Η Άρτα στην ιστορική νουβέλα του Α. Παπαδιαμάντη “Χρήστος Μηλιόνης”

Για όσους αγαπούν τον Παπαδιαμάντη……

Διαβάζουμε στον πρόλογο της εργασίας “Κάτι που ελάχιστοι γνωρίζουν – ακόμα και ανάμεσα σε φιλολόγους και λάτρεις της παλιότερης ελληνικής λογοτεχνίας – είναι πως η Άρτα, αυτή η πόλη με το περίφημο γεφύρι και τις σκιερές της ιστορίες, αποτέλεσε το σκηνικό όπου ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διάλεξε να τοποθετήσει το πρώτο του μυθιστόρημα: τον «Χρήστο Μηλιόνη». Μια επιλογή καθόλου τυχαία. Ήταν η στιγμή που ο σπουδαίος συγγραφέας εγκατέλειπε συνειδητά τη φόρμα του εκτενούς ιστορικού μυθιστορήματος και στρεφόταν προς ένα νέο, προσωπικό αφηγηματικό μονοπάτι: το ιστορικό διήγημα. Αντλώντας την υπόθεσή του από τη ζωντανή φλέβα της προφορικής παράδοσης – από το δημοτικό τραγούδι που υμνεί την τολμηρή πράξη του Μηλιόνη, την απαγωγή του Καδή και δύο Αγάδων της Άρτας – ο Παπαδιαμάντης συνθέτει έναν ηρωικό θρύλο, ένα έπος μικρής φόρμας, μα μεγάλης πνοής. Ένα γεγονός που όχι μόνο τοποθέτησε τον ήρωα  στο στόχαστρο της τουρκικής εξουσίας, αλλά και τον οδήγησε στον μαρτυρικό του θάνατο…..Α. Καρρά”

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά εδώ

ή στο λινκ https://doxesdespotatou.com/wp-content/uploads/2025/08/Η-Άρτα-στην-ιστορική-νουβέλα-του-Α.-Παπαδιαμάντη-Χρήστος-Μηλιόνης.pdf

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Τουρκοκρατία | Σχολιάστε

“Η Μαρμαρωμένη”

Εκεί, στην όμορφη Ροδαυγή, λίγο πριν φτάσει κανείς στην Καρυδέα, απλώνεται ένας τόπος που οι παλιοί τον λένε «Κακολάγκαδο». Εκεί, κάποτε, λένε πως υπήρχε εύφορη γη, γεμάτη πλούσια σπίτια και εύπορους ανθρώπους. Ανάμεσά τους ζούσε κι ένας φτωχός πατέρας με τις δύο του θυγατέρες.

Η πρώτη κόρη παντρεύτηκε έναν ταπεινό γείτονα, μα τον αγαπούσε και ζούσαν αγαπημένοι. Στα πέντε τους χρόνια έφεραν στον κόσμο τέσσερα παιδιά, όμως η μοίρα δεν τους λυπήθηκε – ο άντρας πέθανε, αφήνοντάς της μοναχά την καλύβα και μια γελάδα. Η δεύτερη κόρη όμως είχε σταθεί πιο τυχερή. Παντρεύτηκε τον άρχοντα του τόπου και ζούσε μέσα στη χλιδή, με παχιά στρώματα, μεταξωτές κουρτίνες και υπηρετικό προσωπικό, μα μοναχά ένα παιδί είχε, χλωμό και άρρωστο.

Η φτωχή αδερφή, για να θρέψει τα παιδιά της, έκανε θελήματα στο πλούσιο σπίτι. Η αδερφή της, με μισή καρδιά, της έδινε κάθε βράδυ λίγο αλεύρι. Εκείνη έφτιαχνε μ’ αυτό κουρκούτι και τάιζε τα ορφανά της, που έλαμπαν από υγεία και ζωή. Κόκκινα μάγουλα και δυνατά κορμιά, ενώ του άρχοντα το παιδί μαράζωνε.

Ζήλεψε τότε η πλούσια αδερφή κι απόρησε:

— Τι τα ταΐζεις και είναι έτσι ροδοκόκκινα τα παιδιά σου;
— Κουρκούτι, με το αλεύρι που μου δίνεις, αποκρίθηκε η φτωχή.
— Ε, λοιπόν, άλλο δεν θα σου ξαναδώσω! Και το έκανε.

Μα και πάλι τα ορφανά παρέμεναν γερά. Ρώτησε ξανά:

— Τώρα πού βρίσκεις τροφή;
— Σαν ζυμώνω για τους υπηρέτες σου, αφήνω τα χέρια άπλυτα και με το αλεύρι που μένει απάνω τους, φτιάχνω το κουρκούτι.

Φούντωσε η κακία της πλούσιας. Από τότε, την υποχρέωνε να πλένει τα χέρια της προτού φύγει. Την τρίτη μέρα, γύρισε η φτωχή με άδεια χέρια.

— Δεν θα φάμε απόψε, μάνα; Ρώτησαν τα παιδιά της.
— Θα φάμε, τους είπε εκείνη, μα η καρδιά της πονούσε. Τι να τους δώσει;

Άναψε το φούρνο κι έριξε μέσα λίγες κοπριές της γελάδας, για να ξεγελάσει την πείνα με τον ήχο και τη μυρωδιά του φούρνου. Τα παιδιά αποκοιμήθηκαν νηστικά και εκείνη ξαγρυπνούσε, συλλογιζόμενη τη μοίρα τους.

Ξάφνου, μια απαλή, γλυκιά φωνή ακούστηκε πίσω της:

— Καλησπέρα, κυρά.

Γύρισε να δει, μα πριν προλάβει να μιλήσει, ο ξένος της είπε:

— Ξύπνα τα παιδιά σου και άνοιξε τον φούρνο.

Και ω του θαύματος! Ο φούρνος ήταν γεμάτος ζεστά, μυρωδάτα καρβέλια! Έφαγαν και χόρτασαν για πρώτη φορά μετά από καιρό.

Τότε ο άγνωστος την πρόσταξε:

— Πάρε τα παιδιά σου, την αγελάδα και ό,τι άλλο χρειάζεσαι και φύγε προς τον βοριά. Μα πρόσεξε: ό,τι κι αν ακούσεις, μην γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου. Κακό μεγάλο θα σε βρει.

Η γυναίκα κατάλαβε πως δεν ήταν άνθρωπος, αλλά άγγελος Κυρίου. Έκανε όπως της είπε και ξεκίνησε. Καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι προς το Ξεροβούνι, η γη άρχισε να τρέμει. Σεισμός φοβερός σάρωσε τον τόπο. Το βουνό γκρεμιζόταν και η γη άνοιξε να καταπιεί ολόκληρο τον συνοικισμό, το πλούσιο σπίτι, τον άρχοντα και την κακιά αδερφή.

Η γυναίκα, ακούγοντας τον χαλασμό, ένιωσε πόνο για την αδερφή της. Γύρισε με δάκρυα στα μάτια και φώναξε:

— Αδερφούλα μου…

Μα η παρακοή της κόστισε. Εκείνη τη στιγμή, μαρμάρωσε. Πάγωσε ο χρόνος για την ίδια και για την αγελάδα της, που στεκόταν δίπλα της.

Από τότε, λένε πως όποιος περνά από τον γκρεμό κοντά στην Καρυδέα και σηκώσει το βλέμμα, βλέπει έναν παράξενο βράχο με μορφή γυναίκας. Οι ντόπιοι τον δείχνουν και λένε:

— Εκεί, παιδί μου, είναι η Μαρμαρωμένη.

Κι ακόμη, τρία χρόνια μετά τον χαλασμό, λένε πως ακούγονταν από τα βάθη της γης τα κοκόρια του χαμένου συνοικισμού…” (Αφήγηση του Γεωργούλα Σωκράτη Δ. (1966) όπως δημοσιεύτηκε στο Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας – Επιμέλεια κειμένου : Α. Καρρά)

Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ.

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Δρομολόγιο “ΑΡΤΑ – ΚΑΡΥΔΕΑ – ΔΑΦΝΩΤΗ”

1969 – Το λεωφορείο του Νικόλαου Ζανίκα που έκανε το δρομολόγιο “Άρτα – Καρυδέα – Δαφνωτή”. Μπροστά του ποζάρουν τα παιδιά του Ιωάννη Κίτσου (Μαριάνθη, Αναστασία και Γιώργος), πηγαίνοντας με τις νταμιτζάνες τους για νερό από την πηγή Συκιά Σουμεσίου. (Πηγή : ΡΟΔΑΥΓΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρος, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Μέσα Μεταφοράς | Σχολιάστε

Ώρα για συσσίτιο…..

1963 – Ώρα συσσιτίου στο σχολείο Σουμεσίου, στη Ροδαυγή. Από αριστερά διακρίνονται : Ιουλία Κ. Γιαννούλα, Ελένη Ι. Γιολδάση, Βαρβάρα Ευαγγέλου, Κώστας Γεωργίου, Αλέκος Κασσάρας, Χαρίλαος, Κ. Γιαννούλας, Δημήτριος Κοφίνας, Κων/νος Σύρρος, Γιαννούλα Κασσάρα (μαγείρισσα), Παναγιώτα Γεωργίου, Λάμπρος Κασσάρας, Χρήστος Μιχαλόπουλος, Γιώργος Γιαννούλας, Νικόλαος Κοφίνας και Βασιλική Κοφίνα. Όρθιος ο δάσκαλος Στάθης Ράπτης. (Πηγή : ΡΟΔΑΥΓΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρος, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Η Εκπαίδευση στην Άρτα | Σχολιάστε

Χιονισμένα Τζουμέρκα….

Τα Τζουμέρκα χιονισμένα, σε φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή, από την φωτογραφική έκθεση “Ηπειρωτική Ομορφιά”.  (Πηγή : Περιοδικό “ΤΟ ΒΟΥΝΟ”, 1938)

Δημοσιεύθηκε στη Τα Τζουμέρκα και τα χωριά τους | Σχολιάστε

Στον “Σταυρό” των Τζουμέρκων….

“Υψωμένος ο Σταυρός στα 2200 μέτρα είναι παραδομένος ολοχρονίς στους τέσσερις ανέμους. Τον δέρνουν ανελέητα οι καται γίδες, τον σκεπάζουν πρώιμα τα χιόνια του φθινοπώρου, τον τυλίγουν οι καταχνιές, τον λεηλατούν τ’ αστροπελέκια.

Όλοι οι πραταραίοι έχουν να “μολογάν” για νίλες ζωντανές προβάτων, αλόγων και ανθρώπων στον “καταραμένο” τόπο: ότι πάγωσαν ζυγουράκια από ξαφνική χιονοθύελλα, ότι το φ(ου)σάτο σήκωσε και γκρέμισε στα στεφάνια του Σταυρού ολόκληρο κοπάδι, ότι ανεμοδούρα αφάνισε αγωγιάτη μαζί με τα μουλάρια του, ότι οι σταυραετοί του άρπαζαν ζυγούρια και κατσίκια από τα κοπάδια το καταμεσήμερο, ότι αστραπή βάρεσε τζιομπάνο με το μισό κοπάδι του ότι, ότι, ότι….

Οι τζιομπαναραίοι από αρχαιοτάτων χρόνων έστησαν στον αυχένα του σταυρού έναν πέτρινο πύργο στον οποίο έχουν σφηνώσει έναν σιδερένιο σταυρό για να εξευμενίζουν τον Δία των Άκρων αλλά και για να μνημειώσουν στο διηνεκές το “Σταύρωμά τους στο “Ποιμενικό Πάθος”.

Στη φωτογραφία “Ιούνιος 1993 – Τα πρόβατα κατάκοπα φτάνουν στο Σταυρό, στην άκρη δεξιά η διάβαση “Αυτί”. (Πηγή :  : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Οι τσελιγκάδες του Βουργαρελίου!

“Στο κέντρο των Ανατολικών Τζουμέρκων χτισμένο το χωριό παρά τα όμορφα ξεκαλοκαιριά του δεν ανέπτυξε μεγάλη κτηνοτροφία γιατί οι κάτοικοί του είχαν την πρωτοπορεία στα γράμματα και στο εμπόριο. Έτσι στα χρόνια της Τουρκο- κρατίας τα γιδοπρόβατά του ήταν περίπου 2.000, στα προπολεμικά χρόνια διπλασιάστηκαν και σήμερα το χωριό έχει γύρω στις 4.500 γιδοπρόβατα από τα οποία 3.000 είναι νομαδικά.

Τέσσερα ήταν κι εξακολουθούν να είναι τα “μαντριά”, οι μεγαλόστρουγκες που φιλοξενούσαν τα κοπάδια των νομάδων του Βουργαρελιού: Το Λικένι στο οποίο έριχναν 1200 γιδοπρόβατα και είχε για στερφοτόπι τη μικρή Ρουίστα, η Αρχοντού που “έτρωγε” 1500 με στερφοτόπι το Λαθίρι, η Νένα με ζγουροτόπι τη Φαρδακοκύλα και το Κελάρι, “έτρωγαν” μαζί 1200 πρόβατα, τέλος η Πλιάκουζα και ο Σκλάβος που χωρούσαν μόνο 700 πρόβατα. Τα ξεκαλοκαιριά του Βουργαρελιού ήταν περιζήτητα για νοίκιασμα από τους νομάδες της γύρω περιοχής γιατί είναι ομαλά κι έχουν νερά. Η Μαύρη γκούρα, η βρύση του Σκλάβου, της Αρχοντούς, οι πηγές στο Βριζοκάλαμο ξεδιψούν τα γιδοπρόβατα του χωριού, όταν το καλοκαίρι είναι ξηρό και άβρεχο.

Το γεγονός ότι οι Βουργαρελιώτες είχαν στραφεί προς τα γράμματα και δεν είχαν πολλά κοπάδια δικά τους συνέβαλε ώστε στο χωριό τους να εγκατασταθούν Σαρακατσιαναίοι νομάδες που έκριναν τα λιβάδια της περιοχής ιδανικά ξεκαλοκαιριά για τα κοπάδια τους. Ο Θοδωριανίτης συγγραφέας Φίλιππος Κολοβός υποστηρίζει ότι η οικογένεια των Πλευραίων  προέρχεται από Σαρακατσιαναίους. Το ίδιο γράφει και ο Μελισσουργιώτης συγγραφέας Ν. Παπακώστας στη σελ. 297 των “Ηπειρωτικών ” του για τους Σοφαίους κτηνοτρόφους.

Μεγάλοι τσελιγκάδες του χωριού θεωρήθηκαν: Ο Γιώργος Δ. Πλεύρης κι ο Θωμάς Γ. Πλεύρης, που είχαν μισιακά τα πρόβατά τους με τον Κώστα Καραμπέκιο από τον Αετό Ξηρομέρου κι είχαν γίνει σταυραδέρφια (βλάμηδες) με τον Πραμαντιώτη Χρήστο Δ. Καρατζένη το 1924. Άλλοι τσελιγκάδες αναφέρονται: ο Γιώργος Π. Πλούμπης, ο Βαγγέλης Δ. Πλεύρης, τα παιδιά του Κώστα Τσιώρη: Δημήτρης, Νίκος και Γιώργος, ο Χρήστος Θύμιου Σόφης…” (Πηγή : ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, Ν. Καρατζένης, Άρτα, 1991)

Στη φωτογραφία του Βασίλη Γκανιάτσα, από το ίδιο βιβλίο “Βουργαρελιώτες πραταραίοι με τις κάπες τους στη στρούγκα Αρχοντού το καλοκαίρι του 1985. Από αριστερά : Στέλιος Γ. Γιανέλος, Γιώργος Κ. Στέργιος, Κώστας Δ. Στέργιος και Τάκης Σ. Μασούρας”.

Δημοσιεύθηκε στη Ποιμενική Ζωή | Σχολιάστε

Απογραφικοί πίνακες 1881

27 Νοεμβρίου 1881. Εφημερίς της Κυβερνήσες.Απογραφικοί πίνακες των κατοίκων των προσαρτηθεισών νέων χωρών Θεσσαλίας και Ηπείρου. (Από το αρχείο του κ. Μίμη Χριστοφιλάκη)

Δημοσιεύθηκε στη Η Απελευθέρωση το 1881 | Σχολιάστε

Της Αγίας Παρασκευής – Καγκελάρι στη Ροδαυγή

Καγκελάρι – Χορευτικό δρώμενο. Ένας χορός μοναδικός, ένας χορός ξεχωριστός, αλλιώτικος από τους άλλους, ένας χορός κυκλικός γύρω – γύρω στη μεγάλη πλατεία, ένας χορός με περίεργη χορογραφία.

Αντίφωνο το τραγούδι. Οι μπρπστάρηδες λένε τα λόγια και επαναλαμβάνουν με ρυθμό οι παραπίσω και οι γυναίκες. Τα βιολιά περιττεύουν, μόνο ανθρώπινες φωνές ακούς….

Στη φωτογραφία “1940 – Χορός στην πλατεία με τσολιάδες. Από αριστερά : Αλέκος Λάμπρης, Ανδρέας Τσάγκας και τέταρτος Παντελής Δημόπουλος”.

Σεβασμός στους γεροντότερους. Ο πιο έμπειρος, ο πιο μερακλής στο ρόλο του Μπαιρακτάρη, που πρωτοστατεί στον κύκλο και κανονίζει τις δίπλες και το σταυροκάγκελο. Ο παππάς ξεκινάει το χορό, μετά οι γεροντότεροι και οι Αρχές του χωριού, οι άνδρες, οι γυναίκες και τέλος τα παιδιά.

Στη φωτογραφία “1965 – Οι ιερείς ξεκινούν το καγκελάρι. Μπροστά ο παπα – Γιάννης Οικονόμου, συνοδεία οργάνων”. (Πηγή φωτογραφιών : ΡΟΔΑΥΓΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΤΕΣ, Χ. Σταύρος, Άρτα, 2020)

Δημοσιεύθηκε στη Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα | Σχολιάστε

Η Άρτα του 18ου αιώνα!

Άποψη της Άρτας το 1780, σε σκίτσο του LOUIS-FRANÇOIS CASSAS. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα και πιο παλιά σκίτσα της πόλης , σε πραγματικό χρόνο, που έχουν διασωθεί… (Πηγή :ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ LOUIS-FRANÇOIS CASSAS ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΤΑ ΤΟ 1780, Α. Καρρά, Άρτα, 2022)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στην Ενετοκρατία | Σχολιάστε