Το δυστύχημα του λεωφορείου στο Τσίμοβο – 22 Δεκεμβρίου 1958
Ήταν Δευτέρα, 22 Δεκεμβρίου 1958, προπαραμονές Χριστουγέννων.
Ένα μικρό λεωφορείο της γραμμής Ιωαννίνων – Βορείων Τζουμέρκων ξεκίνησε το καθιερωμένο δρομολόγιο προς τα χωριά. Το όχημα, 24 θέσεων, ήταν υπερφορτωμένο. Στο εσωτερικό του επέβαιναν 34 άνθρωποι, μαζί με τον οδηγό και τον εισπράκτορα. Άνθρωποι απλοί, της καθημερινότητας, που ανυπομονούσαν να βρεθούν στον τόπο τους για να περάσουν τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Ανάμεσά τους βρισκόταν και η Όλγα Ράπτη – Μαστοράκη, 52 ετών, από τους Χουλιαράδες.
Εκείνη την ημέρα επρόκειτο να ταξιδέψει μαζί της και ο γιος της, Σταύρος Μαστοράκης, φαντάρος τότε στα Γιάννενα. Δεν κατάφερε όμως να πάρει άδεια και της το είπε με λύπη: δεν θα μπορούσε να την ακολουθήσει στο χωριό. Ήταν μια από εκείνες τις μικρές ανατροπές της καθημερινότητας που τότε μοιάζουν ασήμαντες και αργότερα βαραίνουν όσο τίποτε άλλο.
Η Όλγα κάθισε στην πρώτη θέση του λεωφορείου.
Δίπλα της κάθισε η Σταυρούλα Κωνσταντινίδη – Βράνου, επίσης από τους Χουλιαράδες, νεαρή κοπέλα τότε. Οι δύο γυναίκες δεν ήξεραν ότι θα τις ένωνε για πάντα εκείνη η διαδρομή.
Το λεωφορείο ακολουθούσε τον παλιό δρόμο προς τα Τζουμέρκα, στενό και χωμάτινο, χαραγμένο πάνω στις απότομες πλαγιές της χαράδρας του Άραχθου. Ο δρόμος δεν είχε προστατευτικά, με συνεχείς στροφές και απότομες κλίσεις, ενώ το ποτάμι κυλούσε βαθιά από κάτω. Το ανάγλυφο του τόπου, άγριο και απαιτητικό, δεν συγχωρούσε λάθη, ιδιαίτερα σε βαριά και υπερφορτωμένα οχήματα.
Λίγο πριν το Τσίμοβο, σε μια κλειστή και επικίνδυνη στροφή, το λεωφορείο, κατά τη μανούβρα, ανασηκώθηκε από τις πίσω ρόδες, βγήκε από τον δρόμο και κύλησε στον απότομο γκρεμό, μέσα σε βράχια και χαμηλή βλάστηση, προς την κοίτη του Άραχθου.
Η πτώση ήταν μοιραία.
Θάνατος και σωτηρία, στην ίδια θέση
Η Σταυρούλα Κωνσταντινίδη – Βράνου, που καθόταν δίπλα στην Όλγα, επέζησε.
Η μαρτυρία της, όπως διασώθηκε αργότερα, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τεκμήρια για όσα συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Χαρακτηριστικά ανέφερε:
«Ένιωσα το λεωφορείο να σηκώνεται. Δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα έξω. Θυμάμαι μόνο ότι κάθισα σε μια πέτρα και δεν ήξερα αν ζούσα ή αν ήμουν νεκρή».
Η ίδια σώθηκε.
Η Όλγα Ράπτη – Μαστοράκη, που καθόταν δίπλα της, δεν σώθηκε.
Συνολικά 29 άνθρωποι σκοτώθηκαν.
12 άνδρες και 17 γυναίκες.
Μόλις 5 επιβάτες επέζησαν.
Τα χωριά των Τζουμέρκων βυθίστηκαν στο πένθος. Στο Πετροβούνι, στο Μιχαλίτσι, στους Χουλιαράδες, στα Πράμαντα και στο Ματσούκι, οι νεκροί δεν μεταφέρθηκαν στα σπίτια τους. Ξενυχτήθηκαν ομαδικά στις εκκλησίες, μέσα σε κλίμα βαθιάς οδύνης.
Στο σημείο του δυστυχήματος ανεγέρθηκε αργότερα μνημείο.
Φυτεύτηκαν 29 κυπαρίσσια, ένα για κάθε ζωή που χάθηκε εκείνη την ημέρα.
Και ο λαός, όπως συχνά συμβαίνει, έκανε τον πόνο λόγο και τραγούδι:
«Μαύρα μαντάτα ήρθαν στα δόλια τα Τζουμέρκα…»
Στη φωτογραφία η Όλγα Ράπτη – Μαστοράκη ανάμεσα στον σύζυγό της Κωνσταντίνο Α. Μαστοράκη στα δεξιά και τον αδελφό της Ιωάννη Ράπτη στα αριστερά. (Η φωτογραφία είναι από το αρχείο του κ. Σταύρου Μαστοράκη)
