P. Quillard – “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE” (1ο μέρος)

Ο Pierre Quillard, ανταποκριτής του περιοδικού “L’lllustration” στον πόλεμο του 1897, καταγράφει την εμπειρία του στο τεύχος n° 2823 (3-4-1897), σσ. 255. Ο Quillard ξεκινά το οδοιπορικό του προς το μέτωπο από το Μεσολόγγι , όπου έφτασε στις 19 Μαρτίου 1897.

“ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

Η συγκέντρωση των ελληνικών στρατευμάτων στα σύνορα συνεχίζεται με όση ταχύτητα επιτρέπουν η ανεπάρκεια των συγκοινωνιών και η κακή κατάσταση των δρόμων. Από την Αθήνα προς τη Θεσσαλία, είναι ακόμη σχετικά εύκολο να μεταφερθούν άνδρες και πυρομαχικά με πλοίο ως τον Βόλο, και από εκεί με το τρένο προς τη Λάρισα, τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα· όμως για να φτάσει κανείς στην Ήπειρο, οι δρόμοι είναι πιο μακριοί και πιο δύσβατοι. Δεν υπάρχει μεγάλο λιμάνι κοντά στην Άρτα και αναρωτιέται κανείς πώς ο ελληνικός στρατός κατάφερε να περάσει το πυροβολικό του μέσα από τους κατεστραμμένους δρόμους που οδηγούν από τις σκάλες του Καραβασαρά, του Μενιδίου και της Κόπραινας στην πρωτεύουσα της Ηπείρου. Όσο για τη χρήση του σιδηροδρόμου Κρυονερίου–Αγρινίου, δεν μπορεί κανείς να το σκεφτεί για μεγάλα στρατιωτικά τμήματα: το τροχαίο υλικό είναι κακής ποιότητας και σε μικρό αριθμό. Όμως ο ελληνικός λαός αναπληρώνει τους απόντες πόρους με θαύματα ενεργητικότητας, ευρηματικότητας και καλής διάθεσης· δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πιο τέλειο παράδειγμα αυτοθυσίας και αφοσίωσης· η σύμπνοια μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών, οι οποίοι επιβάλλουν στους εαυτούς τους μια αυστηρότατη πειθαρχία σε μια χώρα όπου η ιεραρχία δεν υπάρχει, προκαλεί πρώτα έκπληξη και έπειτα θαυμασμό στον Γάλλο περαστικό, συνηθισμένο σε άλλα στρατιωτικά ήθη.

Μεσολόγγι, Παρασκευή βράδυ, 19 [Μαρτίου]

Άφιξη τη νύχτα με καταρρακτώδη βροχή· ένα παιδάκι παίρνει τις αποσκευές μου. Βουλιάζουμε στις λάσπες και τις νερολακούβες μέχρι το ξενοδοχείο «Byron». Ο ξενοδόχος με κοιτάζει καχύποπτα· με μεγάλη δυσκολία δέχεται να μου δώσει, όχι δωμάτιο, αλλά ένα κρεβάτι για τη νύχτα. Έμαθα αργότερα ότι με πέρασε για Γερμανό· αναρωτιόταν – ενώ έτρωγα σε ένα κοντινό ταβερνάκι ένα βάρβαρο φαγητό ποτισμένο με ρετσίνα – αν έπρεπε να με πετάξει έξω. Του εξήγησα τελικά ότι είμαι Γάλλος και φιλέλληνας· χαμογέλασε, ζήτησε συγγνώμη και μου μίλησε για τον Μπάιρον.

Από το Αγρίνιο στον Καραβασαρά, Σάββατο 20 Μαρτίου 1897, 3 μ.μ. – 10 μ.μ.

Σε κανονικές συνθήκες, είναι δυνατόν να πάει κανείς από το Αγρίνιο στην Άρτα σε δώδεκα ώρες· γίνεται στάση στον Καραβασαρά. Τώρα είναι σχεδόν πόλεμος· οι αμαξάδες φοβούνται μήπως τους επιτάξουν τα άλογα και εκμεταλλεύονται – όπως αρμόζει – την κατάσταση για να ζητούν υπέρογκα ποσά. Ύστερα από τρεις ώρες διαπραγματεύσεων, ο εξαιρετικός κ. Μπαΐμπας Τριανταφυλλίδης (Baibas Triandaphyllidės), επιφανής πολίτης του Αγρινίου, πείθει έναν από αυτούς να δεχτεί περίπου τετραπλάσια από την κανονική τιμή για να με πάει ως την Άρτα· υπόσχομαι να αποτρέψω την επίταξη των αλόγων και να ‘μαι λοιπόν μέσα σε μια ανασφαλή άμαξα, με δύο καχεκτικά άλογα. Στο κάθισμα κάθεται ένας αμαξάς 18–20 χρονών και ένα παιδί 10 ετών, γιος του ιδιοκτήτη, που πότε-πότε πηδά κάτω και τρέχει μπροστά από την άμαξα – γιατί προφανώς πρόκειται για πρώην γαμήλια άμαξα που το ‘σκασε από το δάσος της Βουλόνης – για να ελέγξει την κατάσταση του δρόμου και να εξετάσει τις λακκούβες. Μάταιος κόπος· αν δεν συναντούσαμε μερικά πρόθυμα παλικάρια να μας βοηθήσουν να σπρώξουμε τους τροχούς, δεν θα είχαμε προχωρήσει ούτε τα 6 πρώτα χιλιόμετρα. Τώρα τα άλογα «πετάνε»· κατεβαίνουν κατηφόρες και ανεβαίνουν ανηφόρες καλπάζοντας, αναστατώνοντας σειρές από μουλάρια που μεταφέρουν όπλα και πυρομαχικά στα σύνορα και διασχίζουν θριαμβευτικά τη σιδερένια γέφυρα στον Αχελώο. Η νύχτα πέφτει, πυκνή, βαριά με καταιγίδα, χωρίς φεγγάρι, χωρίς αστέρια. Η βροχή πέφτει σχηματίζοντας ποτάμια· ο αμαξάς μαντεύει το δρόμο, έναν βάλτο ανάμεσα σε βάλτους· αφού δεν έχει φανάρι, φωτίζει στα πιο δύσκολα σημεία με σπίρτα αντί για δαυλούς· οι ρόδες βουλιάζουν στην άμμο· κάθε λίγο πρέπει να σταματάμε, να ξεσφηνώνουμε την άθλια παλιά άμαξα, που κολλάει και μπάζει από παντού. Ένα δυνατό τράνταγμα: οι δύο αριστερές ρόδες είναι σε χαντάκι· αλλά ο αμαξάς είναι τόσο ψύχραιμος και υπομονετικός όσο κι ο πελάτης του, παρά την προοπτική μιας νύχτας στην ύπαιθρο, στη βροχή. Μετά από μισή ώρα προσπαθειών, η άμαξα ξεκινά για τελευταία φορά· μερικά φώτα φαίνονται στο βάθος μιας κοιλάδας· τα άλογα ξαναπετάνε και φτάνουν ζωντανά στον Καραβασαρά. Η πόλη αυτή, που σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία έχει δύο χιλιάδες κατοίκους, έχει τώρα έναν πλωτό πληθυσμό από δώδεκα έως δεκαπέντε χιλιάδες άνδρες. Πολλοί στρατιώτες κοιμούνται στο δρόμο, ξαπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων. Ευτυχώς, ο κ. Σταΐκος, στον οποίο με είχαν  συστήσει, μου προσφέρει ένα κρεβάτι, τη στιγμή που έβαζα όλη μου την ρητορική δεινότητα για να με δεχτούν, ενδέκατο στη σειρά, σ’ ένα στενό πανδοχείο που αντηχούσε από το ρυθμικό ροχαλητό δέκα κουρασμένων πυροβολητών.

Καραβασαράς, Κυριακή 21 Μαρτίου 1897.

Είχα ελπίσει να φύγω στις 8 για την Άρτα· μάταιη ελπίδα: ο αμαξάς ήρθε να με πληροφορήσει πως οι στρατιωτικές αρχές επίταξαν τα ζώα του. Όλες οι προσπάθειες για να τα πάρω πίσω είναι μάταιες: σε λίγο θα τα δω να σέρνουν ένα πυροβόλο μέχρι να φτάσουν τα άλογα που αγόρασε η ελληνική κυβέρνηση στην Ουγγαρία. Ο λοχαγός που τα κατέσχεσε δέχεται να μεσολαβήσει ώστε να με πάρει το απογευματινό ταχυδρομικό όχημα· είναι μια μεγάλη καθυστέρηση μισής μέρας : δεν θα πάει πάντως χαμένη. Στους στενούς, κακοστρωμένους ή μη πλακοστρωμένους δρόμους περιφέρεται ένα θορυβώδες και ταυτόχρονα ήρεμο πλήθος από στρατιώτες με στολή, εφέδρους ακόμα χωρίς στολή, που τους ξεχωρίζει κανείς από τα φυσίγγια χιαστί πάνω στο στήθος και απλοί περίεργοι που παρακολουθούν την εκφόρτωση των πυρομαχικών και κοιτούν με έκπληξη, πάνω στη σκάλα, έναν ηλεκτρικό προβολέα — ένα τέρας άγνωστο και παντοδύναμο. Πάνω απ’ αυτό το πολύχρωμο πλήθος αιωρείται η πνιγηρή μυρωδιά που χαρακτηρίζει τις πόλεις της Ανατολής: λίπος προβάτου, ταγγισμένο λάδι, μπαγιάτικη μυρωδιά από κρέατα στους πάγκους των χασάπηδων, πικάντικο άρωμα από μπαχαρικά, σκόνη και σάπια πορτοκάλια…….(Συνεχίζεται). [Πηγή : “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE”, P. Quillard , “L’lllustration”, n° 2823 (3-4-1897), σε μετάφραση Α. Καρρά]

Στη φωτογραφία το εξώφυλλο του περιοδικού με την ανταπόκριση του Pierre Quillard.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *