Καλοκαίρι του ’50

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 μια παρέα αγοριών με κοντά παντελόνια, βολτάρει στο δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Δεύτερος από αριστερά ο Βαγγέλης Νασιγκόγκος (Δάσκαλος). (Φωτο από συλλογή Β.Μ.)

Δημοσιεύθηκε στη Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες | Σχολιάστε

ΜΙΚΤΗ ΑΡΤΑΣ – ΦΟΙΒΟΣ

1952, ΜΙΚΤΗ ΑΡΤΑΣ (με τη σκούρα φανέλα)  με ΦΟΙΒΟ (Α’ Αθηνών). Η ομάδα του ΦΟΙΒΟΥ είναι οι όρθιοι με πρώτο αριστερά τον Αθανάσιο Σαραβάκο (Διεθνή του Πανιωνίου). 

Κάτω αριστερά  : Νίκος Τόλης (?), Κ. Κεφάλας, Μάριος Τσαντούκλας, Χριστόδ. Κεφάλας, Σπ. Σταυρόπουλος, Κ. Γιώτης (Ρουμάνος), Θεόφιλος Καραβασίλης, ακολουθούν  οι τρεις Γιαννιώτες Πέτρος Παπαδημίου (ΑΒΕΡΩΦ – Γκολτζής), Αλ. Νότσικας (Μέσος – ΑΒΕΡΩΦ) και Αλέξης Λέτσος/Ζώης (Γκολτζής του ΑΤΡΟΜΗΤΟΥ του Π.Α.Σ. ΓΙΑΝΝΙΝΑ. Τέρμα Βελισάριος Βασιλείου. (Φωτο από αρχείο Θεόφιλου Δ. Καραβασίλη, Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)

Δημοσιεύθηκε στη Οι άλλες ομάδες | Σχολιάστε

Χάρτης Ηπείρου-Θεσσαλίας το 1897

Χάρτης Ηπείρου-Θεσσαλίας το 1897 του Heinrich Kiepert, Γερμανού γεωγράφου (Geographische Verlagschandlung Dietrich Reimer (Ernsy Vohsen) Berlin). Tον χάρτη τον έχουμε αναρτήσει και παλιότερα, εδώ όμως είναι σε πολύ καλύτερη ανάλυση και μπορείτε να δείτε την οροθετική γραμμή με περισσότερες λεπτομέρειες.

Λεπτομέρεια 1

Λεπτομέρει 2

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 | Σχολιάστε

L’illustrazione Italiana, 1897

Το Ιταλικό περιοδικό L’illustrazione Italiana που κυκλοφόρησε στις 2 Μαίου 1897. Στην τρίτη σελίδα σκίτσα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα : 1. Η γέφυρα πάνω από τον Άραχθο, 2. Φρουροί πάνω από το ποτάμι και 3. Στα Ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο (Σκίτσο από τον Achille Beltrame από φωτογραφίες του ανταποκριτή μας). [Από προσωπική συλλογή]

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 | Σχολιάστε

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ  ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑ ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ  του HENRY W. NEVINSON, 1898 (5ο – Σε τεντωμένο σκοινί)

“Ήταν ήδη Κυριακή του Πάσχα (25 Απριλίου), πριν αυτός  ξεκινήσει για το ταξίδι του, και καθώς, με τις μικρές μας αποσκευές δεμένες πάνω στα ζώα, πήραμε για τα καλά το δρόμο μας  προς το πραγματικό μέτωπο, οι κακοτράχαλοι δρόμοι της Άρτας ήταν φριχτοί, βαμμένοι  με το αίμα από αρνιά του Πάσχα, και από όλες τις πλευρές οι στρατιώτες πυροβολούσαν στον αέρα από τη χαρά τους για την Ανάσταση. Ο πανικός της προηγούμενης μέρας είχε τελειώσει και κάτω από κάθε δέντρο πορτοκαλιάς είχαν εγκατασταθεί μικρές οικογένειες προσφύγων από την άλλη άκρη του ποταμού και ετοιμάζονταν να διακόψουν τη μεγάλη νηστεία όσο άνετα βέβαια το επέτρεπαν οι δύσκολες περιστάσεις. Αλλά τα βλέμματα όλων ήταν λυπημένα και ο ευγενικός χαιρετισμός του «Χριστός Ανέστη» σπάνια ακουγόνταν. Φτάσαμε στους Κουμζάδες χωρίς να συμβεί κάτι, και έχοντας το χωριό στα δεξιά μας, πλησιάσαμε το στενό και δύσκολο σημείο του περάσματος. Ο παλιός δρόμος εδώ γίνεται τρομερά τραχύς και απότομος. Μπαίνει σε μια άγρια περιοχή ενός πέτρινου βουνού, εντελώς γκρίζου εκτός από  έναν σκονισμένο θάμνο με κίτρινα λουλούδια, που μοιάζει με μαργαρίτα, αλλά είναι έντονα αρωματικό.

Μικρά σώματα στρατού ήταν  τοποθετημένα ανά διαστήματα κατά μήκος των λόφων σε επαφή μεταξύ τους – περίπου επτά χιλιάδες στρατιώτες συνολικά. Στην κορυφή του περάσματος, περίπου οκτώ με δέκα ώρες πορεία από την Άρτα, μας σταμάτησε ένας φρουρός που μας οδήγησε στον διοικητή. Μαζί του εκτός από μερικούς άλλους αξιωματικούς βρήκαμε δύο Άγγλους ανταποκριτές, που μόλις είχαν ανέβει από τους Κουμζάδες, και έστησαν μια βολική μικρή σκηνή σε μια όμορφη τοποθεσία για να κατοπτεύουν  την ορεινή κοιλάδα κατά μήκος της οποίας ο δρόμος οδηγούσε προς τα Γιάννενα. Ένας Έλληνας αξιωματικός με οδήγησε σε μια πετρώδη κορυφή του βουνού και μου εξήγησε πως είχαν τα πράγματα. Από εκεί μπορούσαμε να δούμε πολλά πτώματα ανδρών διάσπαρτα στους λόφους και στις δύο πλευρές του περάσματος. Στο τέλος της κοιλάδας μπροστά βρισκόταν ένας παλιός μισογκρεμισμένος ξενώνας που νομίζω ότι οι Τούρκοι το ονομάζουν Καραβάν Σεράι. Πέρα από αυτό, μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον ορεινό δρόμο που εισέρχονταν σε ένα άλλο στενό πέρασμα στο δρόμο του βόρεια προς τα Γιάννενα, και η σταδιακή προέλαση των Ευζώνων μας μέχρι εκείνο το κομμάτι του δρόμου καλύπτονταν από μια συστοιχία ορεινών όπλων σε ένα λόφο στα αριστερά από το Χάνι.

Δεξιά, προς έκπληξή μου, διέκρινα ξαφνικά ένα χωριό, που ο αξιωματικός μου είπε ότι ήταν ο Καρβαρσαράς. Για προστασία ήταν χτισμένο ψηλά στην πλαγιά του βουνού, στην κορυφή ενός είδους γκρεμού, και τα λιγοστά γκρίζα σπίτια του δύσκολα ξεχώριζαν από τους γκρίζους βράχους από τους οποίους είχαν χτιστεί. Αποφάσισα να αναζητήσω κατοικία εκεί μέχρι το επόμενο στάδιο της προέλασή μας στα Γιάννενα. Μετά από περίπου μία ώρα ανάβαση με τα άλογα, φτάσαμε στο μέρος, αλλά δεν βρήκαμε σχεδόν κανέναν από τους βοσκούς να έχει μείνει ακόμα εκεί.  Οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στην Άρτα ή κρύβονταν πιο ψηλά στα βουνά. Καταφέραμε να μπούμε με το ζόρι σε ένα έρημο σπίτι — ίσως το πιο σημαντικό στο χωριό, γιατί ήταν ισχυρά οχυρωμένο με έναν τοίχο είκοσι ποδιών χτισμένο γύρω από την αυλή του και έξυπνα επινοημένες πολεμίστρες για τουφέκια από το εσωτερικό κατόπτευαν  προς όλες τις μεριές και προς την πόρτα και προς τα παράθυρα. Το εσωτερικό ήταν εντελώς άδειο, και με μια λεπτή αίσθηση κατοχής και μονιμότητας καταλάβαμε το γυμνό πάτωμα του επάνω δωματίου και ανάψαμε μια φωτιά από κορμούς και θάμνους στη σκοτεινή κουζίνα του κάτω ορόφου. Για τέσσερις μέρες αυτό το οχυρωμένο σπίτι ήταν το σπίτι μου, και ήταν οι τέσσερις πιο ευτυχισμένες μέρες της εκστρατείας, γιατί η νίκη φαινόταν ακόμα να είναι στα χέρια μας, και εμείς οι ίδιοι ήμασταν τώρα όσο πιο κοντά μπορούσαμε να φτάσουμε στο πιο απομακρυσμένο σημείο του μετώπου.

ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ

Το μικρό οχυρωμένο παράθυρο του πάνω ορόφου έβλεπε βορειοδυτικά πάνω από την απότομη κατηφόρα, πέρα από το κομμάτι της επίπεδης κοιλάδας όπου βρισκόταν το παλιό χάνι  του Καραβάν Σεράι με το πηγάδι του και μέχρι τον στρογγυλεμένο λόφο όπου βρισκόταν η πυροβολαρχία μας. Μπορούσαμε επίσης να δούμε ως κάποια απόσταση  μέχρι το στόμιο του περάσματος από το οποίο τα στρατεύματα προχωρούσαν αργά προς τα Πέντε Πηγάδια. Πιο πέρα υψωνόταν ένα υπέροχο βουνό από γυμνό βράχο, χαραγμένο από βαθιά κανάλια και φαράγγια φτιαγμένα εξ αιτίας της  δύναμης του παγετού, του χιονιού και της ζέστης. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο αρχαίος Τόμαρος ή όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση οι βοσκοί μας είπαν ότι απ’ εκεί αντίκρυζες  από ψηλά τα Γιάννινα  και τη λίμνη τους. Λίγο πιο νότια από αυτό, ακριβώς κάτω από το ηλιοβασίλεμα, στέκονταν οι άγριες οροσειρές της Λάκκας, και κάπου ανάμεσα στις ψηλές κορφές τους ήταν το Σούλι, εκείνη η σκηνή του σχεδόν μυθικού ηρωισμού πριν από ογδόντα χρόνια περίπου, όταν οι γυναίκες του έδωσαν για τελευταία φορά τα χέρια στον εθνικό χορό, και μια – μια χόρευαν στην άκρη του γκρεμού  και έπεφταν για να μην υπομείνουν την αγκαλιά του Τούρκου. Δεν θα μπορούσε δε κανείς να μην θυμηθεί  ότι σε κάποια κοιλάδα στους πρόποδες αυτού  του ρυτιδιασμένου βουνού πρωτοεμφανίστηκε η φυλή των Σπαρτιατών.

Υπήρχε μια παράξενη σιωπή σε όλη αυτή τη σκηνή, μια σιωπή βαθύτερη από τη μοναχική φωνή μιας βοσκοπούλας που κρατούσε τις κατσίκες της μαζί της ανάμεσα στους βράχους, ή το ζουζούνισμα μιας  μέλισσας που αναζητούσε λουλούδια. Αλλά μέσα στη σιωπή πότε – πότε τα όπλα μας  ηχούσαν καθώς από καιρό σε καιρό ένα σώμα Τούρκων εμφανιζόταν στο πέρασμα. Το απόγευμα κατέβηκα από το χωριό και ανέβηκα μέχρι την πυροβολαρχία. Ο αξιωματικός που διοικούσε το πυροβολικό μπορούσε να μιλήσει γαλλικά, και υπήρχαν και δύο Κερκυραίοι άτακτοι που είχαν πάει στο Λονδίνο και ήξεραν αρκετά καλά αγγλικά. Καθίσαμε για πολλή ώρα παρακολουθώντας ένα σώμα  Ευζώνων που κρατούσε την ακραία θέση πάνω στο πέρασμα, περίπου μισό μίλι μακριά, και είχε κερδίσει περίπου εκατό γιάρδες εδάφους εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω τι περίεργο συναίσθημα με παρότρυνε να προχωρήσω και να ενταχθώ μαζί τους. Ο αξιωματικός με διέταξε να μην κάνω κάτι τέτοιο. «Γιατί να εκθέσετε σε κίνδυνο μια φιλελληνική ζωή;»  είπε, “δεν υπάρχει κανείς για πέταμα στην Ευρώπη τώρα.” Αλλά αυτό το περίεργο μείγμα περιέργειας και κάτι άλλο που δελεάζει τους άντρες να θέσουν άσκοπα τη ζωή τους σε κίνδυνο, με οδήγησε προς τα κει.

Κατέβηκα, λοιπόν, από το λόφο της πυροβολαρχίας  και ξεκίνησα την ανάβαση στο μονοπάτι προς τα πάνω το πέρασμα. Για περίπου διακόσια μέτρα όλα ήταν καλά, αλλά μετά από μια μικρή στροφή του δρόμου, εκτέθηκα σε όλες τις χαμένες σφαίρες καθώς οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να πυροβολούν με βολίδες πάνω από την άκρη μπροστά. Ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκα πραγματικά σοβαρά πυρά και αμέσως διαπίστωσα ότι ο «υποσυνείδητος εαυτός» μου, για τον οποίο είχε γράψει τόσο σιωπηλά ο Δρ Waldstein, διαμαρτυρήθηκε εξαγριωμένος. Καθώς οι σφαίρες βούιζαν τριγύρω μου σαν μέλισσες, προσπάθησα όσο μπορούσα  να ξεπεράσω αυτόν τον κρυφό προδότη που κρύβεται μέσα μας, αλλά ήταν εντελώς αδύνατο να αποτρέψω το άγριο  μου σε οποιοδήποτε θόρυβο  δυνατότερο  από τον συνηθισμένο. Η προσπάθεια ήταν μάλλον πιο δύσκολη γιατί ήμουν μόνος, άοπλος, και καθόλου ενθουσιασμένος. Θυμήθηκα ότι ο Γκαίτε κάτω από τα πυρά ήταν ατάραχος και απογοητεύτηκα που δεν βρήκα κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μου. Εγώ δεν είχα κανένα έντονο συναίσθημα. Τα βουνά, ο ήλιος και τα λουλούδια έμοιαζαν ακριβώς όπως συνήθως, μόνο που με έπιασε μια ξαφνική και ακαταμάχητη στοργή για αυτά, σαν να μην άντεχα ποτέ να μην τα βλέπω πια. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα ένα απόσπασμα στον Τζορτζ Μέρεντιθ όπου λέει ότι οι άντρες που υποθέτουν ότι έχουν κουραστεί από τη ζωή πρέπει να πάνε και να κρεμαστούν πάνω από τους γκρεμούς των Άλπεων για λίγο.

Ποτέ δεν είχα προσποιηθεί ότι ήμουν κουρασμένος από τη ζωή, αλλά εδώ ήμουν σε εξίσου ευνοϊκή κατάσταση για να ανακαλύψω την αξία της ζωής. Νομίζω ότι υπήρχαν μόνο δύο πράγματα που θα μπορούσαν να με κρατήσουν να περπατάω σταθερά προς τα εμπρός σε αυτόν τον δρόμο χωρίς κανένα εμφανές σημάδι δισταγμού, παρά τον τρόμο μου. Το ένα ήταν το συναίσθημα που είχαμε από γεννησιμιού μας εμείς οι Άγγλοι  ότι κανένας μας δεν μπορούσε να δείξει φόβο όταν πολλοί ξένοι παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά του. Το άλλο ήταν η γνώση ότι κάποιος σύντροφός μου στην πατρίδα θα είχε ανέβει σε αυτόν τον δρόμο όχι μόνο χωρίς να μαζευτεί από το φόβο του, αλλά γεμάτος χαρά για τον κίνδυνο. Ήταν αυτές οι δύο σκέψεις που συνέχιζαν να προσπαθούν να υποτάξουν τον «υποσυνείδητο εαυτό»  μου και του έλεγαν να ησυχάσει. Αλλά κάθε φορά που μια σφαίρα περνούσε μπροστά μου ή έπεφτε σφυρίζοντας δίπλα μου δρόμο, το υποσυνείδητό μου διαμαρτύρονταν. Και ήταν μάταια που το καταχράστηκα, αποκαλώντας το ένα απλό ζωώδες πάθος για ύπαρξη με οποιοδήποτε τίμημα, μια «αιμοδιψή προσκόλληση στη ζωή», μια «περιφρονητική φάση της Θέλησης του Σοπενχάουερ». Δεν έβλεπα καμία κατάχρηση, αλλά το υποσυνείδητό μου συνέχισε τις κραυγές  ώσπου επιτέλους έφτασα στην κορυφή του λόφου που υψώνονταν ομαλά   και βρέθηκα ανάμεσα στους φιλόξενους Ευζώνους που ήταν ξαπλωμένοι εκεί κάτω από τα βράχια ως η πιο προχωρημένη γραμμή βολής μας…..”  (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY –  1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)

Στη φωτογραφία παλιά Τουρκική κάρτα με τίτλο ” «Η επίθεση του Οθωμανικού πεζικού στον Ελληνο-Οθωμανικό Πόλεμο του 1313 (1897)». (Από προσωπική συλλογή)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 | Σχολιάστε

….και το Κουτσοκάμαρο σήμερα!

Το Κουτσοκάμαρο σήμερα, ένα πέτρινο, παμπάλαιο γεφύρι, με ιστορία αιώνων, θάβεται κάτω απ’ τα μπάζα ασύδοτων τεχνικών εταιρειών. Η φωτογραφία και το σχετικό άρθρο στο λινκ που ακολουθεί είναι από το Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων του Σ. Μαντά – http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.com/2012/02/blog-post_22.html

Δημοσιεύθηκε στη Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Το Κουτσοκάμαρο…

Μια ακόμη φωτογραφία του Π. Βοκοτόπουλου από το Κουτσοκάμαρο, αυτή τη φορά από πιο κοντινή απόσταση, τον Ιούλιο του 1966.

Μπορείτε να δείτε την παλιότερη ανάρτηση με το Κουτσοκάμαρο στο λινκ https://doxesdespotatou.com/to-koytsokamaro/

Δημοσιεύθηκε στη Τα Ραδοβίζια και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Οι Κοσσυβάκηδες και η πατριωτική δράσις αυτών εις την περιοχήν Ραδοβυζίου κατά τους απελευθερωτικούς αγώνας (β’ μέρος)

“……Από της 24 Ιουνίου 1881 ήρχισεν η απελευθέρωσις της περιφερείας Άρτης της Ανατολικώς του ποταμού Άραχθου. Το τμήμα Ραδοβυζίων διηρέθη εις δύο δήμους:

Τον Δήμον Ηρακλείας με πρωτεύουσαν την Σκουληκαριάν και τον Δήμον Τετραφυλίας με πρωτεύουσαν την Μπότσην..

Ο Σωτήριος Κοσσυβάκης εξακολουθεί να είναι επιβάλλουσα μορφή ανά την Χώραν εκείνην και εκλέγεται ανελλιπώς Δήμαρχος Τετραφυλίας από του 1881 έως του 1904 ότε απέθανεν. Είχε νυμφευθή θυγατέρα του Γρανίτσα εκ του χωρίου Γρανίτσα της Ευρυτανίας. Απέκτησε τέκνα τους: Γρηγόριον, Ιωάννην, Νικόλαον, Φωτεινήν, Μαριγώ, Καλλιόπην και Όλγαν.

Ο Σωτήριος Κοσσυβάκης Δήμαρχος Τετραφυλίας, έλαβε διά τας υπέρ της Δημοσίας ασφαλείας υπηρεσίας του τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος την 22 Ιανουαρίου 1889. Η οικογένεια αύτη και κατά τον πόλεμον του 1897 πρόθυμος πάντοτε προσέφερε τας υπηρεσίας προς την πατρίδα.” (Πηγή : Άρθρο του Κ. Διαμάντη στην ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τχ. 123, 1962)

Στη φωτογραφία “Το δίπλωμα του Αργυρού Σταυρού των Ιπποτών που απένειμε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ στον Σωτήριο Κοσσυβάκη”. (Πηγή : ΟΙ ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΔΕΣ, Χρ. Μποκογιάννης, Άρτα, 2013)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων | Σχολιάστε

Μονή Σέλτσου

Φωτογραφία της Μονής Σέλτσου* από την δεκαετία του ’70, πολύ πριν γίνει η αναστήλωση των κελιών. (Φωτο από προσωπική Συλλογή )

Για τη Μονή Σέλτσου υπάρχουν αρκετές αναρτήσεις να διαβάσετε σχετικά….

Δημοσιεύθηκε στη Τα Μοναστήρια | Σχολιάστε

Οι Κοσσυβάκηδες στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα, 1913 -14

Για τους Ραδοβυζινούς στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα και την συμμετοχή των Κοσσυβάκηδων, έχουμε γράψει και στο παρελθόν και μπορείτε να διαβάσετε σχετικά στο λινκ https://doxesdespotatou.com/oi-radovyzinoi-ston-voreioipeirotik/

Στην φωτογραφία “Μέλη της Επιτροπής Εθνικού Αγώνος Πρεμετής, 1913. Καθισμένοι στο μέσον, αριστερά ο Ιωάννης Κοσσυβάκης (γενειοφόρος)και δεξιά ο Απόστολος Παπαγεωργίου – Φιλώτας. Όρθιοι οι οπλαρχηγοί Σολδάτος, Γρηγόριος Κοσσυβάκης κ.α.” (Πηγή : ΟΙ ΚΟΣΣΥΒΑΚΗΔΕΣ, Χρ. Μποκογιάννης, Άρτα, 2013)

Δημοσιεύθηκε στη Ο Ξεσηκωμός κατά των Τούρκων | Σχολιάστε