Ένα πολύ γλυκό κείμενο από την κ. Anna Romanou που μας ταξίδεψε στα αντίστοιχα μαγαζάκια της οδού Σκουφά στην Άρτα, την δεκαετία του 60-70, στο μαγαζί του Λιόντου, του Ντέτσικα, του Βασιλείου, στα Τζιμακια γωνία Παντοκράτορος και Κουμουνδούρου (που μας θύμισε μια φίλη), κτλ…….
“Απο μικρή μ΄έστελνε η μάνα μου στο μαγαζί με τα ραφτικά και τα γυναικεία εσώρουχα για καμιά βελόνα, καμιά δαχτυλήθρα , καμιά κλωστή Πεταλούδα, κανα κουβερτόνημα, δαντελόνημα και λοιπά. Απο κει πήρα και το πρώτο μου κέντημα, σταυροβελονιά. Λεγόταν ” Το μικράκι” .
Eίχε αυτή τη μυρωδιά των σουτιέν -μισό ακρυλικό για να « στέκονται» , μισό βαμβακερό. Το ίδιο μύριζαν κι οι σφιχτοί κορσέδες, τα κορσεδάκια που φορούσαμε πάνω από το εσώρουχο οι μικρές να μη λερωθούμε από την περίοδο, οι νέες για να σφίξει η κοιλιά από τη γέννα, οι μεγάλες να σφίγγουν τα παχάκια της ηλικίας . « Οι τρεις ηλικίες της γυναίκας» όπως στον πίνακα του Klee .
Με τις παντόφλες πηγαίνουν ακόμα οι κυράδες. Είναι το μόνο κατάστημα που έμεινε ανοιχτό όλα αυτά τα χρόνια σε αυτή τη γειτονιά του κέντρου . Εδώ πήγαινα τις ηλικιωμένες της ζωής μου να ψωνίσουν άλλοτε μια ” μπαμπακούλα” όπως λέγανε τη μπαμπακερή ρόμπα, μακρυμάνικη με ψιλά λουλουδάκια στυλ λαϊκής Λώρα ‘Ασλεϋ …Άλλοτε μια φλίς ρόμπα – ζεστή χουχουλιαστή και φτηνή, από αυτές που κάνουν τις κυράδες να μοιάζουν με μεγάλα παράξενα λούτρινα ζωάκια. Ειδικά αν συνδυάζονται με ρόλλευ στα μαλλιά.
Τι θες και δεν είχε κει μέσα
Φούστες μάλλινες μέχρι τη γάμπα , σοβαρές – για εκκλησία, για επίσκεψη, για μνημόσυνα , κηδείες και όλο το κοινωνικό ρεπερτότιο μιας μεσόκοπης κυρίας που δεν ντύνεται μοντέρνα.
Κυλότες τεράστιες σαν ιστία βάρκας με το πανί τους , κυλότες μικροσκοπικές από κείνες που θα χωρούσαν ακόμα και σε ένα γράμμα.
Κομπινεζόν , ολομέταξα, ρεγιόν, βαμβακερά , συνθετικά.
Κόπιτσες , σούστες και θηλυκωτήρια, δαχτυλήθρες, παραμάνες , παραμάνες ασφαλείας για μωρά, λαστέξ , κλωστές, προεκτάσεις για σουτιέν, τιράντες, ζαρτιέρες , καμβάδες προζωγραφισμένοι με Παναγίες, Χριστούς, θάλασσες, καράβια.
Κουμπιά όλων των ειδών σε ραφάκια μικρά , κουμπιά σεντεφένια, ελαφαντόδοντου, κοκκάλινα, πλαστικά, με πλεκτό μαλλί για παλτό..
Σακοράφες , βελόνες στα μαύρα τους χαρτάκια με τη ζωγραφιά και καρφίτσες στα μπλέ τους πολυγωνικά πλαστικά κουτάκια, είδος υπο εξαφάνιση πια .
Αλλά κυρίως υπάρχει κάτι ,μια αίσθηση ότι εκεί μέσα μπορείς να πας και να βρεις ό,τι θες μην ξέροντας ακόμα τι γυρεύεις. Μπορείς να πας ακόμα και με τις παντόφλες. Όπως πάνε οι κυράδες και πιάνουν κουβεντολόι για το σπανακόρυζο που δεν έδεσε μέχρι το γάμο της τάδε που δεν πέτυχε.
Μια αίσθηση ότι εκεί θα πεταχτεί το τζίνι και θα εκπληρώσει όλες σου τις επιθυμίες. Γιατί είναι γεμάτο μυρωδιές που ντύνουν το γυναικείο σώμα , είναι σαν άβατο .
Κι είναι το μόνο σημείο που μπορεί να πάει μια μεγάλη γυναίκα και να αιστανθεί οικεία, με εμπιστοσύνη πως την περιποιούνται, όπως συμβαίνει και με τον έμπιστο οικογενειακό τους γιατρό. Σου δίνει την αίσθηση πως αυτό το μικρό « μεγάλο» φτιάχτηκε για τις ανάγκες ενός κόσμου που δε χωράει στα γυαλιστερά φύλλα των περιοδικών, όμως είναι σάρκινος, αληθινός, πάλλεται, γεννάει, μαγειρεύει, μεγαλώνει εγγόνια, πονάει η μέση του, έχει εμμηνόπαυση, κρυώνει το σώμα του και ενίοτε όλο και πιο συχνά τελευταία κρυώνει κι η ψυχή του”.
Στη φωτογραφία (1956) κορίτσια από τη Βαλαώρα, φορώντας τις μπαμπακένιες ρόμπες τους, τις λουλουδάτες, φωτογραφίζονται στην αυλή του σπιτιού τους, ποζάροντας δίπλα στο ελατάκι- χριστουγεννιάτικο δέντρο- που μόλις κατέφθασε απ’ τα Τζουμέρκα…..(Φώτο από ιδιωτική συλλογή)