“……Ήταν μια εποχή θυμάται ο Γιώργος που οι βάρκες τους ήταν κάποιες πρόχειρες κατασκευές και τον πάτο τους τον έφτιαχναν μόνοι τους οι ψαράδες που ακόμη μοίραζαν τη ζωή τους στη θάλασσα και στο χωράφι, και μόνο για σοβαρές επισκευές πήγαιναν στους μαστόρους. Για μηχανή, ούτε λόγος γιατί κανένας δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα να την αγοράσει.
Με πανιά και τέσσερα κουπιά τις κινούσαν και τα λίγα δίχτυα τους ήταν από νήμα (κουρελόνημα το έλεγαν γιατί με αυτό έκανα και κουρελούδες) το οποίο ήθελε συνέχεια μπάλωμα γιατί σχίζονταν εύκολα και μετά από κάθε ψάρεμα έπρεπε να το πλύνουν με γλυκό νερό και να το απλώσουν να στεγνώσει καλά γιατί αλλιώς σάπιζε και που θα έβρισκαν χρήματα να τα αντικαταστήσουν. Τα πάνινα δίχτυα εκείνης την εποχή τα φρόντιζαν κυρίως οι γυναίκες των ψαράδων οι οποίες μάλιστα ήξεραν και να τα πλέκουν και να τα αρματώνουν όπως οι άντρες……….
Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια το ψάρεμα στον Αμβρακικό; Ο Γιώργος Αρίδας περιγράφει ένα χαμένο παράδεισο για τους ψαράδες και μια θάλασσα που έπηζε από τα ψάρια. «Εκείνη την εποχή είχαμε 50 μέτρα δίχτυα και βγάζαμε χιλιάδες ψάρια. Τα ρίχναμε στη θάλασσα και για να φάμε έξω, πηγαίναμε και σηκώναμε την άκρη, πιάναμε όσα θέλαμε και τα υπόλοιπα τα απολάγαμε πάλι. Τόσα πολλά ψάρια είχε ο Αμβρακικός. Τώρα δεν μπορείς να πιάσεις τίποτα από τη μούτηλη (λάσπη) που σκέπασε το βυθό και έχει πάχος πολλά μέτρα.
Χάσαμε τα πάντα. Δεν ξέρω τι έγινε και ο Αμβρακικός έπιασε τόση λάσπη. Χάθηκαν μέχρι και οι πίνες. Τις πιάναμε με το γυρί, φορτώναμε το πριάρι και γεμίζαμε τις καρότσες των αγροτικών. Από τότε που γέμισε ο βυθός λάσπη, χάθηκαν και τα μύδια και όλα τα όστρακα που τους απέδιδαν πολλά κατά την περίοδο των νηστειών. Τότε είχε σαργό, τσιπούρα αλανιάρα, λαμπίτσες, λαβράκια, μαυρίτσες που τις έπιανες στο χέρι και γλιστρούσαν ενώ τώρα τις πιάνεις και βρωμάνε από τη λάσπη, μπαρμπούνια, κουτσουμούρες, ότι ήθελες είχε εκείνη η θάλασσα.
Πιάναμε όσα ψάρια θέλαμε και τα δίναμε στην «Αποθήκη» στη Βόνιτσα και στα μαγαζιά. Άλλα δίναμε και άλλα τα πετάγαμε πάλι στη θάλασσα γιατί δεν τα έπαιρνε ο κόσμος αφού δεν είχε λεφτά τότε. Ήθελε με ένα αυγό και τρία δάχτυλα λάδι στο μπουκάλι να πάρει ψάρια. Με μια οκά σιτάρι ήθελε να πάρει ένα κιλό ψάρια….”(Πηγή : Άρθρο του Ηλία Προβόπουλου με τίτλο ΨΑΡΑΔΕΣ ΣΤΟΝ ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ, https://www.nextdeal.gr/)
Στη φωτογραφία ο Ν. Τσόγκας με το γιό του Χρήστο στο Μενίδι το 1957, με μια καλή ψαριά. (Φωτο από αρχείο Ν. Τσόγκα όπως δημοσιεύτηκε στο Λεύκωμα ΜΕΝΙΔΙ, Ε. Ιντζέμπελης, Άρτα, 2008)