Σταυροδρόμι της Αδριατικής: η Άρτα των ξένων εμπόρων!

Μια μικρή ηπειρώτικη πρωτεύουσα στο δίκτυο της Μεσογείου (13ος–15ος αιώνας)

Μετά το 1204, η Άρτα μετατράπηκε σταδιακά από επαρχιακή πόλη σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου.
Αν η πολιτική της ακτινοβολία οφειλόταν στους Ορσίνη και τους Τόκκους, η οικονομική της άνθηση ανήκει σε άλλους: στους Βενετούς, Ραγουζαίους και Ιταλούς εμπόρους που εγκαταστάθηκαν στην πόλη και άνοιξαν τις πύλες της προς τη Δύση.
Αυτούς τους ανθρώπους —και τον κόσμο τους— γνωρίζουμε στο σημερινό σημείωμα.


Η διεθνής όψη μιας ηπειρώτικης πρωτεύουσας

Η Άρτα, πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, δεν υπήρξε μόνο πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο.
Από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κόμβο, που συνέδεε την ενδοχώρα με τα λιμάνια του Ιονίου και της Αδριατικής.
Όπως σημειώνει η Angeliki Laiou (1980, σ. 143), η γεωγραφική θέση της —κοντά στη θάλασσα αλλά προστατευμένη από επιδρομές— ευνόησε τη μόνιμη εγκατάσταση ξένων εμπόρων και οικογενειών, κυρίως από τη Βενετία, τη Ραγούσα (σημερινό Ντουμπρόβνικ) και την Ιταλία.
Αυτοί οι άνθρωποι άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της πόλης.

Βενετική γαλέρα στην Κούρζολα (Κορτσούλα) Χαλκογραφία, 17ος–19ος αιώνας.
Η βενετική γαλέρα, σύμβολο της θαλάσσιας δύναμης και του εμπορίου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, πλέει στα νερά της Αδριατικής. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia Commons.

1. Οι Βενετοί της Άρτας

Οι πρώτοι ξένοι που εγκαταστάθηκαν στην Άρτα ήταν οι Βενετοί, ήδη από τα μέσα του 13ου αιώνα.
Η παρουσία τους καταγράφεται σε εμπορικές πράξεις, δάνεια προς τους δεσπότες και αγορές γης στα περίχωρα.
Ο Donald Nicol (1984, σ. 118–120) αναφέρει ότι η Βενετία ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Ήπειρο μετά το 1267, όταν άρχισε να διαμορφώνεται σταθερό βενετικό δίκτυο στην περιοχή.

Οικογένεια Contareno

Η γνωστή βενετική οικογένεια Contareno εμφανίζεται στην Άρτα ως τοκογλύφος και πιστωτής των δεσποτών.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σάθα (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Βʹ, σ. 210), τα αρχειακά τεκμήρια μιλούν για δάνεια ύψους 1.500–2.000 υπέρπυρων προς τον Ιωάννη Βʹ Ορσίνη, καθώς και για ιδιοκτησίες γης στη Βραστόβα.
Η A. Laiou (1980, σ. 149) επισημαίνει ότι τέτοιες οικογένειες λειτουργούσαν ουσιαστικά σαν τραπεζικοί οργανισμοί, εξασφαλίζοντας ρευστότητα στο Δεσποτάτο με αντάλλαγμα προσόδους ή φορολογικές απαλλαγές.

Οικογένεια Moro

Η οικογένεια Moro διέθετε σπίτια και αποθήκες μέσα στην πόλη και διατηρούσε πλοία που εκτελούσαν δρομολόγια Άρτα–Βενετία.
Όπως σημειώνει ο Freddy Thiriet (1959, σ. 75), οι Moro υπέστησαν απώλειες κατά τις ταραχές του τέλους του 13ου αιώνα, αλλά παρέμειναν ενεργοί στην εμπορική σκηνή της πόλης.
Η παρουσία τους μαρτυρεί, σύμφωνα με τη Χρύσα Μαλτέζου (1995, σ. 215), ότι στην Άρτα υπήρχε μικρή αλλά οργανωμένη βενετική παροικία, άμεσα συνδεδεμένη με το θαλάσσιο εμπόριο.

Marco Venerio – ο Βενετός ύπατος

Περί το 1315 αναφέρεται στην Άρτα ο Marco Venerio, ύπατος (πρόξενος) της Βενετίας (Thiriet 1961, αρ. 452).
Η ύπαρξη προξενικής αρχής, όπως σχολιάζει ο Nicol (1984, σ. 124), σημαίνει ότι η πόλη είχε αποκτήσει σταθερή κοινότητα βενετικών υπηκόων και ότι η Βενετία θεωρούσε την Άρτα κόμβο πρώτης σημασίας στην ηπειρωτική ενδοχώρα.

Μετά τον 14ο αιώνα, ωστόσο, η επιρροή των Βενετών περιορίστηκε σταδιακά, καθώς νέοι παίκτες εμφανίστηκαν στο προσκήνιο της μεσογειακής οικονομίας.


Χαλκογραφία του Matthäus Merian (17ος αιώνας). Απεικόνιση δύο από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της Αδριατικής και του Αιγαίου. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia commons

⚖️ 2. Οι Ραγουζαίοι – οι έμποροι του 15ου αιώνα

Μετά το 1400, και ιδιαίτερα επί Καρόλου Αʹ Τόκκου, οι Ραγουζαίοι (Δαλματοί έμποροι από το Ντουμπρόβνικ) κυριάρχησαν στην αγορά της Άρτας.
Ο Ζακυθηνός (1966, σ. 255) επισημαίνει ότι η Ραγούσα, ως ανεξάρτητη εμπορική δημοκρατία, είχε πλούσιους εμπόρους που αναζητούσαν σιτηρά, κεχρί και ζωικά προϊόντα από την Ήπειρο.
Οι σχέσεις αυτές φωτίζονται κυρίως μέσα από τα αρχεία του Ντουμπρόβνικ, τα οποία ανέλυσε διεξοδικά ο Barisa Krekić (1970, σ. 56–59), αποκαλύπτοντας το εύρος των οικονομικών τους δραστηριοτήτων.

Οικογένεια Djurdević

Η οικογένεια αυτή δραστηριοποιείται ήδη από το 1390.
Ο Krekić (1961, σ. 258–262) αναφέρει ότι οι Djurdević συμμετείχαν σε ναυλώσεις πλοίων για τη μεταφορά σιτηρών και παρείχαν δάνεια στο δεσποτάτο.
Το 1424–1425, μάλιστα, ο ίδιος ο δεσπότης όφειλε σημαντικά ποσά στην οικογένεια, γεγονός που δείχνει τη δύναμή τους ως πιστωτών.

Vitko Ylafković

Ραγουζαίος έμπορος σιτηρών που είχε μόνιμη κατοικία στην Άρτα.
Όπως μαρτυρεί ο Krekić (1997, σ. 133), το 1443 καταγράφεται επίθεση εναντίον του, πιθανότατα λόγω οικονομικών διαφορών — δείγμα της έντασης που προκαλούσε η επιρροή των ξένων εμπόρων στην τοπική κοινωνία.

Οι Ραγουζαίοι, όπως παρατηρεί ο Nicol (1984, σ. 214), ήταν πιο ευέλικτοι και προσαρμοστικοί από τους Βενετούς. Συχνά συνεργάζονταν με Ιταλούς ή Έλληνες εμπόρους, λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Ήπειρο, τη Νάπολη και τη Δαλματία.

Οι εμπορικές δραστηριότητες των Ραγουζαίων στην Άρτα είναι γνωστές κυρίως χάρη στα αρχεία του Ντουμπρόβνικ, που μελέτησε διεξοδικά ο Barisa Krekić, αναδεικνύοντας τον ρόλο τους ως διαμεσολαβητών ανάμεσα στην Ήπειρο και την Αδριατική.


Βενετοί έμποροι στη “Σοριά” (Ανατολή) Cesare Vecellio, Habiti antichi et moderni (19ος αιώνας, έκδοση μετά την πρωτότυπη του 1590). Ενδυματολογική απεικόνιση Βενετών εμπόρων που δραστηριοποιούνταν στα λιμάνια της Ανατολής. Δημόσιος τομέας – Πηγή: Wikimedia Commons.

🏛️ 3. Ιταλοί αξιωματούχοι και έμποροι επί Τόκκου

Όταν η Ήπειρος πέρασε στην εξουσία των Τόκκων (1416–1449), η Άρτα έγινε η διοικητική τους έδρα.
Ο Robin Shields (2019, σ. 72–75) επισημαίνει ότι ο Κάρολος Αʹ και οι διάδοχοί του έφεραν μαζί τους Ιταλούς συμβούλους, καπιτάνους και υπαλλήλους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην πόλη.

Ανάμεσά τους αναφέρονται ο Mateus de Nandolfi και ο Jacobus Rubeus, Ιταλοί καπιτάνοι (1420–1440), ο Leone Raynaldus, νοτάριος, και ο Antonellus Barges, Καταλανός αξιωματούχος και procurator του Καρόλου Βʹ.
Κατά τον Donald Nicol (1984, σ. 219), οι άνδρες αυτοί αποτέλεσαν μια «λατινική γραφειοκρατία» μέσα στο ελληνικό διοικητικό σύστημα της Άρτας, εισάγοντας δυτικά λογιστικά πρότυπα και τύπους συμβολαίων.


4. Οι εταιρείες και τα τελωνεία

Η A. Laiou (1980, σ. 152) θεωρεί ότι το πιο ενδιαφέρον φαινόμενο της εποχής ήταν η εμφάνιση διεθνών εμπορικών κοινοπραξιών με έδρα την Άρτα.
Γύρω στο 1436, ο Φλωρεντινός Franciscus Pitti, κάτοικος Ραγκούσας, οργάνωσε κοινοπραξία που μίσθωσε τα τελωνεία της Άρτας για δύο χρόνια, με συνεργάτες Ιταλούς και Ραγουζαίους εμπόρους.
Η πράξη αυτή, όπως επισημαίνει ο Shields (2019, σ. 94), δείχνει ότι η Άρτα λειτουργούσε πλέον ως ενσωματωμένο κέντρο στο εμπορικό δίκτυο της Αδριατικής, όπου οι φόροι και τα δασμολόγια περνούσαν στα χέρια ξένων κεφαλαιούχων.

Αγορά σιτηρών στο Orsanmichele, Φλωρεντία Μικρογραφία από τον κώδικα Libro del Biadaiolo (1328–1335).
Η σκηνή απεικονίζει εμπόρους να συναλλάσσονται σε αγορά δημητριακών, χαρακτηριστική εικόνα της μεσαιωνικής οικονομίας. Βιβλιοθήκη Medicea Laurenziana – Δημόσιος τομέας.


🌍 5. Η Άρτα ως μεσογειακή πόλη

Η συνύπαρξη Βενετών, Ραγουζαίων και Ιταλών αξιωματούχων έδωσε στην Άρτα έναν διεθνή χαρακτήρα.
Η Laiou (1980, σ. 157) υπογραμμίζει ότι η πόλη απέκτησε νομίσματα σε δουκάτα και γκρόσια (δηλ. ασημένια βενετικά νομίσματα, γνωστά στη Δύση ως grossi), δυτικότροπα συμβόλαια και νέα εμπορική γραφειοκρατία.
Παράλληλα, οι ξένοι έμποροι έφεραν δυτικές μορφές κατοικίας και πιθανότατα την πολυγλωσσία στους δρόμους της πόλης.

Αν και οι ξένες παροικίες δεν ήταν πολυπληθείς, άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα: η Άρτα του 15ου αιώνα δεν ήταν πια μια κλειστή ηπειρώτικη πρωτεύουσα, αλλά μια μικρή μεσογειακή πόλη με ανοιχτούς ορίζοντες και διεθνές κύρος. Η παρουσία αυτών των ξένων παροικιών στην Άρτα δείχνει πως η ιστορία του Δεσποτάτου δεν ήταν μόνο τοπική ή εσωστρεφής· ήταν μέρος του μεγάλου μεσογειακού κόσμου, όπου το εμπόριο και οι άνθρωποι ταξίδευαν πέρα από σύνορα και εποχές.


📚 Βιβλιογραφία

  • Angeliki E. Laiou, Η ύστερη βυζαντινή πόλη: Κοινωνικές και οικονομικές όψεις, Dumbarton Oaks Papers 34 (1980).
  • Donald M. Nicol, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου 1267–1479, Cambridge University Press, 1984.
  • Διονύσιος Ζακυθηνός, Το Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204–1461), Αθήνα 1966.
  • Κωνσταντίνος Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Βʹ.
  • Freddy Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Âge, Παρίσι 1959.
  • Χρύσα Μαλτέζου, Οι Βενετοί στην Ανατολική Μεσόγειο, Βενετία 1995.
  • Barisa Krekić, Ragusan Commercial Relations with the Balkans, Balcanica 1 (1970).
  • Barisa Krekić, Dubrovnik and the Balkans (1205–1460), Byzantinische Zeitschrift 54 (1961).
  • Robin Alexander Shields, Trade and Diplomacy in the Fifteenth-Century Balkans: Carlo II Tocco and the Despotate of Arta (1429–1448), Royal Holloway, University of London, 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Η Άρτα στην Ενετοκρατία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *