Στη φωτογραφία οι ράγες που μετέφεραν τα εμπορεύματα στις αποθήκες του τελωνείου και τα κτίρια πριν την αναστήλωσή τους. (Φωτογραφία Volker Möller)

Στη φωτογραφία οι ράγες που μετέφεραν τα εμπορεύματα στις αποθήκες του τελωνείου και τα κτίρια πριν την αναστήλωσή τους. (Φωτογραφία Volker Möller)

“….Και τώρα ας αναζητήσωμεν τον κυρ Τελώνην εν μέσω της ταραχής και του σκότους της θυελλώδους εκείνης νυκτός βαίνοντα προς ανεύρεσιν της αγνώστου και περιπλανωμένης γυναικός.
Κάτω, τα αλίπεδα της Κοπραίνης τα καλύπτει ζοφερόν σκότος. Δεν φαίνεται κανείς εκεί μέσα. Μόνον ο φανός της παραλίας ως τρεμοσβύνον άστρον της ηούς επιδεικνύει με δύναμιν πυγολαμπίδος την παρήγορον λάμψιν του.
Σιγή νεκρική βασιλεύει επί των μαύρων εκείνων εκτάσεων, ην κάπου, κάπου αι ιαχαί των αγρίων νησσών και ο πένθιμος κλαυθυρισμός της Τουρλίδος διακόπτουσιν.
Μέσα εις αυτήν την κόλασιν, πατών την παχείαν ιλύν της ποταμίου όχθης πορεύεται επανερχόμενος εις το χωρίον του ο κυρ Τελώνης…..
Κατηυθύνετο με ασυνήθην ταχύτητα προς το κελίον του και ήτο εύλογος η σπουδή του, διότι ενδεχόμενον η παγωνιά της νυκτός να ετερμάτιζε διά παντός και εντός των ηνεωγμένων λάκκων του αλιπέδου τον δρόμον του!
Μικρού δεν έπιπτεν εντός παρακειμένου βαθυτάτου έλους, αλλ’ ευτυχώς ο μικρός πάσσαλος, ον εκράτει πάντοτε προτεταμένον ενέκοψε την πτώσιν του.
-Εσώθην και τώρα, εψιθύρισε και εξηκολούθει να βαδίζη υβρίζων και βλασφημών.
Ένας δρομίσκος, έλεγεν, εχάθη και δι’ αυτά τα μέρη; Αυτός ο κόσμος που τα κατοικεί δεν ανοίγει το στόμα του να διαμαρτυρηθή;
Αλλά δεν έχουν φωνήν!
Πού να την εύρωσιν, αφ’ ου έκαστος πολίτης έχει και από μίαν αξίωσιν από την πολιτικήν, απαίτησιν προσωπικήν, ιδικήν του;……..(Πηγή : ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ, Ιωάννης Ζ. Οικονομόπουλος (Ρώμος Φιλύρας), Αθήνα, 1905)
Στη φωτογραφία το καλντερίμι που οδηγούσε στην Κόπραινα σε φωτογραφία του Volker Möller, αρχές του 1980.

Σύμφωνα με τον Ν. Σχινά ο «ΣΤΑΘΜΟΣ ΜΠΑΝΗ (82ος), ο οποίος αναφέρεται στο μυθιστόρημα «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ» ήταν ο τελευταίος ελληνικός σταθμός, στο χωριό Μπάνη, αποτελούμενος από καλύβα και «ξυλευόμενος εκ της 2 ½ ώρας απεχούσης θέσεως Αννίνου».
Ακριβώς απέναντι τούτου, στο χωριό Νεοχώριον βρισκόταν ο Ρ’(100ος) ομώνυμος οθωμανικός σταθμός. Μισή ώρα νοτιότερα του χωριού Μπάνη και στην αριστερή όχθη του Αράχθου βρισκόταν το χωριό Κομμένο με 330 κατοίκους. Απέναντι του χωριού Κομμένο βρισκόταν το ΡΑ’ (101ο) οθωμανικό φυλάκιο Φράκτη, που ήταν και το τελευταίο.
Οι σταθμοί Γλυκόριζο και Μπάνη, σήμερα δεν υπάρχουν καθώς και οι δύο έχουν παρασυρθεί από τις πλημμύρες του ποταμού Αράχθου. (Συγκεκριμένα το χωριό Μπάνη ερήμωσε λόγω πλημμύρας του ποταμού και οι κάτοικοί του μετοίκησαν στην Περάνθη και στη συνεχεία ίδρυσαν τον σημερινό Λουτρότοπο). –
Το μόνο που, την εποχή που το κατέγραψε με το φακό του το 2014 ο φωτογράφος Γ. Σκουλάς βρισκόταν σε καλή κατάσταση, ήταν το διώροφο τούρκικο Υποδιοικητήριο στο Νεοχώρι. Το κτίριο στέγαζε τόσο στρατώνα όσο και το σημείο συγκέντρωσης φόρων, πράγμα που το έκανε διπλά μισητό και τώρα ανήκει στην οικογένεια Βόττη. Σήμερα όμως, όπως φαίνεται και στην επόμενη φωτογραφία το κτίριο έχει εγκαταλειφθεί εντελώς.» (Πηγή : Η ΟΡΟΘΕΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ, Α. ΚΑΡΡΑ, ΑΡΤΑ, 2021, που μπορείτε να το διαβάσετε στο λινκ https://doxesdespotatou.com/wp-content/uploads/2022/09/Η-Οροθετική-Γραμμή-του-Αράχθου-το-1881.pdf
Στη φωτογραφία από την ίδια εργασία “Το οθωμανικό Υποδιοικητήριο και στρατιωτικός σταθμός στο Νεοχώρι, κοντά στην έξοδο στον Αμβρακικό”. (Φωτο Γ. Σκουλάς, 2014)

Εικάζουμε ότι πρόκειται για το πρώτο «λογοτεχνικό» έργο που γράφτηκε για την περιοχή της Άρτας κατά το έτος 1903. Το μικρό αυτό μυθιστόρημα, που αποτελείται από 100 σελίδες, διηγείται τη ζωή των ανθρώπων κοντά στο χωριό Νεοχώρι της Άρτας το οποίο βρίσκονταν από την απέναντι πλευρά του ποταμού, στο «τούρκικο» στις παραμονές του Αγίου Δημητρίου. Στην απ’ εδώ ελληνική πλευρά υπήρχε ο τελευταίος ελληνικός συνοριακός σταθμός ΜΠΑΝΗ (82ος) που είχε Σταθμάρχη και λίγο πιο μακριά, στην Κόπραινα υπήρχε Ελληνικό τελωνείο. Στο μυθιστόρημα συναντιούνται ο Έλληνας Τελώνης, ο Σταθμάρχης του Ελληνικού σταθμού, κάποιοι κάτοικοι της περιοχής και μια Εβραιοπούλα ονόματι Εσθήρ……
Το μυθιστόρημα γράφτηκε από τον Ιωάννη Ζ. Οικονομόπουλο και εκδόθηκε το 1905 από την «ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ – ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ». Πρόκειται για τον συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφο Ρώμο Φιλύρα (1888-1942) που γεννήθηκε στο Κιάτο της Κορινθίας και νωρίς εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Οικονομόπουλος και το εν λόγω μυθιστόρημα είναι από τα πρώτα έργα του όπου ο ποιητής – συγγραφέας δεν χρησιμοποιούσε ακόμη ψευδώνυμο. Το 1902 εγράφη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εσπούδασε Νομικά, αλλά ποτέ δεν ολοκλήρωσε αυτές τις σπουδές. Τη σχέση του με τη νομική την διακρίνουμε και στον πρόλογο του μυθιστορήματος…….Υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός αλλά το μονιμότερό του επάγγελμα ήταν η δημοσιογραφία. Αρρώστησε και κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο το 1927 αλλά συνέχισε να γράφει σ’ όλο το διάστημα του εγκλεισμού του μέχρι το θάνατό του.
Αν κρίνουμε από την ημερομηνία γέννησης του ποιητή, το μυθιστόρημα «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΟΧΘΩΝ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ» γράφτηκε όταν ο Ρώμος Φιλύρας ήταν 15 ετών και πρέπει να αποτελεί την πιο πρώιμη απόπειρα του συγγραφέα να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το βρούμε σε καμιά αναφορά σχετικά με τη συγγραφική του δράση, ούτε για το αν ο Ρώμος Φιλήρας έζησε κάποιο χρονικό διάστημα στην Άρτα. Ίσως έζησε στην Άρτα λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν εκπαιδευτικός. Ο πρόλογος πάντως στο βιβλίο φέρει την ημερομηνία «Εν Άρτη τη 25 Οκτωβρίου 1903». Βέβαια στο βιογραφικό του διαβάζουμε ότι «……..η 1η εμφάνισή του στο λογοτεχνικό χώρο πραγματοποιήθηκε με πεζό που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Μυτιλήνης, Χαραυγή. Μαθητής Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με περιοδικά κι εφημερίδες της εποχής (Νουμάς, Διάπλαση των Παίδων, Ακρόπολις, Πρόοδος, Νέα Ελλάς, Πατρίς, Ελεύθερον Βήμα, Καθημερινή, Ηγησώ, Εστία, Νέα Εστία, Κύκλος, Ξεκίνημα κ.ά.), όπου δημοσίευσε ποιήματα, χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Οι δημοσιεύσεις ποιημάτων και πεζών στη Διάπλαση Των Παίδων, ήτανε πάντα με το πραγματικό του όνομα. Από το 1903 υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για τα ποιήματα που δημοσίευε στο λογοτεχνικό περιοδικό Νουμάς. Το 1911 εξέδωσε τη 1η του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ρόδα Στον Αφρό».
(Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για τον συγγραφέα στο λινκhttps://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=390
και στο λινκ https://www.dimitroulia.gr/rwmos_filyras_apanta_ta_eyrethenta-article-679.html?category_id=65
Στις φωτογραφίες το εξώφυλο και ο πρόλογος του μυθιστορήματος.




“Το 1958 στην τοποθεσία Φελίκες Αγνάντων η Παρθενία Αναγνώστου και η Σπυριδούλα Κοντογιάννη. Με τον τορβά “γεμάτο θέληση” για γράμματα από την Πλατανούσα και το Μονολίθι για την Άγναντα”. Μια τρυφερή φωτογραφία από το βιβλίο του Χρήστου Τούμπουρου, που θυμίζει σε πολλούς από εμάς, τα χιλιόμετρα που περπατήσαμε, με βροχές και με χιόνια για να πάμε στο Γυμνάσιο…..
(Πηγή : ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ, Χ. Α. Τούμπουρου, Αθήνα,2009)

“………Με την απελευθέρωση και της άλλης Ηπείρου το 1913, ιδρύθηκε Ελληνικό Σχολείο και στο Καλέτζι Κατσανοχωρίων, όπου φοίτησαν μαθητές κι από τους Ραφταναίους. Τα παιδιά ξεκινούσαν με τα πόδια από τους Ραφταναίους κι αφού περνούσαν την κορυφή του Στέκου, κατέβαιναν την απότομη και κάπως επικίνδυνη πλαγιά του βουνού για να καταλήξουν στον Άραχθο ποταμό, κοντά στη θέση «Κωσταλάτα». Εδώ είχαν το μεγάλο πρόβλημα. Έπρεπε να περάσουν μέσα στο ποτάμι για να βγουν απέναντι στην «Κλίφκη» για να πάρουν τον ανήφορο προς το Καλέντζι.
Επικίνδυνο το εγχείρημα παρά την ζωηρότητα των παιδιών και την πείρα που είχαν αποκτήσει να βρίσκουν το κατάλληλο σημείο (πόρος) για να περνούν το ποτάμι. Αυτό γινόνταν δυο φορές την εβδομάδα ή το 15/μερο, που οι μαθητές τη μια φορά πήγαιναν στο σχολείο και την άλλη επέστρεφαν στα σπίτια τους για να προμηθευτούν τρόφιμα, να πλυθούν και ν’ αλλάξουν τα ρούχα τους. Δύσκολα κι επικίνδυνα τα χρόνια!
Τον χειμώνα του 1925 συνέβη το εξής θλιβερό γεγονός : Από το Καλέντζι επέστρεφαν στα σπίτια τους στους Ραφταναίους οι μαθητές Γεώργιος Μπουρνάκας (αργότερα γιατρός με τραγικό τέλος), ο Σπύρος Χ. Μήτσης (αργότερα τεχνικός δημοσίων έργων) και ο Ιωάννης Κώστα Χρήστου Γούλας από τον συνοικισμό του Φράξου, 15 χρονών. Έφτασαν στον ΄Αραχθο και βρήκαν το ποτάμι πλημμυρισμένο. Ο Ι. Γούλας είχε στον ώμο του κι ένα δοχείο τενεκεδένιο άδειο (μπούγλα), με το οποίο είχε μεταφέρει τσίπουρο από το Φράξο, δώρο του πατέρα του προς το σπιτονοικοκύρη του. Οι μαθητές, μαθημένοι, δεν φοβήθηκαν τον ποταμό. Βρήκαν τον πόρο, έβγαλαν τα παππούτσια τους και τα παντελόνια τους και μπήκαν στο ποτάμι.
Προχωρούσαν προσεκτικά, μα φτάνοντας στη μέση της διαδρομής, το νερό ανέβηκε στις πλάτες τους. Στο σημείο αυτό η μπούγλα στάθηκε μοιραία για τον έφηβο Ιωάννη Γούλα. Το δοχείο γέμισε νερό και καθώς ήταν περασμένο σταυρωτά στην πλάτη του, παρέσυρε το παιδί, που χάνοντας την ισορροπία του, βούλιαξε στο ρεύμα. Παρά τις προσπάθειές του και τις προτροπές των άλλων παιδιών να μη χάσει το θάρρος του, πνίγηκε στον Άραχθο. Οι άλλοι δυο μαθητές διάβηκαν το ποτάμι και τρέχοντας στον ανήφορο, έφτασαν στα Βουνόρια και ειδοποίησαν τους χωριανούς για το χαμό του συμμαθητή τους. Πολλοί κατέβηκαν στην ακροποταμιά και ψάχνοντας πολλές ώρες, βρήκαν το σώμα του πνιγμένου μαθητή και με θρήνους και μοιρολόγια το φέραν στο χωριό……..” (Πηγή : ΟΙ ΡΑΦΤΑΝΑΙΟΙ, Δ. Ι. Παπαδημητρίου, Ιωάννινα, 1998)
Στη φωτογραφία ” Άνοιξη του 1958. Μαθητές από το Μονολίθι (Βορδό) στα λιβάδια, στο δρόμο για το Γυμνάσιο Αγνάντων. Όρθιοι από αριστερά : Γιάννης Στασινός, Αριστοτέλης Γιώτης, Χρίστος Κοντογιάννης, άγνωστος,. Καθιστοί από αριστερά: Δημήτριος Στασινός, Λεωνίδας Στεργίου και Νικόλαος Στασινός” (Πηγή : ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ, Χ. Α. Τούμπουρου, Αθήνα,2009)

“Μουχούστι 1964. Οι μαθητές του δημοτικού σχολείου Μουχουστίου με τον παπα-Ηλία και τον δάσκαλο Κώστα Φίλιο”. (Πηγή : ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΓΝΑΝΤΩΝ, Χ.Α. Τούμπουρου, Αθήνα,2009)

“………Ο Γυμνασιάρχης μας ήταν φανατικός καθαρευουσιάνος, οπαδός καί θαυμαστής τών καθηγητών του Πανεπιστημίου Μιστριώτη καί Κόντου. Διαβασμένος γραμματοδάσκαλος, μέ καλό μεταδοτικό, αλλά στενοκέφαλος. Τά κείμενα τών άρχαίων ήταν γι’ αύτόν πρακτική εφαρμογή τών κανόνων τής Γραμματικής καί του Συντακτικού του Κατεβαίνη……………
Ή Χριστιανική Ηθική ήταν τό πάθος του. Σέ κάθε μάθημα θάβρισκε αφορμή να κάνει μιά παρέκβαση γιά νά μάς αναπτύξη κάποιο σχετικό θέμα. Ή παρακολούθηση τών εξωσχολικών βιβλίων καί περιοδικών πού διαβάζαμε ήταν τέλεια οργανωμένη αστυνόμευση. Από τό πρακτορείο τών Εφημερίδων, από τά βιβλιοπωλεία, από τον επιστάτη τού Γυμνασίου, καί από έμπιστους μαθητές τής ευμένειάς του, πού τούς είχε πληροφοριοδότες (τώρα μέ τον καινούργιον νεολογισμό αύτούς θά τούς λέγαμε «καρφιά» ) μάθαινε τί λογής βιβλία καί περιοδικά διαβάζαμε.
Εγώ καί ό μακαρίτης φίλος μου Ν.Π. καί κάμποσοι ακόμα συμμαθητές μας, οπαδοί τής δημοτικής – χωρίς καθόλου νά υστερούμε στ’ αρχαία – αγαπούσαμε τήν λογοτεχνία καί διαβάζαμε τό «ΝΟΥΜΑ». Καί διψώντας γιά πλατύτερη μάθηση άγοράζαμε, αλληλοδανειζόμασταν καί διαβάζαμε από τά παραπάνω βιβλία. Καί φυσικά στις συντροφιές μας, μέ τις απλερες άκόμα δυνάμεις μας, σχολιάζαμε τις εντυπώσεις μας άπό τά διαβάσματά μας. Ό Γυμνασιάρχης μας πού έβλεπε στά βιβλιοπωλεία αυτά τά βιβλία κι ανησυχούσε «διά τήν ηθικήν καί πνευματικήν μας μόλυνσιν», συχνά μάς σύσταινε νά αποφεύγουμε τούς παραπάνω συγγραφείς.Τούς ελεγε κοροϊδευτικά «φιλοζόφους». «Σκοτίζουν αντί νά φορτίζουν τό πνεύμα σας». Μά, κατά ποιά μεριά είταν ό «ζόφος», – τό σκοτάδι – ποιός τολμούσε νά του αντιμιλήσει ;
Είμασταν στήν τελευταία τάξη του Γυμνασίου (1920). Όταν έμαθε τά παραπάνω διαβάσματά μας, έγινε θηρίο. Κι’ ο λαχνός τής δοκιμασίας επεσε σέ μένα καί στον φίλο μου Ν.Π.
Ένα πρωί πού είχαμε μάθημα αρχαίων – Ηλεκτρα του Σοφοκλή – μάς εβγαλε μάθημα. – Πήραμε τά βιβλία μας καί βγήκαμε κοντά στήν έδρα, ήσυχοι κι ανύποπτοι, γιατί ειμασταν πάντοτε διαβασμένοι. Πρώτος στή σειρά ό Ν.Π. Μ’ ένα ύφος οργισμένο, φανερά εχθρικό, τον διάταξε : «Λέγε τό Σύμβολον τής Πίστεως – Τό Πιστεύω». Έκπληξη στήν τάξη καί σ’ έμάς ταραχή. Άρχισε ό καύμένος Ν.Δ. νά τό λέει. Κι εκεί πού εγώ τον καλοτύχιζα πού τά κατάφερνε μιά χαρά καί καρδιοχτυπούσα κι αναρωτιόμουνα τί τάχα θά σκαρφισθεί νά μέ βάλει νά πω εγώ, ξαφνικα ο Ν.Π. μπέρδεψε τή σειρά, τάχασε, ξερόβηξε και σταμάτησε. Τήν ίδια στιγμή ένα σύγκρυο πανικού πέρασε τή ραχοκοκκαλιά μου. Η γλώσσα μου καί τό λαρύγγι μου ξεράθηκαν καί κόλλησαν. Τ’ αυτιά μου βούιζαν κ’ όταν, όπως τό περίμενα, με διάταξε νά συνεχίσω εγώ παρακάτω, έμεινα άναυδος, απολιθωμένος. Τό «Πιστεύω» καί τό «Πάτερ ημών» χιλιοειπωμένα σ’ όλα μας τά μαθητικά χρόνια, στό Σχολείο καί στήν Εκκλησία, τά ξέραμε καί τά λέγαμε μέ άνεση καί ακρίβεια σάν άπό δίσκο γραμμοφώνου. Ή εμπλοκή, τό σταμάτημα τής βελόνας, ήταν άποτέλεσμα του ψυχικού συγκλονισμού άπό τον αιφνιδιασμό καί τήν έχθρική μεταχείριση που μας παρέλυσε. Μας κοίταζε τώρα ικανοποιημένος γιά τό κατόρθωμά του, όπως θά κοίταζε ό κυνηγός δυο λαγούς πού πιάστηκαν στά σιδερένια δόκανά του. Νέκρα στήν αίθουσα. Γιά μιά στιγμή τόλμησε ο Ν.Π. νά μουρμουρίση παραπονετικά : – «Κύριε Γυμνασιάρχα δεν έχουμε μάθημα Θρησκευτικά, έχουμε Αρχαία, Ηλέκτρα». Αυτό ήταν. Αυτό περίμενε. Μέ μιας άστραψε καί βρόντησε ό κεραυνός : «Αυτά είναι τά αποτελέσματα των αθεϊστικών βιβλίων καί περιοδικών τά όποια διαβάζετε, σεις καί μερικοί άλλοι. Απαρνηθήκατε τήν πίστιν καί τήν θρησκείαν σας καί απεξενώθητε από τά Ιερά Γράμματά της. Γι’ αύτό τά λησμονήσατε – Απαρνηθήκατε και περιφρονείτε τήν γλώσσα των ενδόξων προγόνων σας καί αντ’ αυτής, τήν οποίαν
θαυμάζει όλος ό πολιτισμένος κόσμος, διά τον πλούτον καί τό κάλλος της, εγίνατε θαυμασταί τής χυδαίας γλώσσης των τσομπαναραίων, καί των αγροίκων, των αμαθών καί τών αγραμμάτων. Καί εγίνατε επί πλέον κακόν παράδειγμα διά τούς λοιπούς συμμαθητάς σας μέ τάς μωροδοξίας σας. Εάν δέν σύνελθετε, δέν θά έχετε πλέον θέσιν εις αυτήν τήν αίθουσαν.Καθήστε. Διά τήν τύχην σας θά άποφασίση ο Σύλλογος τών κυρίων καθηγητών. Τό άπόγευμα νά ελθετε εις τό Γραφείον μου μετά τών κηδεμόνων σας». Υπόδικοι λοιπόν. Μύριζε αποβολή…..
Αξιολύπητοι, εξουθενωμένοι από τήν ταπείνωση καί τήν αγωνία γιά τήν τύχη μας, γυρίσαμε καταντροπιασμένοι στά θρανία μας καί λουφάξαμε.Τό απόγευμα πήγαμε, στό Γραφείο, εγώ μέ τον πατέρα μου καί ό Ν.Π. με τον πάππο του, πού ήταν εφημέριος στον ‘Αγιο Σπυρίδωνα τής Άρτας.
Όσα μας έψαλλε τό πρωί, τά είπε διπλά καί τρίδιπλα στούς κηδεμόνες μας. «Σας εκάλεσα νά σάς πληροφορήσω ότι τά παιδιά σας πήραν τον κακό δρόμο. Σεις μοχθείτε ό ένας μέ τό μπρίκι (ό πατέρας μου ειχε καφενείο) καί σύ Παπαβασίλη μέ τό πετραχήλι, νά τούς κάμετε ανθρώπους καί αυτοί εγκατέλειψαν τά μαθήματά των καί διαβάζουν βιβλία καί περιοδικά αθεϊστικά, γραμμένα όχι στη γλώσσα των εγγραμμάτων την οποίαν τούς διδάσκομεν, αλλά των χωρικών καί τών θαμώνων των καφενείων.Λυπούμαι καί σάς καί αυτούς τούς ανοήτους, οί οποίοι έφθασαν εις τό χείλος του κρημνού, εις την καταστροφήν του μέλλοντός των καί μάλιστα τώρα ότε εγγύζουν εις τό τέρμα τών σπουδών των. Δέν θέλω νά τούς καταστρέψω, έχω ομως εύθύνην απέναντι τής Πολιτείας. Εάν θέλουν νά σωθούν, θά μου υποσχεθούν εδώ, ενώπιον σας, οτι μέχρι τέλους του σχολικού έτους, οπότε θά γίνουν ακαδημαϊκοί πολίται καί θά εξέλθουν τής δικαιοδοσίας μου, δέν θά πιάσουν στά χέρια των κανένα από αυτά τά βρωμερά βιβλία καί περιοδικά κ.λ.π.».
Κι όταν τελείωσε, πρίν προλάβουν νά συνέλθουν από τά οσα άκουσαν φοβερά καί τρομερά οί κεραυνόπληκτοι κηδεμόνες μας, γύρισε σ’ εμάς κι’ επιτακτικά, κοφτά, μάς ρώτησε : Λέγετε, τό υπόσχεσθε ; Κι οί δυο μ’ ένα στόμα : – «Τό υποσχόμεθα κύριε Γυμνασιάρχα».
—«Θά παρακολουθήσω αγρύπνως την διαγωγήν σας». – «Μάλιστα κύριε Γυμνασιάρχα».
Ό βραχνάς πέρασε. Ανασάναμε. Καθώς ήταν μπροστά μου ό Παπαβασίλης, ό νους μου πήγε στήν ιεροτελεστία του βαπτίσματος, μέ την γνωστή έρωτοαπόκριση.
—Αποτάσσει του Σατανά,
—Απεταξάμην…..
Ως που νά φτάσουμε στο τέλος του Σχολικού έτους, κόπηκαν μέ τό μαχαίρι ό ΝΟΎΜΑΣ, τά «φιλοζοφικά» καί τ’ άλλα εξωσχολικά βιβλία κι οί συντροφιές. Παντού υποψιαζόμασταν πώς τά μάτια καί τ’ αυτιά του Γυμνασιάρχη μάς παρακολουθούσαν. Προβαστήκαμε καί οί δυό.
Μόλις έβαλα τό απολυτήριο στο χέρι, πρώτη μου δουλειά ήταν νά στείλω ν’ αγοράσω τά τεύχη τού ΝΟΥΜΑ, πού δέν ειχα πάρει στο διάστημα τής «καραντίνας», τής απαγόρευσης. Κι έτσι ακέριον αυτόν τον τόμο, τον έχω όμορφα δεμένον, ακριβό κειμήλιο καί νοσταλγικό ενθύμιο τής νεανικής μαθητικής μου ζωής….” (Πηγή : “Σχολεία και παιδεία στην Άρτα, στις αρχές του αιώνα μας”, Νίκος Ευταξίας, ΣΚΟΥΦΑΣ, Τόμος ΣΤ’, 1979)
Στη φωτογραφία “Σχολικό έτος 1948-49 :Ο Βασίλης Καρατσιώλης με συμμαθητές του σκάβουν τον κήπο του σχολείου και βγάζουν τις πέτρες της αυλής”. Φωτο από το αρχείο Β. Καρατσιώλη, όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Ε. Ιντζέμπελη ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΡΤΑΣ, Πάτρα, 2013)

3 Ιουλίου 1955 – Κοινή εκδρομή των Δημοτικών Σχολείων Ραφταναίων και Αμπελοχωρίου στα Πράμαντα. Διδάσκαλοι οι Σπύρος Καλδάνης, Ηλίας Καραμάνης και Κων/νος Σιόντης. (Πηγή : ΟΙ ΡΑΦΤΑΝΑΙΟΙ, Δ. Ι. Παπαδημητρίου, Ιωάννινα, 1998)

Συντάχτηκε στις 10 Ιουνίου 1883 (αριθ. Συμβολαίου 1467 Συμβολαιογράφου Άρτης Κων/νου Βάλλα) μεταξύ του Κ. Καραπάνου και 7μελούς επιτροπής των Ραφτανιτών. Το χρηματικό ποσό της εξαγοράς ορίστηκε σε 1360 χρυσές τουρκικές λίρες δηλ. 34.000 νέες δραχμές, μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη. Το Συμβόλαιο προέβλεπε να δοθούν αμέσως σαν προκαταβολή 280 λίρες. Οι υπόλοιπες θα πληρώνονταν σε 5 δόσεις με ετήσιο τόκο 8%. Η όλη αποπληρωμή των συμφωνηθέντων θα έπρεπε να τελειώσει την 1 – 10 – 1887, ημερομηνία που οι αγοραστές θα αποκτούσαν την κυριότητα των κτημάτων….
Υπήρχε μάλιστα στο Συμβόλαιο ο εξής σκληρός και άδικος όρος : Αν κάποια ημερομηνία καταβολής δόσεων παρεβιάζετο, το Συμβόλαιο θεωρούνταν άκυρο και η κυριότητα έμενε στον Καραπάνο, χωρίς επιστροφή των μέχρι τότε πληρωθέντων χρημάτων. Ακόμη προβλεπόνταν ότι ο Καραπάνος μέχρι την χρονολογία αποπληρωμής, είχε το δικαίωμα να εγγράφει το χωριό Υποθήκη στις συναλλαγές του…..(Πηγή : ΟΙ ΡΑΦΤΑΝΑΙΟΙ, Δ. Ι. Παπαδημητρίο, Ιωάννινα, 1998)



