ΤΟ ΑΥΛΑΚΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ – Χ. ΝΤΑΛΑΣ

——————-
“Δεν ξέρω τι μου’ ρθε να γράψω για το αυλάκι της Λεύκας. Ασφαλώς δεν είναι μόνο μια εφηβική μου ανάμνηση. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια ανάμνηση από έναν άλλο κόσμο που χάθηκε οριστικά. Από μια άλλη κοινωνία που οργανώθηκε με γενεές γενεών, με τους δικούς της νόμους και που η ζωή της σταμάτησε γύρω στο 1960. Μολονότι δεν πέρασαν ακόμα 30 χρόνια, άλλαξαν τόσα πράγματα από τότε, που μου φαίνεται ότι πέρασαν αιώνες.

Με το αυλάκι της Λεύκας -ο «υδραύλαξ», όπως γραφόταν στα επίσημα χαρτιά- θα ποτιζόταν κάποιες ψηλότερες ζώνες από τους κάμπους του Τραπεζα­κίου και του Άμμου. Οι χαμηλότερες, ήδη ποτιζόταν από το αυλάκι του Σιώ­ζιου, από την ίδια θέση δηλ. που έπαιρ­νε ο μύλος του Σιώζιου. Εδώ ανοίγω μια παρένθεση για να πω πως για το αυλάκι του Σιώζιου, που έγινε την περίοδο της κατοχής, υπάρχει ολόκληρη εποποιία. Γι’ αυτήν όμως πρέπει να γράψει κά­ποιος άλλος παλιότερος από μένα.

Το αυλάκι άρχιζε από τη Λεύκα, μια τοποθεσία απέναντι από το Κρυονέρι, και, έπειτα από μια πορεία περίπου 9 χιλιομέτρων, έφθανε στην Αριά, όπου διακλαδιζόταν. ‘Ενας κλάδος περνού­σε με σωλήνες απέναντι στο Τραπεζάκι και ο άλλος συνέχιζε και έφτανε στον Άμμο. Τελικά, όμως, μόνο ο κάμπος του Τραπεζακιού εξυπηρετήθηκε. Ο Άμμος ποτίστηκε 1-2 χρόνια και έπει­τα εγκαταλείφθηκε. Τούτο, γιατί μετά τη διακλάδωση και μέχρι τον Άμμο, το αυλάκι περνούσε συνέχεια από το στε­φάνι του Τσιούγκα, το οποίο δεν είχε σταθερό έδαφος, με αποτέλεσμα να χα­λά κάθε χρόνο. Έτσι και επειδή τα χω­ράφια του Άμμου ήταν λίγα και τα έξο­δα για τη συντήρηση του αυλακιού πολλά, εγκαταλείφθηκε σαν ασύμφορο. Στην αρχή, βέβαια, ξεκίνησε με φιλοδοξίες να φθάσει μέχρι την Κυπρίστρα -ακόμα και μέχρι τα Ποτιστικά. Για το τελευταίο πρωτοστάτης και ένθερμος υποστηρικτής ήταν κάποιος γερο-Μπε­λιάσας από τα Ποτιστικά.

Μηχανήματα τότε δεν υπήρχαν. Η δουλειά γινόταν αποκλειστικά με τα χέ­ρια, δηλ. το σκαμπάνι και το φτυάρι. Μόνο στα πολύ βραχώδη χρησιμοποιού­σαν εκρηκτικά. Το μεροκάματο 24 δρχ. για τους άντρες και 21 για τις γυναίκες. Βέβαια τότε τα λεφτά είχαν άλλη αξία. Ο μισθός του δασκάλου, για παράδειγ­μα, ήταν 1.200 δρχ. το μήνα. Υπολογίζω πως το 24άρι με σημερινά λεφτά ήταν περίπου 800 δρχ. Κι όμως μ’ αυτό το μεροκάματο έγιναν προίκες, μπήκαν και λεφτά στην Τράπεζα.

Για να φθάσουμε στο έργο -ιδίως όταν δουλεύαμε κοντά στη Λεύκα- χρειαζόταν πεζοπορία περίπου 1,5 ώρα.
Ξεκινούσαμε μπονώρα – μπονώρα, α­κολουθούσαμε το δημόσιο δρόμο προς τη Φτέρη και στου Ζαχαρή περνούσαμε απέναντι, από το ποτάμι. Όταν δου­λεύαμε παρακάτω ακολουθούσαμε την πορεία Αριά – Σιώζιου – Μπρονιάς. Σχε­δόν πάντα κουβαλούσαμε και τα εργα­λεία μαζί μας από το φόβο μήπως κατ τα κλέψουν. Η πραγματική δουλειά ήταν οκτάωρο. Οι περισσότεροι δούλευαν-κανονικά το μεροκάματο. Εμείς, οι νεο­λαία, όλο και λουφάγαμε λιγάκι. Πολύ κατούρημα, λίγη δουλειά. Γι’ αυτό και κάποτε μπήκε θέμα να μας διώξούν.

Επικεφαλής ήταν ο επιστάτης που τον διόριζε η κοινότητα ή η Νομαρχία. Απαραίτητα εργαλεία του επιστάτη ή­ταν η σφυρίχτρα και το ρολόι. Τότε ελά­χιστοι είχαν ρολόγια. ‘Ενα φεγγάρι που ήταν ο μακαρίτης ο παππούς μου επιστά­της, κουβαλούσε μαζί του ένα ξυπνητή­ρι πού είχαμε σπίτι. Χρειαζόταν ειδικό τρουβά να το κουβαλά επειδή ήταν τε­ράστιο και βαρύ και έκανε και μεγάλο θόρυβο. ‘Επειτα επιστάτης έγινε ο Νι­κο-Λάμπρης (Κοντός) πιο οργανωμένος – είχε ρολόι τσέπης. Βαρύς και αυστηρά υπηρεσιακός ο Νίκος.

Στο σακκούλι κουβαλούσαμε το με­σημεριανό φαγητό. Εκτός από την μπομπότα, σύνηθες «προσφάι» ήταν η πρέ­ντζα ·μέσα στον κλειδό, τυλιγμένη με κουτσουμπόφυλλα. ‘Ολα μαζί δεμένα μέσα σ’ ένα καρώ μαντήλι. Το ξυνόγα­λο επίσης -μπύρα το έλεγε ο μπάρμπα Αριστείδης Κοντός- ήταν πάντα στα φαγητά. Το κουβαλούσαμε πάντα στο χέρι μέσα σ’ ένα μικρό κατσαρόλι για να μη χύνεται. Εκεί μέσα τρίβαμε την μπομπότα και κάναμε την περίφημη «τρίψα».

Τεχνική καθοδήγηση γιά το έργο ου­σιαστικά δέν υπήρχε. Που και πού εμ­φανιζόταν κάποιος τεχνικός από τη Νομαρχία. Υποτίθεται πως πέρασε κά­ποιος μηχανικός και έβαλε κάποια ση­μεία από τη χάραξη. Στην πραγματικότητα όμως οι ίδιοι οι εργάτες ήταν και μηχανικοί και εργοδηγοί. Η χάραξη γι­νότανε με το αλφάδι. Ένα αλφάδι κρε­μασμένο στη μέση τεντωμένου σχοινιού πάνω σε δυο ίσα κοντάρια. Έτσι παιρ­νόταν η «αλφαδιά» και κανονιζόταν η κλίση. Τελικά όμως τη χάραξη την έκα­νε το ίδιο το νερό. Προχωρούσαμε έχο­ντας σαν ασφαλή οδηγό τό νερό. Κου­βαλούσαμε χώμα με τσουβάλια για τη στεγάνωση του αυλακιού και για το ανέ­βασμα του πυθμένα σε σημεία που τα νερά λίμναζε.

Θυμάμαι πως τα γερό σκαμπάνι ήταν ο μπάρμπα Μίχο Κοντός. Φοβερός επί­σης ήταν και κάποιας Νάσιο Κασάρας. Κάποτε σμίξανε εκεί στα Κασαραίικα και το έδαφος έβγαζε φωτιές. Δεινοπα­θούσαμε αυτοί με τα φτυάρια για να τους προλάβουμε. Στα διαλείμματα γι­νόταν συζητήσεις από τους πιο επιτή­δειους πάνω στο τεχνικό μέρος του αυ­λακιού. ‘Οταν ο μπάρμπα Μίχος έβλε­πε πως περνούσε η ώρα και η συζήτηση τραβούσε και χανόταν χρόνος, έλεγε: «Εμάς που δεν μας κόβει ας πάμε να κουβαλήσουμε χώμα».

Πρωτοστάτης ήταν επίσης και ο Διο­γένης Κοντός. Θυμάμαι είχα γράψει ένα ποίημα τότε για το αυλάκι της Λεύκας – είχα και τέτοιο ψώνιο στα τρυφερά μου χρόνια. Το ποίημα ήταν μακρύ σαν τα αυλάκι και το έχω ξεχάσει. Θυμάμαι μόνο δυο στροφές:

Για τ’ αυλάκι το μακρύ
έγινε ο Διογένης
θηρίο μεγάλο και αψύ
ζητώντας θύμα να του φέρεις.
Ρητορεύει κάθε μέρα
δίνει λόγους φοβερούς
παπαρδέλλες στου αέρα
με πολλούς-πολλούς σκοπούς.

Ας με συγχωρήσει ο Διογένης, μπορεί με το ποίημα να τον αδίκησα. Η αλήθεια πάντως είναι πως τραβούσε μπροστά και τα έδινε όλα για το αυλάκι.

Γινόντουσαν και συγκεντρώσεις ό­που συζητούσαν όλα τα μεγάλα θέματα σχετικά με τα αυλάκι. Τόποι συγκέ­ντρωσης ήταν το αλώνι ταυ Αριστείδη Κοντού στη Φτερούλα και ο μικρός λοφίσκος του Τέλη Βόβλα στον Ψωρίλα. Καμιά φορά γινόντουσαν και ψηφοφορίες. Σε μια από αυτές κάποιος έγραφε στο ψηφοδέλτιο κάτι πλακατζίδικα. Υποψιάστηκαν τον Λάμπρο Κοφίνα.

Κάπως έτσι έγινε το αυλάκι της Λεύ­κας. Πότισε για περίπου δεκαπέντε χρό­νια τον κάμπο του Τραπεζακιού. Εδώ και 10 χρόνια, που το χωριό άρχισε να ερημώνει, εγκαταλείφθηκε και αυτά.
Σήμερα σε πολλά μέρη γέμισε χώμα­τα, φύτρωσαν δέντρα, δεν διακρίνεται καν πως ήταν αυλάκι. Ανεβαίνοντας α­πό το σπίτι μου προς τη στροφή του Τσιάχαλου αγναντεύω απέναντι και κά­που – κάπου διακρίνω τη γραμμή του. Τότε νοερά το περπατάω από τους σω­λήνες μέχρι τον Μπρονιά και από το Χάβο ως τη δέση της Λεύκας. Δεν ξέρω αν Θα τα καταφέρω, θα ΄θελα όμως και πραγματικά να το περπατήσω μια φορά ακόμα.
Αθήνα, Δεκέμβρης 1986, Χρήστος Ντάλας, Πολ. Μηχανικός” (Πηγή : https://www.distrato.gr/)

Στη φωτογραφία ” Η κατασκευή της Περαταριάς – το πέρασμα του νερού με σωλήνες πάνω από τον Άραχθο – στο Τραπεζάκι” (Πηγή : ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ, Χ. Ντάλας, Αθήνα, 2008)

Δημοσιεύθηκε στην Το Γεφύρι της Άρτας και ο Άραχθος Ποταμός. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *