“Καλό Πάσχα!”

“Καλό Πάσχα και Χρόνια Πολλά σε όλους. Μακάρι το φως της Ανάστασης να λάμπει στις καρδιές όλων μας “. Η φωτογραφία με τίτλο “Ανάσταση” είναι του Κώστα Μπαλάφα από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 2003)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Ο Ιούδας στον Άγιο Δημήτριο του Κατσούρη!

Μεγάλο Σάββατο, 17 Απριλίου 1971. Πλησιοί. Ο Ιούδας στον Άγιο Δημήτριο του Κατσούρη. Μια φωτογραφία του Π. Βοκοτόπουλου από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2011.

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Ο Ιούδας της Παρηγορήτριας…

Το ομοίωμα του Ιούδα με φόντο την Παρηγορήτρια, κάποια χρονιά τη δεκαετία του ’70. (Φωτο από αρχείο Πηνελόπης Ρίγγα).

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Ετοιμάζοντας τον Ιούδα….

Η φωτογραφία έχει αναρτηθεί αρκετές φορές από τον κ. Στάθη Μπαρτζώκα στο προφίλ του στο φβ. Εμείς την βελτιώσαμε λίγο….Πρόκειται για μια φωτογραφία στον κήπο του γιατρού Γρήγορη Κοντογιάννη το Πάσχα του 1953, όπου η παρέα κατασκευάζει τον Ιούδα της Αγίας Θεοδώρας. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του κ. Αντώνη Στρατή.

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Ετοιμάζοντας τον Ιούδα της Αγιά – Σοφιάς!

Πιο παλιά, όλες σχεδόν οι εκκλησίες της Άρτας ετοίμαζαν το ομοίωμα του Ιούδα, που θα του έβαζαν φωτιά το βράδυ της Ανάστασης. Το έργο συνήθως το αναλάμβαναν τα παιδιά της γειτονιάς, μικρά και μεγάλα.

Στην φωτογραφία μια παρέα παιδιών από την ενορία της Αγία Σοφίας, ποζάρουν με τον Ιούδα ανάμεσά τους. Η φωτογραφία είναι από το Πάσχα του 1962 και η προετοιμασία για την κατασκευή του πάνινου ομοιώματος γινόταν στο πίσω μέρος του Ναού, στα Μνήματα όπως λεγόνταν, γιατί παλιά εκεί θάβονταν οι νεκροί.

Διακρίνονται στην πάνω σειρά από αριστερά : Κων/νος Νάκης, Γ. Μάρος, ο Ιούδας, Γ. Κοντογεώργος, Τάκης Παπαγεωργίου (τέως Νομάρχης Άρτης), Κ. Μεράτζας. Μεσαία σειρά από αριστερά : Νίκος Χαρίσης, Θανάσης Μπούσης, Λάζαρος Τζουμανίκας, Γιάννης Παπαγεωργίου.Κάτω σειρά : Κ. Παππάς, Φώτης Βούρης, Γιώργος Τσίκος και Γιάννης Νάκας. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του κ. Γιάννη Νάκα)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Περιμένοντας τους Επιταφίους!

Πλήθος κόσμου περιμένει την πομπή των Επιταφίων κάποια Μεγάλη Παρασκευή στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η φωτογραφία είναι έξω από το Καφεκοπτείο Κ. Νάκα στη Σκουφά. Διακρίνονται μεταξύ άλλων οι : Νικόλαος Χαρίσης, Ιωάννης Νάκας, Αθανάσιος Μπούσης, Ευάγγελος & Έφη Γκούντα, Νίκος Κουφούλης, Ελένη Τσαντούκλα, Γ. Βούρης, Γ. Μάνος, Γ. Νταραγιάννης, Αντρέας Οικονόμου, Ζησόπουλος, Κώστας Νταραγιάννης, Χρήστος Ψυλλιάς, Ηρακλής Νίκας. Διακρίνονται ακόμη ο Χρήστος Σιμόπουλος,ο κ. Μαλτέζος (καθηγητής) , ο Κώστας Παππάς (Σπασος) και η Κούλα Χαρίση -Γκούντα. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του κ. Γιάννη Νάκα)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

Δίπλα στον Επιτάφιο!

Δυο γλυκύτατες δεσποινίδες, οι κόρες του Χαρίλαου Χουλιάρα, στέκονται δίπλα στον Επιτάφιο του Αγίου Νικολάου κάποια χρονιά την δεκαετία του ’60. (Φωτο από αρχείο κ. Γιάννη Χουλιάρα)

Δημοσιεύθηκε στη Το Πάσχα στην Άρτα | Σχολιάστε

“ΠΑΛΗΑ ΑΡΤΑ – Η Σαρακοστή”

“Η μόνη Σαρακοστή που είχε κάποια αίγλη και κάποια θελκτικότητα ήτανε η Σαρακοστή της Λαμπρής. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, την περιμέναμε με το στόμα ανοιχτό και σε τέτοιο βαθμό φανατισμού, που αν παραβγούμε με την τωρινή νεολαία, ασφαλώς θα βγάλωμε το συμπέρασμα πως όλοι μας εκείνο τον καιρό ήμεθα, αν όχι γελοίοι, αλλά τουλάχιστον τρελλοί.

Και όμως, όπως θέλετε πάρτε το, ημείς την περιμέναμε. Προτού ακόμα βγούνε οι Απόκρηες λέγαμε «Πότε νάρθει η Καθαρή Δευτέρα να φάμε πιταστές και να πιάσουμε τα Κούλουμα όξω στο Γιοφύρι, κάτω στην Παναγιά, πέρα στην Άη – Δήτρια, ψηλά στο Κάστρο, απάνω στη Φωνερωμένη και πίσω στο Ριζόκαστρο. Πότε νάρθη το ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων, να στολίσωμε τους τάφους με λουλούδια, να κλάψωμε τους δικούς μας και να σιάξωμε τα μνήματα που τα παραμόρφωσε η βροχή και τα αυλακάκια. Πότε ναρχίσουν τα εγκώμια της Θεοτόκου να πάρωμε τους χαιρετισμούς από τον Αγραφιώτη, τον Παγώνα και τον Φωτόπουλο και να βγάλωμε όλες τις φράχτες των κήπων να τις κάψωμε έξω απ’ την εκκλησία. Πότε νάρθη ο Λάζαρος να φτάσωμε τραγουδώντας μέχρι τη Μπάνη και το Κομπότι μαζεύοντας αυγά για τη Λαμπρή ή πεντάρες για καινούργια τσαρούχια. Πότε νάρθη το Μεγαλοβδόμαδο να μην αφήσωμε φράχτη για φράχτη και παλούκι για παλούκι. Πότε νάρθη η Μεγάλη Παρασκευή να ξαναμαζέψωμε φρέσκα αυγά και πότε νάρθη η Ανάσταση να φορέσωμε τα καινούργια μας ρούχα και να γυρίσωμε να φάμε το κόκινο αυγό….»Και όλα αυτά έρχονταν, έφευγαν και ξανάρχονταν και ξαναζωντάνευαν τα όμορφα έθιμα μέσα στις καρδιές μας ως που θα πάνε και θα πάνε και θα σβήσουν ως θύματα κι αυτά του πολιτισμού. Και θα μείνουν πλέον στην μπάντα όχι ως αναμνήσεις αλλά ως θρύλοι. Μια τέτοια ποικιλία πως θα μπορεούσε να μην έχει αίγλη και θελκτικότητα?

Κι αυτοί οι γέροι κ οι γριές με τόνα πόδι στο λάκκο δεν έλειπαν βραδυά από την εκκλησία. Άφησε το γυναικολόι που κατελάμβανε προ μιας ώρας τας θέσεις. Σωστό πανδαιμόνιον. Τα σπίτια έμεναν σχεδόν αδειανά κι αυτά τα σκυλιά τριγύριζαν έξω απ’ τις εκκλησίες. Αλλά μήπως είχαμε και λίγες? Όσες ήτανε, όλες λειτουργούσαν. Μετράτε : Αη-Δήτρια, Παρηγορήτρια, Άγιοι Πάντες, Παντοκράτωρ, Άγιος Κωνσταντίνος, Αγία Θεοδώρα, Αγία Σωτείρα, Άγιος Λουκάς, Άγιος Βασίλειος, Άγιος Δημήτριος, Άγιος Σπυρίδων, Αγία Σοφία, Άγιος Νικόλαος, Μητρόπολις, Άγιος Ιωάννης, Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Γεώργιος, Άγιοι Θεόδωροι και Φανερωμένη. Φαντασθήτε τόσες εκκλησίες και πάλι δεν χωρούσανε τους πιστούς στην Άρτα. Ήμεθα όλοι θρήσκοι πέρα για πέρα. Και θρήσκοι με όλη τη σημασία της λέξεως. Οι χασάπηδες καθ’ όλην την Σαρακοστήν δεν πέρναγαν αρνί στα τσιγκέλια κι αν πέρναγαν κανένα το πέρναγαν για τους ασθενείς και για μερικούς κοιλιόδουλους που ήθελαν να μας δείξουν πως κάτι ξαίρουν από μας περισσότερο. Τα ίδια κι οι Γιαουρτάδες και οι Ψαράδες. Όποιος έβλεπε τον άλλον να τρώει τον φώναζε οβρηό. Ο Καζάκος, ο Αγαθής και οι άλλοι δεν μαγείρευαν ποτέ αρτίσιμα φαγητά παρά αχεβάδες, μήδια, πίνες, οκταπόδια κ.τ.λ. Από παπάδες ακούγονταν τότε ο Παπά-Τζινέρης στην Παρηγορήτρια και ο Παπά – Νικόλας του Αγίου Νικολάου. Από ψαλτάδες, όλοι καλοί, αλλά ο καλλίτερος ο σχωρεμένος Γιαννάκης Παγώνας μαθητής του δάσκαλου Γιαννάκη Δημητριάδη, ψάλτου δεξιού του Αγίου Γεωργίου. Στην Παρηγορήτρια που έψελνε ο Παγώνας γινόταν αυτές τις μέρες πανζουρλισμός. Έτρεχαν όλοι ν’ ακούσουν τη γλυκειά του φωνή και να θαυμάσουν την αρμονία της Βυζαντινής Μουσικής. Να γιατί είχε αίγλη και θελκτικότητα τότε η Σαρακοστή. Ενώ σήμερα……είναι ζήτημα αν μαγειρεύει κανένας μήδια κι αχεβάδες…..(Πηγή : Άρθρο του Θεόδωρου Δ. Ζαχαρή στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ στις 16 Μαρτίου 1932).

Στη φωτογραφία ” Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ” από το Ευαγγέλια Rossano (The Rossano Gospels – Cathedral of Rossano, Calabria, Italy, Archepiscopal Treasury, s.n.) που είναι ένα Βυζαντινό Ευαγγελικό Βιβλίο του 6ου αιώνα και πιστεύεται ότι είναι το παλαιότερο σωζόμενο εικονογραφημένο χειρόγραφο της Καινής Διαθήκης. (Πηγή : https://www.calabria.org.uk/calabria/arte-cultura/CodexPurpureusRossanensis/codex2.htm)

Δημοσιεύθηκε στη Η Άρτα στο πέρασμα του χρόνου | Σχολιάστε

Τζουμερκιώτικα μοιρολόγια….(β’ μέρος)

  1. Πάψτε γυναίκες τα κλάματα, πάψτε τα μοιρολόγια,

και πέστε ένα ξενιτικό για τους ξενιτεμένους.

Τα ξένα έχουν βάσανα, μεγάλη καταφρόνια.

Στην ξενιτιά αν αρρωστείς, κανείς δεν σε ζυγώνει,

δεν έχουν μάνα με καυμό και αδερφή με πόνο.

  • Μην κλαίτε τους καλότυχους, τους καλοπεθαμένους,

Να κλαίτε τους κακότυχους, τους κακοπεθαμένους

Που χάνονται στην ξενιτιά, μεσ’ στα νοσοκομεία.

Σαν βόγγιξαν ποιος τ’ς άκουσε, σαν έκλαψαν ποιος τ’ς είδε,

Κρύο νερό σαν γύρεψαν, ποιός πάει να τους το δώσει…

  • Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,

Να χαιρετήσω τα βουνά και τις κρύες βρυσούλες

Ν’ αφήσω γειά στο σπίτι μου και γεια στα παιδιά μου

Να τ’ς πω να μη με καρτερούν, να μη με περιμένουν,

Εγώ θα πάω στη λησμονιά, που αλησμονιούνται ο κόσμος,

Αλησμονάν οι μάνες τα παιδιά κι οι αδερφές τ’ αδέρφια,

Αλησμονιούνται και τ’ αντρόγυνα, τα πολυαγαπημένα.

Θα χορταριάσει η πόρτα μας, θα βγάλει πικρό χόρτο,

Που τρων’ οι μάνες τις κορφές κι οι αδερφές τους κλώνους,

Κι αυτές καλές νοικοκυρές κι αυτές το ξεριζώνουν,

Που έχασαν τον άντρα τους, τον ίσκιο του σπιτιού τους.

  • Σήκω ………. μ’ να φύγουμε, στο σπίτι μας να πάμε,

σε καρτερούνε τα παιδιά, η δόλια σου η γυναίκα,

σε καρτερούν τ’ αδέρφια σου κι η δόλια σου η μάνα.

Πάρε κυρά μ’ την έγνοια σου και την απόφασή σου,

Στο σπίτι σου δεν έρχομαι, στην πόρτα σου δεν μπαίνω,

Ούτε και στο τραπέζι σου θα κάτσω για να φάω

Θα μαραθούν τα μάτια σου αν δούνε τα δικά μου,

Θα μαραθούν τα χέρια σου, τα ρούχα μ’ αν μου πλύνεις…..

Στη φωτογραφία : 1938 “Μεταθανάτιο στιγμιότυπο από την κηδεία του Κων/νου Κουτσοδήμα, αξιωματικού της αστυνομίας, ετών 28”. (Από το αρχείο της Θεοδώρας Διαλετή)

Για τα μεταθανάτια πορτραίτα μπορείτε να διαβάσετε στο λινκ https://doxesdespotatou.com/to-metathanatio-portraito-toy-19oy-aiona/

και στο λινκ https://doxesdespotatou.com/to-proimo-fotografiko-parelthon-tis-ar/

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε

Τζουμερκιώτικα μοιρολόγια…. (α’ μέρος)

“Τι είναι το μοιρολόι; Είναι ο θρήνος. Το κλάψιμο. Είναι, όμως, και το θρηνητικό τραγούδι για τον νεκρό, που αναφέρεται στις αρετές του, στο κενό που αφήνει πίσω του, στη θλίψη των συγγενικών του προσώπων…. Ως τραγούδι, που γεννιέται τη στιγμή του θανάτου, δεν μπορεί να το συνθέσει ο οποιοσδήποτε, αλλά άτομα χαρισματικά, που έχουν την ικανότητα να πλέκουν στίχους. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία εμφανίστηκαν οι μοιρολογίστρες μια και ο θρήνος ήταν κυρίως γυναικεία υπόθεση. «Γυναίκες που δεν είχαν πάει σχολείο, δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, δημιουργούσαν με απλές λέξεις της καθημερινότητας ποιητικά διαμάντια με ρυθμό και υψηλά νοήματα….».  Οι περισσότερες κληρονομούσαν την «τέχνη» από τις μανάδες τους, που κι αυτές έμαθαν να μοιρολογούν από τις δικές τους μανάδες. Εκτός από τους καθιερωμένους θρήνους που περνούσαν από γενιά σε γενιά, αυτοσχεδίαζαν και άλλους «δικούς» τους, ανάλογα με την περίπτωση. Ο αυτοσχεδιασμός έπαιζε σημαντικό ρόλο είτε στην προσαρμογή, στο ταίριασμα καθιερωμένων θεμάτων στο συγκεκριμένο νεκρό, είτε στη σύνθεση περιστασιακών μοιρολογιών. Tο μοιρολόι αποτέλεσε έτσι έναν γυναικείο λόγο, έναν αποχαιρετισμό του νεκρού, όπως του «πρέπει». Λειτουργούσε  σαν ένα μακάβριο νανούρισμα, τιμητικά για τους νεκρούς και παρηγορητικά για τους ζωντανούς….” (Από άρθρο της Μαρίνας Αγγέλη, https://www.kolivas.de/)

Δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια απ’ τότε που τα τελευταία μοιρολόγια που συνόδευαν τους νεκρούς, ακούστηκαν στο λόφο της Βαλαώρας, που κατοικούνταν αποκλειστικά από Τζουμερκιώτες που είχαν μετοικήσει στην πόλη. Η διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών οδήγησε πλέον στην εξαφάνιση τους… Σήμερα, που ο νεκρός δεν «διανυχτερεύει» στο σπίτι, το ξενύχτισμά του χάνεται. Ο πόνος γίνεται βουβός… Η ενδυματολογία ακολουθεί τα σύγχρονα έθιμα. Το μαύρο χρώμα εξακολουθεί να εκφράζει το πένθος. Όμως τα μαύρα μαντήλια που κάλυπταν τις πενθούσες γυναίκες, τα γένια των πενθούντων ανδρών και η μαύρη κορδέλα στο μανίκι τους έχουν πια εκλείψει και μαζί μ’ αυτά και τα μοιρολόγια….

Γνωστές μοιρολογίστρες στα Μελισσουργιώτικα ήταν η Αικατερίνη Μίχου, η Μαρίκα Κουτσούμπα, η Κατίνα Ματσούκα, η Σοφία Παππά, η Κατίνα Νικολάου, η Αγαθή Μπαλάσκα και η Σταθούλα Παππά – Καλατζή του Χρήστου….(Ευχαριστώ θερμά την κυρία Ε. Κ. για τις πληροφορίες και το υλικό).

  1. Με γέλασε μια χαραυγή τ’ άστρα με το φεγγάρι.

και βγήκα νύχτα στα βουνά, νύχτα στο κορφοβούνια,

 και ακού’ τα πεύκα που βροντούν και τις οξιές που σκούζουν,

κι ακού’ τον πέτρο κότσιφα που τραγουδεί και λέγει,

λέει τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα,

κι ακού’ μια πετροπέρδικα που λέει το μοιρολόι,

που έχασε το ταίρι της μαζί με τα πουλιά της.

  • Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί και τίναξ’ τα φτερά σου

Και τίναξ’ τα φτερούδια σου να πέσουν οι δροσιές σου

Κι αρχίνα γλυκολάλησε μεσ’ στο νεκροταφείο,

Αν λάχει και τ’ς ξυπνήσετε αυτούς τους υπνομένους

Αν λάχει και τ’ς ξυπνήσετε βαρύ ειν’ το πλήρωμά σας,

Θα δώσουν μάνες τα φλουριά και αδερφές τα γρόσια,

Κι αυτές καλές νοικοκυρές αγνό μαργαριτάρι,

Που έχασαν τον άντρα τους, τον ίσκιο του σπιτιού τους.

  • Γιατί είναι μαύρα τα βουνά, γιατί ‘ν βαλαντωμένα

Μην είν’ τα χιόνια τους βαριά, μηδέ βροχή τα δέρνει,

Ούτε τα χιόνια είναι βαριά, ούτε βροχή τα δέρνει,

βγήκε ο Χάρος περίπατο μ’ όλους τους πεθαμένους,

οι νέοι τον παρακαλούν και του φιλούν το χέρι,

να τους περάσει απ’ το χωριό κι από τις κρύες βρύσες,

να παν’ οι μάνες για νερό κι οι αδερφές να πλύνουν,

να παν’ καλές νοικοκυρές μήπως κι ανταμωθούνε,

να κλάψουν μάνες τους καυμούς κι οι αδερφές τους πόνους,

κι αυτές καλές νοικοκυρές για τους καλούς τους άντρες,

που έχασαν τους άντρες τους, τον ίσκιο του σπιτιού τους.

  • Χάρε μου σε παρακαλώ πολύ ……… σου κάνω,

Αυτόν το νιό που σούστειλα να μην τον αραχνιάσεις,

Να τ’ς βάν’ς  για να κάθονται, να τ’ς βάν’ς να χορεύουν.

Χάρε μου δεν πληρώνεσαι, χάρε μ’ δεν παίρνεις γρόσια,

Να στείλουν μάνες τα φλουριά κι οι αδερφές τα γρόσια,

Κι αυτές καλές νοικοκυρές τ’ αγνό μαργαριτάρι.

  • Πληγές που δεν γιατρεύουνται, γιατρούς μην προσκαλείτε,

Όλ’ οι γιατροί πεθάνανε, τα φαρμακεία κλείσαν,

Κι εσένα το κορμάκι σου αγιάτρευτο τ’ αφήσαν.

Τώρα βρέθκε ένας γιατρός, γιατρεύει τους αρρώστους,

Είναι μακριά στην ξενητιά, είναι μακριά στα ξένα.

Πάρε γιατρέ μ’ τα φάρμακα, πάρε τα γιατρικά σου,

Τον πόνο πούχω στην καρδιά, δεν γράφουν τα χαρτιά σου. (Συνεχίζεται….)

H φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα είναι από το Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2003

Δημοσιεύθηκε στη Λαογραφικά και άλλα | Σχολιάστε