“….Δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει με ακρίβεια πόσοι σκοτώθηκαν εκατέρωθεν στο Γκρίμποβο σε αυτή τη διήμερη μάχη. Ο αριθμός των τραυματιών που αναφέρθηκαν στα νοσοκομεία το βράδυ της Παρασκευής ήταν 600, αλλά συνολικά πρέπει να ήταν πολύ περισσότεροι. Ένας Άγγλος που ήταν με τους Τούρκους λέει ότι μέτρησε 476 πτώματα Ελλήνων μόνο απέναντι από τους Τούρκους. Αυτό θα ανέβαζε τους Έλληνες νεκρούς σε σχεδόν 1000, αλλά καθώς νομίζω ότι δεν είχαν δεσμευτεί περισσότεροι από 10.000 Έλληνες, αυτή η εκτίμηση είναι μάλλον πολύ υψηλή. Πιστεύω ότι περίπου 300 σκοτωμένοι και 1000 τραυματίες θα ήταν αρκετά κοντά στο σημείο και ίσως λίγο παρακάτω. Η απώλεια των Τούρκων επισήμως ήταν 192 νεκροί και 366 τραυματίες, αλλά πρόκειται μάλλον για μια «μέση εκτίμηση» από τη δική τους πλευρά.
Και το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου ενώ κρατούσαμε ακόμη τα υψώματα του Ιμαρέτ, θάψαμε τους νεκρούς — όσους είχαν μεταφερθεί προς τα κάτω, γιατί πολλοί έμειναν, και πολλοί θάφτηκαν από τους ξιφομάχους στο χωράφι. Το νεκροταφείο απέχει περίπου μισό μίλι από την πόλη στους πρόποδες των λόφων στα δυτικά του κεντρικού δρόμου που οδηγεί προς το Αγρίνιο και τον Κόλπο. Ένα τμήμα σκαπανέων έσκαβε τους τάφους από νωρίς το απόγευμα υπό την ενθάρρυνση του στρατιωτικού ιερέα, που έκανε και λειτουργία στο παρεκκλήσι όποτε έφταναν δύο ή τρία σώματα (ή ξεχωριστή λειτουργία για έναν αξιωματικό) και κατά διαστήματα βιαζόταν για το σκάψιμο, καπνίζοντας τσιγάρα στο μεσοδιάστημα.
Οι στρατιώτες μεταφέρονταν σκεπασμένοι με τις κουβέρτες τους πάνω σε φορεία που ακόμα κολλούσαν φρικτά από το αίμα τους. Τους ξάπλωναν στην τάφρο ντυμένους με τις στολές τους χωρίς το παλτό. Τα πουκάμισά τους ήταν κουρελιασμένα και βρώμικα από την εκστρατεία, τα ξυπόλυτα πόδια τους έβγαιναν μέσα από τρύπες των παπουτσιών τους και μερικές φορές έβλεπες τα υπολείμματα από τις κάλτσες τους που ίσως είχαν μπαλωθεί σωστά όταν έφευγαν από το σπίτι. Τα χέρια και τα πόδια τους ήταν δεμένα με κορδόνια ή μαντήλια όπως συνηθίζεται σε όλη την Ελλάδα, νομίζω για να εμποδίσουν το φάντασμα του νεκρού να περπατήσει. Κανείς δεν είχε σταθεί να τους κλείσει τα μάτια τους, ούτε υπήρχε κανείς να τους θρηνήσει, αλλά σίγουρα κάπου αλλού θα τους θρηνούσαν — στην Ηλεία ή την Ιθάκη, ή την Σπάρτη και ίσως, όπως ο πολεμιστής στον Βιργίλιο, κάποιοι θυμήθηκαν τον αγαπητό Άργο καθώς έπεφταν νεκροί. Κάθε δύο και τρεις δωδεκάδες από αυτούς τοποθετούνταν δίπλα-δίπλα στη σειρά, μόλις το όρυγμα ήταν αρκετά μεγάλο, και το χώμα φτυαρίζονταν γρήγορα στα πρόσωπά τους.
Οι δέκα αξιωματικοί είχαν χωριστούς τάφους. Τους μετέφεραν μέσα σε πρόχειρα μικρά φέρετρα από μαύρο καμβά, με τα καπάκια στολισμένα με μεγάλους λευκούς σταυρούς, που τα μετέφεραν μπροστά τους σαν σημαίες. Φύλλα δάφνης και μικρά κομμάτια λουλουδιών ήταν στρωμένα πάνω στα σώματα και οι πληγές τους ήταν κρυμμένες από τούφες βαμβάκι. Σχεδόν όλοι είχαν πυροβοληθεί στο κεφάλι. Τέσσερις ή πέντε από αυτούς τους ήξερα εξ όψεως καθώς τους συναντούσα στους δρόμους ή στο μέτωπο. Ήταν ντυμένοι με τις αιματοβαμμένες στολές τους, σχεδόν το ίδιο κουρελιασμένες και βρώμικες όσο των ανδρών τους. Στο παρεκκλήσι δύο ιερείς έψαλλαν ψαλμούς και προσευχές πάνω τους με το ορθόδοξο εκείνο κλαψούρισμα και τρεμούλιασμα. Ένας από τους αξιωματικούς είχε τα δύο αδέρφια του να τον ακολουθούν. Πάνω από τον συνταγματάρχη Γιαννόπουλο του 6ου συντάγματος, μερικοί στρατιώτες έκλαιγαν έτσι όπως θα μπορούσα κάλλιστα να ευχηθώ κι εγώ να με κλάψει κάποιος στρατιώτης ή σύντροφος Ιππότης του Αγίου Πνεύματος. Οι άλλοι θάφτηκαν χωρίς να τους πενθεί κανείς.
Όταν τελείωσαν οι προσευχές και κάηκε το θυμίαμα, υπήρξε μεγάλη αναμονή μέχρι να φτάσει ο στρατηγός Μάνος με το επιτελείο του. Τον υποδέχτηκε μια παρέα κόκκινων Ιταλών, που στο μεσοδιάστημα προσπαθούσαν να μάθουν πώς να παρουσιάζουν όπλα. Μετά από κάποιες κουβέντες και διαφωνίες, οι τάφοι σκάφτηκαν αρκετά μεγάλοι για να χωρέσουν τα φέρετρα των αξιωματικών και επικράτησε σιωπή ενώ ο Στρατηγός στάθηκε μπροστά για να μιλήσει. Ήταν ένας μικρόσωμος γκριζογένης άντρας με λυπημένα και κουρασμένα μάτια και τρόπους απαράμιλλης ευγένειας. Μίλησε σύντομα, με αληθινό στρατιωτικό συναίσθημα, αλλά με λόγια που δύσκολα μπορούσες να τα ακούσεις. Άλλοι ακολούθησαν με πολύ μεγαλύτερη ευγλωττία και χειρονομίες γεννημένων ρητόρων. Είναι εύκολο να αδικείς φυλές που βρίσκουν τόσο μεγάλη παρηγοριά στη ρητορική, αλλά δεν μπορούσα να μην θυμηθώ εκείνη την άλλη ταφή στην αρχή ενός πολέμου για ιδέες σίγουρα όχι πιο σημαντικές από αυτήν, όταν ο Περικλής επαίνεσε αυτούς που είχαν φανεί γενναίοι όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Και για πρώτη φορά φάνηκε να καταλαβαίνω γιατί οι καλύτεροι των Ελλήνων είχαν επιμείνει τόσο έντονα στη σημασία αυτής της γνωστής διάκρισης.
Καθώς τα στρατεύματα βρίσκονταν σε υπηρεσία στην πόλη, δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί, και πριν τελειώσουν οι ομιλίες, έφυγα μακριά. Κοντά στην πύλη του νεκροταφείου βρήκα δύο γυναίκες, που, εντελώς αδιάφορες από τη γειτονική τελετή, έφτιαχναν με τα δάχτυλά τους το χώμα σε έναν νέο τάφο, ενώ ένα συνετό κοριτσάκι έκλεβε τις ακατέργαστες άσπρες πέτρες από έναν άλλο τάφο και τις τοποθετούσε στην θέση που ήταν το κεφάλι του νεκρού. Ρώτησα αν ήταν σύζυγος ή πατέρας που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Όχι, ήταν ο παππούς, ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας, αλλά όμως είχε σκοτωθεί από τον πόλεμο, γιατί ο στρατός είχε πάρει το αγαπημένο του μουλάρι για να κουβαλήσει πυρομαχικά, και η απώλεια είχε ραγίσει την καρδιά του, έτσι που φάνηκε να μαραζώνει και τώρα είχε θαφτεί.
Καθώς επέστρεφα στην πόλη, τα βουνά και το ποτάμι και η μακρινή θέα ήταν γεμάτα από μια φρέσκια και ηλιόλουστη ομορφιά μετά τη βροχή, ενώ ελαφριές μάζες από σύννεφα κινούνταν αργά προς τα ανατολικά, αφήνοντας τον ουρανό γυμνό. Αναλογίστηκα τους πολλούς άντρες τους τόσο όμορφους που, αν δεν ήταν η χτεσινή μάχη, θα έβλεπαν ακόμα την ομορφιά του κόσμου, και καθώς έμεινα ξύπνιος τη νύχτα και σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα, άκουσα το θόρυβο των όπλων να επιστρέφουν περνώντας πάνω από τον Άραχθο, μέσω εκείνης της αρχαίας γέφυρας, και κατάλαβα αμέσως ότι ο στρατός είχε εγκαταλείψει όλες τις θέσεις για τις οποίες είχε χαθεί η ζωή τους και βρισκόταν πάλι σε πλήρη υποχώρηση προς στην πόλη….” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία “Ένας Έλληνας επιδρομέας πυροβόλησε ενώ μετέφερε έναν τραυματισμένο σύντροφό του κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Από την εβδομαδιαία εφημερίδα The Graphic Illustrated Weekly, που εκδόθηκε το 1897”. (A Greek raider shot whilst carrying a wounded comrade during the Greco-Turkish War of 1897, aka the Ottoman-Greek War of 1897, the Thirty Days’ War, the Black ’97 or the Unfortunate War. From The Graphic Illustrated Weekly Newspaper, published 1897).