
Αρχές δεκαετίας ’50. Οι μηχανές άρχισαν να κυκλοφορούν πιο μαζικά στους δρόμους της Άρτας, ωστόσο ήταν ακόμη είδος άξιο θαυμασμού από τους διαβάτες. Και βέβαια προϋπέθεταν και το κατάλληλο στυλ…..(Φωτο από αρχείο Φ.Μ.)
“……Όμως το πολύ και το καλό, ήτανε με τους καλαθάδες. Τ’ αγοράζανε τα καλάμια δεμάτια ανά πενήντα, καλοψωμωμένα και κομμένα γύρα το φθινόπωρο όπου στρίβανε τα καλαμόφυλλα.
Και ήτανε ένα σόδεμα για το νοικύρη όπου τάχε, για τον εργάτη όπου τ’ άκοβε και τα δεμάτιαζε, για τον αγωγιάτη όπου τα κουβάλαγε στο Μουχούστη, στους καλαθάδες. Στο Μουχούστη, οπούητανε τότε, αυγή βράδυ, ο τόπος που συνάζονταν η αργατιά του κάμπου, οι έμποροι και οι αφεντάδες. Και ήταν ένα σόδεμα για μας τα παιδόπουλα, τα σκολιαρούδια της γειτονιάς που καθισμένα σ’ ένα σκαμνάκι και με μια κεραμύδα δεμένη στο ποδάρι λίγο απάνω από το γόνατο για να μην μας κόβουνε τα κόμπια, καθαρίζαμε με το μαχαίρι τα καλαμόφυλλα, ίσα για το παστέλι και τις καραμέλες. Καθαρισμένα, κάποιοι τεχννίτες από τους καλαθάδες τα σχίζανε με το μαχαίρι στα τέσσερα ή στα έξι, ανάλογα με το πάχος, από την κορφή ως το τέλος, κόβοντας λίγο το πολύ λιανό στο τέλος, όπου δεν σχίζονταν και μ’ αυτές τις άκρες ανάβανε φωτιά οι καλαθάδες το χειμώνα στα εργαστήριά τους να ζεσταθούνε.
Όμως μόνο με τα καλάμια, δεν γίνονταν στέρεα τα καλάθια, θέλανε οπωσδήποτε και βέργες. Αυτές ήτανε νειά βλαστάρια από λιγαργιές, «λιγές» τις λέμε στον τόπο μας. Χαμόδεντρα που φυτρώνουν σε μέρη βαρκά, σε βαλτότοπους και σε άκρες από ποτάμια. Εκεί το φθινόπωρο, σαν πέφτανε τα φύλλα, γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά, τις κόβανε και δεματάκια καθώς τις κάνανε, τις πουλάγανε στους καλαθάδες.
Μ’ αυτές τις βέργες, τα καλφούδια πλέκανε τους πάτους των κοφινιών, απέ οι μάστοροι με πολύ τέχνη και μεράκι συνεχίζανε και σε καμιά ώρα το κοφίνι ήταν έτοιμο, με τα ζωνάρια του και με τα χερούλια του για να πηγαινοέρχεται εύκολα πέρα δώθε και άδειο και γιομάτο.
Σ’ αυτές τις κόφες βάζανε οι έμποροι τα πορτοκάλια αφού οι εργάτριες τα συπανιάζανε από μέσα με μια γαλάζια λαδόκολα για να μην τρυπάνε στη μεταφορά τα πορτοκάλια από τα κόμπια των καλαμιών. Γιομάτα, τα σκεπάζανε με λίγο ξηρό χορτάρι και από πάνω τα ράβανε με κομμάτι από λινάτσα. Κι έτσι, μέσω Κόπραινας, με τις μαόνες και τα παπόργια, τραβούσανε για του κόσμου τα λιμάνια, κι από κει για την κατανάλωση.
Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια το Μουχούστι από γυφτομαχαλάς οπουήτανε με τους σιδεράδες και τους πεταλωτήδες, γίνηκε χώρος εμπορικός και βιοτεχνικός, καθώς θα λέμε σήμερα.
Δέκα, είκοσι καλαθάδικα, δουλεύανεναπό το χάραμα ως τα μαύρα μεσάνυχτα με βάρδιες και όλοι, μικροί και μεγάλοι, καλοπληρώνονταν. Και η ευημερία σέρνει πίσω της κι άλλα χίλια δυο καλά. Πάσα μέρα κολατσιό με καθάριος ψωμί, καρβέλι ακαίργιο κάτασορο και προσφάι, χώργια το γιόμα γιομάτο ως απάνω στο ράμα το κατσαρόλι με το μαγείρεμα. Κάπου, κάπου και από καμιά κούπα κρασί, έτσι για το κέφι και για τη δύναμη. Της δε Κυριακής τ’ απόβραδο, το δίχως άλλο, νταβά με μεζέ, και στο κρασοπλιό, δίπλα με τους ραφτάδες, τους τσαγκαράδες και που και που με τους μπαρμπέρηδες……..” (Πηγή : Άρθρο του Νίκου Καραβασίλη στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ με τίτλο Μηχανήματα και…όνειρα ….φρούδα, Ιούνιος – Ιούλιος 1996)

Καλαθοπλέχτης στην Άρτα – Φωτογραφία Νο 114 στο βιβλίο της Ροδούλας Σταθάκη – Κουμάρη με τίτλο Η ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ, 1985

Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ροδούλας Σταθάκη με την παραπάνω φωτογραφία. Μπορείτε να διαβάσετε το βιβλίο με τις πολύ ωραίες φωτογραφίες στο λινκ https://www.ggb.gr/%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%98%CE%9F%CE%A0%CE%9B%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%20001%20%CE%97%20%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%98%CE%9F%CE%A0%CE%9B%CE%95%CE%9A%CE%A4%CE%99%CE%9A%CE%97%20%CE%A3%CE%A4%CE%97%CE%9D%20%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%91%CE%94%CE%91%20%20%CE%A1%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%A5%CE%9B%CE%91%20%CE%A3%CE%A4%CE%91%CE%98%CE%91%CE%9A%CE%97-%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%9C%CE%91%CE%A1%CE%97

“Κόφα Άρτας” – Φωτογραφία με το Νο 115 από το παραπάνω βιβλίο.
Μπορείτε να δείτε και την φωτογραφία με τους καλαθάδες δίπλα στο γεφύρι στο λινκ https://doxesdespotatou.com/kalathoplechtes-sto-gefyri/
“….Γλύνα και άμμος το χώμα στον κάμπο, και άσωτο το νερό, πότε από τις ατέλειωτες Αρτηνές βροχές, πότε από τις δροσιές της άνοιξηςκαι πότε από του ποταμού τα νεραγώγια, θρασομανάγανε στις παραβολές και στα χαντάκια τα βάτα και τα καλάμια. Μπελιάς τρανός και τα δυό, μα από τα καλάμια κάποιοι είχανε και κάποιες απολαβές….Ήταν φράχτης που χώριζε του κάθε νοικοκύρη το σύνορο. Ήτανε ο απόγονος για τις πορτοκαλιές που τις φύλαγε από το άγριο φυσατό του παγωμένου βοργιά του χειμώνα. Ήταν το υλικό που φράζανε οι νοικοκυρές τα κηπάρια τους, που πλέκανε οι μαραγκοί τους διαχωριστικούς τσιατμάδες στα νιόφκια στα σπίτια, που στήνανε οι φτωχοί της καλύβες τους. Που ραβδίζανε οι Αρτηνοί τις ελιές τους, που φτάνανε τα φραγκόσυκα, που φκιάνανε τα βλαχόπουλα τις φλογέρες τους, και χόργια που αν κάτσουμε και τ’ αραδιάσουμε όλα τα όσα φκιάνουν οι νοικοκυραίοι με τα καλάμια τους, σωμούς δεν θάχει αυτό το μολόημα. Χώρια που καθώς είπε ο άλλος ο καημένος – καβάλα στο καλάμι τον κόσμο γύρισα……”(Πηγή : Άρθρο του Νίκου Καραβασίλη στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ με τίτλο Μηχανήματα και…όνειρα ….φρούδα, Ιούνιος – Ιούλιος 1996)

Θρησκευτική εκδρομή Αρτηνών και αναμνηστική φωτογραφία δίπλα στους καλαμιώνες. Στα αριστερά, δεύτερος μετά την κυρία, ο χοροδιδάσκαλος Παλάντζας με την χαρακτηριστική κόμη….(Φωτο από αρχείο Φ. Μ.)

1956 : Με το Σύλλογο ΣΚΟΥΦΑ εκδρομή στο Μονοδέντρι
Διακρίνονται οι : Ευτυχία Τσέτη, Κος Οικονόμου, Κος Βαφιάς, Κος & Κα Ευταξία με το γιό τους, Φωκίων Μαστραπάς, Κος & Κα Πετροπούλου, Τάκης Ευταξίας με τη σύζυγό του, Λέλα Ματσόκη – Κοντοδήμα, Άλκης Μπανταλούκας, Πάνος Πολύζος, Τάκης Γαλάνης κ.α.
(Φωτο από αρχείο Λέλας Ματσόκη – Κοντοδήμα)
“……….Συναντηθήκαμε με το φίλο μου στον «Μπαικούση» που κτιριακά θυμίζει αρκετά από το αιωνόβιο καφενείο. Κι αφού πήραμε το καφεδάκι μας, είμαστε έτοιμοι να ανεβούμε στην οδό Σκουφά προς το κέντρο. Ο φίλος μου κοντοστεκόταν, σαν κάτι να έβλεπε κοιτάζοντας το χώρο πίσω στο παρελθόν…………..Είπε λοιπόν πως έβλεπε εκεί γύρω την εργατιά που μαζεύονταν λίαν πρωί με τα καλάθια στα χέρια να πάει για δουλειά, για τον επιούσιο…..
Λίγα βήματα πιο πάνω ήταν ο λαϊκός βάρδος Αποστόλης Καραπάνος με την καραβόπανη μπλε ποδιά του και το εργαστήρι της βαρκίνας του.
Και αριστερά, ακριβώς απέναντι τα καλαθάδικα. Απέξω από τα εργαστήρια όρθια στους τοίχους δεμάτια από καλάμια. Οι απλοί μηχανισμοί στημένοι για να σχίζονται. Καλάθια όμορφα πλεγμένα, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Μερικές επιγραφές «Καλαθοποιείον», «Κορίνη», «Τζαχρήστα» και άλλων ιδιοκτητών.
Αν γυρίζαμε πιο πολύ πίσω το χρόνο και φτάναμε στην Τουρκοκρατία, τότε ακριβώς απέναντι από του Μπαικούση θα βλέπαμε έναν χώρο αρκετών στρεμμάτων που στάθμευαν καμήλες. Την τότε παρουσία τους διασώζει σήμερα η οδός Καμηλών. Πιο πάνω, εκεί στα καλαθάδικα, υπήρχε ο φούρνος του Γουνόπουλου όπου δεκάδες χρόνια οι μαθητές του Γυμνασίου έτρεχαν στα διαλλείματα για να πάρουν την πενηντάλεπτης αξίας συνήθως φέτα μαύρου ή άσπρου ψωμιού. Και ακριβώς μετά τους καλαθάδες προπολεμικά το σπίτι του «Αμερικάνου» Χιτόπουλου. Μέχρι τον αύλειο χώρο του Α’ Δημοτικού Σχολείου ήταν τα Γύφτικα. Οι γύφτοι ασκούσαν την πανάρχαια τέχνη τους. Έφτιαχναν πυροστιές και άλλα χρήσιμα σιδερικά, καθώς είναι οι πρώτοι σιδηρουργοί της ιστορίας της ανθρωπότητας. Εννοείται ότι τα γύφτικα απλώνονταν και από τα δύο μέρη της οδού Σκουφά. Καθώς παρατηρούσαμε το χώρο του Δημοτικού Σχολείου, η μνήμη ανέσυρε πληροφορίες του Τάκη Βαφιά. Ο χώρος ανήκε στην Παρηγορήτρια η οποία τον δώρισε στον νεοιδρυθέντα σύλλογο Σκουφά. Ο Σκουφάς τον έκανε Γυμναστήριο και καθιέρωσε αγώνες όπως γινόταν στην Αθήνα, Ολυμπιακούς. Καταλαβαίνεις λοιπόν τη ζωντάνια της τότε αγροτικής μας πόλης.
Στην άλλη πλευρά του ‘Α Γυμνασίου ήταν το Χάνι της Κάτω Παναγιάς (προ του 1930), ένας χώρος υποδοχής και φιλοξενίας ιππήλατων οχημάτων. Και ακριβώς απέναντι στην πλατεία Σκουφά, τα καπνοτόπια. Η πλατεία Σκουφά άρχισε να διαμορφώνεται στα 1898 και τελειοποιήθηκε – όχι φυσικά, όπως είναι σήμερα – στα 1903-4. Από το χώρο της και λίγο πιο ψηλά από τον περίβολο της Παρηγορήτριας έβλεπες την ιστορική γέφυρα. Ήταν ένας πραγματικός εξώστης του κάμπου. Το μάτι δεν προσέκρουε πουθενά. Έβλεπε ελεύθερα μέχρι τον Ζάλογγο, μακριά στην Πρέβεζα και τον Αμβρακικό.
Αργοπερπατώντας φτάσαμε στην πλατεία Κιλκίς, δηλαδή στο Τούρκικο Νεκροταφείο με τα μνημεία των πιστών του Αλλάχ. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι το 1881, ο χώρος αγοράστηκε από τους Γαρουφαλαίους. Το 1912-13, ο Βαγγέλης Γαρουφαλιάς έχτισε καταστήματα κι έτσι διαμορφώθηκε ο χώρος της πλατείας. Μάλιστα, έγινε εκείνα τα χρόνια και μεγάλο καφενείο «Κιλκίς», με μπιλιάρδα, ένα κέντρο συνάντησης αστών και χωρικών. Στρίβαμε τον διακόπτη του χρόνου μέχρι την απελευθέρωση. Χαμηλά σπίτια ασβεστωμένα, πορτοκαλιές και άλλα δέντρα, μαγαζιά και ο κόσμος της αγροτικής πόλης με κυρίαρχο χρώμα το βυζαντινό. Το ενδιαίτημα του Θεού, ο ιερός Ναός της Παρηγορήτριας μαζί με τα κελιά του κυριαρχεί στο χώρο και σκέπει στοργικά την πόλη του.
Από την παλιά Τροχαία στρίβαμε προς το κέντρο και προσπερνούσαμε το μαγειρείο «Ζέρβα», την «Κληματαριά», το καφενείο «Μπουκουβάλα» κάπως πιο πρόσφατα. Δεξιά και γύρω από τον Παντοκράτορα είμαστε στην Αλμπαναριά. Αλμπάνηδες πετάλωναν άλογα. Σαγματοποιοί και σελοποιοί και τσαγκάρηδες αλλά και βαιτάδες. Ένα μικρό εκκλησάκι από το 1870 αρχίζει να παίρνει σιγά σιγά τη σημερινή μορφή του Ναού του Παντοκράτορα….” (Πηγή : Άρθρο του Δ. Σύγγελου στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 119, Μάιος – Ιούνιος 1999)

Στη φωτογραφία “Δεκαετία ’50 – Γωνία Πλατείας Κιλκίς & οδού Σκουφά στην Άρτα” (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)

Πίνακας του Τάκη Βαφιά με την οδό Ν. Πλαστήρα όπου και μια από τις εισόδους του 3ου Γυμνασίου & Λυκείου Άρτης. Η γειτονιά διατηρεί λίγο από το παλιό της χρώμα μέχρι σήμερα. (Από το Λεύκωμα “Αναμνήσεις από την παλαιά Άρτα”, 2010)

Χαρακτικό του 1810 με τίτλο “Armor of Pyrrhus” και με σχόλιο “Ο Πύρρος ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους αρχαίους Έλληνες στρατηγούς της ελληνιστικής εποχής. Ήταν βασιλιάς της Ηπείρου και εχθρός της Ρώμης. Οι στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον της Μακεδονίας και της Ρώμης είχαν ως αποτέλεσμα τεράστιες απώλειες και προκάλεσαν τη φράση “Πύρρειος νίκη”. (Πηγή : https://digitalcollections.nypl.org/, New York Public Library)

Ασημένιος στατήρας της Αρχαίας Αμβρακίας του 340 π. Χ.. Απεικονίζει στη μια πλευρά έναν Πήγασο που πετάει και στην άλλη το κεφάλι της Αθηνάς που φορά κορινθιακό κράνος.
(Πηγή : https://www.cgbfr.com/)

Παλιός πίνακας ζωγραφισμένος πάνω σε γυαλί για την επέτειο της Απελευθέρωσης της Ηπείρου το 1912-13 που στολίζει τον τοίχο Αρτινού σπιτιού, με τίτλο “ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ 1912-13”. Στο άρμα ο Βασιλιάς Κωσταντίνος και πίσω οι Έλληνες στρατιώτες που τον ακολουθούν στη Νίκη. (Φωτο από προσωπική συλλογή Χ Μ. )

ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ. Τραυματίαι στρατιώται των μαχών της Ηπείρου εν Φιλιππιάδι. Ασπρ/ρη κάρτα, ταχυδρομημένη στις 15.05.1916 ( F.R. & Z. – Έκδοση Ελληνικής Πινακοθήκης).