“……Μία μέρα πριν (27 Νοεμβρίου) οι ελληνικές δυνάμεις έχουν απωθήσει τους Ιταλούς από τα ελληνικά σύνορα και πήραν διαταγή να κυνηγήσουν τους Ιταλούς και μέσα στο έδαφος της Αλβανίας. Ὁ καιρός ήταν βροχερός αλλά το κρύο δεν έκανε την πορεία ακόμα δύσκολη και βασανιστική. Το 40ο Σύνταγμα Ευζώνων της Άρτας ήταν το πρώτο ελληνικό στρατιωτικό τμήμα που μπήκε στο αλβανικό έδαφος.
Οι τσολιάδες πέρασαν γρήγορα και χωρίς αντίσταση πρώτα το χωριό Λόγγος, στη συνέχεια πέρασαν το χωριό Πέπελι και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Βοδίνο, αλλά πριν μπούνε στο χωριό τους έπιασε ἡ νύχτα και σταμάτησαν στα πρώτα υψώματα του χωριού να διανυκτερεύσουν.
Ὁ λοχαγός του 6ου λόχου, Δ. Κουρκούμπας, έστειλε στα πρώτα σπίτια του χωριού μερικούς άντρες οι οποίοι ρώτησαν τους φοβισμένους κατοίκους αν υπάρχουν Ιταλοί μέσα στο χωριό. Οι κάτοικοι τους είπαν ότι οι Ιταλοί είχαν φύγει από το χωριό τους το πρωί και είχαν δίκιο. Οι Ιταλοί είχαν οπισθοχωρήσει.
Όμως οι Ιταλοί, το ίδιο βράδυ, παίρνοντας διαταγή ν’ αμυνθούν σκληρά, αθόρυβα επέστρεψαν και οχυρώθηκαν πίσω από τις πέτρινες μάντρες των χωραφιών, έστησαν πολυβόλα σε μικρά οχυρά υψώματα και στις λιθόχτιστες μάντρες των σπιτιών, προσπαθώντας με κάθε τρόπο να επιβραδύνουν την ελληνική αντεπίθεση. Οι κάτοικοι του χωριού, κλεισμένοι στα σπίτια τους, δεν αντιλήφθηκαν το παραμικρό από την νυχτερινή δραστηριότητα του ιταλικού τμήματος το οποίο έστησε αριστοτεχνικά την ενέδρα του.
Το πρωί της Πέμπτης 28 Νοεμβρίου 1940, με την ανατολή του ήλιου, ὁ λοχαγός του 6ου λόχου, διέταξε τους τσολιάδες του να μπούνε προσεκτικά στο χωριό Βοδίνο. Αριστερά τους και ψηλότερα στο ύψωμα βρισκόταν και κινούνταν ὁ 5ος λόχος του υπολοχαγού Βασιλείου Ρουπάκα από τη Θήβα. Η πρωινή ομίχλη δυσκόλευε την ορατότητα, τα νυσταγμένα μάτια από την κούραση και την ταλαιπωρία και η διαβεβαίωση των κατοίκων ότι στο χωριό δεν υπήρχαν Ιταλοί έκανε πιο εύκολα τα πράγματα και οι τσολιάδες βάδιζαν χωρίς προφυλάξεις και σχεδόν ανέμελα. Μπήκαν στα πρώτα σπίτια του χωριού και στη συνέχεια αμέριμνοι διακλαδώθηκαν στα στενά σοκάκια του χωριού, όταν ξαφνικά οι άντρες του 5ου λόχου που ήταν ψηλότερα απ’ αυτούς, με φωνές και με αλαλαγμούς τους φώναζαν να καλυφθούν διότι είδαν τους Ιταλούς.
Οι άντρες του 6ου λόχου ή δεν άκουσαν ή δεν έδωσαν σημασία και πέφτουν στην ενέδρα των Ιταλών. Και άρχισε η μάχη. Διαταγές από τους αξιωματικούς. Φωνές από τους διμοιρίτες και κραυγές από τους στρατιώτες, που τρέχανε στην κορυφογραμμή και πιο κάτω «χαλασμός Κυρίου», από τους πυροβολισμούς. Σε λίγο το μικρό χωριό μετατράπηκε σε κόλαση φωτιάς. Χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα όπλα και μάχη σώμα με σώμα. Ο λοχίας Γ. Κόκκας του 5ου λόχου, νεοφερμένος στο λόχο, δεν είχε καταλάβει τί συνέβαινε στον 6ο λόχο και γράφει στο πολεμικό του ημερολόγιο τα εξής:
«Μπροστά από μας ολόδρομα την πλαγιά, που ήταν απέναντι…. Εμείς χωρίσαμε και βαδίζαμε αριστερότερα, για να ανεβούμε στην κορυφή του ίδιου αντερείσματος. Σε κάποια στιγμή ακούσαμε στο μέτωπο του 6ου λόχου, πυροβολισμούς, κακό κι αντάρα.
– Πιάστηκε η μάχη, τρέξτε παιδιά στην κορυφή. Εκεί η μια διμοιρία, εκεί η άλλη».
Η μάχη ήταν στο κορύφωμά της, όταν ξαφνικά δύο Έλληνες στρατιώτες που προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο τους γαζώνονται από ιταλικό πολυβόλο και πέφτουν νεκροί. Ήταν ὁ Στέφανος Γραβιάς από το συνοικισμό Σγάρα Καταρράκτη Άρτας και ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι Άρτας.
Ο δεκανέας Κώστας Κοντοδήμας από τις Πηγές Άρτας, στοιχειάρχης του πολυβόλου θυμάται: «Χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε κυκλωμένοι με τους άνδρες του στοιχείου μου. Ο προμηθευτής μου και ο γεμιστής του πολυβόλου μου, ο Γιάννης Μπουραντάς από το Κομπότι και ο Στέφανος Γραβιάς από την Σγάρα Καταρράκτη, σκοτώθηκαν ενώ προσπαθούσαν να στήσουν το πολυβόλο. Εμένα με είχαν πιάσει από τη χλαίνη και με τραβούσαν προς το μέρος τους. Τη χλαίνη την είχα κάνει ρολό και την πέρασα πάνω μου χιαστί για να κινούμαι εύκολα στην μάχη. Αυτό μ’ έσωσε από την αιχμαλωσία, γιατί έτσι όπως την είχα, με μια αστραπιαία κίνηση, την πέταξα από πάνω μου και χάθηκα μεσ’ τους θάμνους, αφήνοντάς την στους Ιταλούς ενθύμιο».
Λίγο πιο πάνω οι τσολιάδες προσπαθούσαν να βγάλουν τους Ιταλούς από τα οχυρά τους. Με τις ξιφολόγχες και με πάλη σώμα με σώμα, αγωνίζονταν να κερδίσουν το εχθρικό έδαφος. Οι Ιταλοί τότε μη μπορώντας να σταματήσουν τους τσολιάδες, άρχισαν να ρίχνουν πολλές χειροβομβίδες για να τους αποκρούσουν. Μια χειροβομβίδα τραυμάτισε θανάσιμα τον στρατιώτη Χρήστο Στάμο από τα Άγναντα Άρτας. Το παλικάρι έπεσε στο χώμα, ενώ ένα ιταλικό πολυβόλο συνέχισε να ρίχνει πάνω του. Ο άδικος θάνατος των τριών στρατιωτών, αφήνιασε τον υπόλοιπο λόχο που επιτέθηκε με λύσσα. Οι ξιφολόγχες και των υπολοίπων βγήκαν από τα θηκάρια τους και μπήγονταν σε κορμιά. Μέχρι το μεσημέρι η μάχη μαίνονταν από άκρη σ’ άκρη μέσα στο χωριό. Τα ιταλικά πολυβόλα κροτάλιζαν συνεχώς.
Ξαφνικά όμως τα πάντα σταμάτησαν. Οι Ιταλοί τα παράτησαν και κίνησαν τροχάδην να σωθούν στον κατήφορο, αφήνοντας τους νεκρούς και τραυματίες συντρόφους τους στο έλεος του Θεού. Δεκατρείς ήταν οι Έλληνες στρατιώτες που τραυματίστηκαν. Κατά το μεσημέρι οι κάτοικοι του Βοδίνου βγήκαν από τα σπίτια τους και μάζεψαν τα τρία νεκρά παλικάρια. Το τί έγινε τότε δεν περιγράφεται. Θρήνος και κλάματα από ολόκληρο το χωριό. Η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, πάνω στο λόφο και εκεί τα έθαψαν μαζί, δίπλα – δίπλα, τον Χρήστο, το Γιάννη και τον Στέφανο, για ν’ αναπαυθούν και να κοιμηθούν τον αιώνιο ύπνο τους.
Την επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός έφυγε από το χωριό και προχώρησε μπροστά…..”
(Πηγή : Άρθρο του Απόστολου Μπρέντα από την μελέτη «Η πορεία του 40ου Συν/τος Ευζώνων Άρτας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 – 41», όπως δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Μηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, Ἔτος 24ο – Τεύχος 263- Οκτώβριος 2014)
Αναμνηστική πλάκα με τα ονόματα των τριών στρατιωτών στην πλατεία του χωριού Βοδίνο, Άνω Δρόπολη. (Πηγή : Άρθρο στην εφημερίδα το ΟΡΑΜΑ http://toorama.blogspot.com/2012/11/28-1940-28-2012-72.html)