδης γης, ν’ αρμενίζει σαν καράβι …
Στο τελωνείο έφευγαν μέσα στις αποθήκες οι σιδερένιες ράγες, πέρναγαν κάτω από την κεντρική πόρτα με την πέτρινη καμάρα, έβγαιναν έξω κι έφταναν ίσαμε με το μώλο. Απάνω τους οι χαμάληδες με τα μαντήλια στο κεφάλι και τα χρωματικά πουκάμισα με τις ιδρωμένες μασχάλες, κυλούσαν τα βαγόνια και φόρτωναν τα εμπορεύματα απ’ τα βαπόρια που έρχονταν από τον Πειραιά. Σακιά με αλεύρια, ζάχαρες, καφέδες, ρύζια, φασόλια, φακές, όσπρια, γενικώς…. Όταν έρχονταν τα βαπόρια από την Πρέβεζα άραζαν μακριά. Δεν έπιαναν στο μώλο, ήταν ρηχά, γι’ αυτό πήγαιναν οι μαούνες και πλεύριζαν για να φορτώσουν τα εμπορεύματα. Το ίδιο κι οι βάρκες για να πάρουν τους επιβάτες…..” (Πηγή : Λεύκωμα ΚΟΠΡΑΙΝΑ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ, Ε. Ιντζέμπελης, Άρτα, 2008
Στη φωτογραφία του Volker Möller, ένα από τα κτήρια του τελωνείου το 1980, πριν την αναστήλωσή του.
