ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ

——————-
“Βρισκόμαστε στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο ηγούμενος ενός μοναστηριού της περιοχής, του Προφήτη Ηλία ψηλά στο Ηλιοβούνι, αποφασίζει να ζεύξει τον Λούρο με πέτρινο πια τοξωτό γεφύρι. Τολμηρό ομολογουμένως το σχέδιό του, αφού το ποτάμι, ανεξέλεγκτο εδώ, σχεδόν χωρίς κοίτη, δημιουργούσε ανέκαθεν εκτεταμένα έλη, περιοδικά δε ακόμα και λίμνη! Η κατασκευή έτσι, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, θα διαρκέσει κάμποσα χρόνια, πάντα όμως υπό την επιστασία και οικονομική χορηγία του μοναστηριού. Μόνο οι ηγούμενοι άλλαξαν. Το γεγονός, με πολύτιμες λεπτομέρειες, καταγράφεται, σαν ενθύμηση, σε εκκλησιαστικό βιβλίο της Άρτας, γύρω στα 1870.

« Έτει σωτηρίω 1853 κατά μήνα Φεβρουάριον ήρχισεν η οικοδομή της γεφύρας Ινάχου ποταμού δι’ εξόδων του Πανοσιωτάτου καθηγουμένου της Ιεράς και Σεβασμίας ενοριακής μονής του προφήτη Ηλία κ. Διονυσίου εκ κώμης Λευτεροχώρι, όστις δεν επρόφθασε να το τελειώσει, διότι κατά το έτος 1857 Απριλίου 6 απεβίωσεν. Ο δε διάδοχος αυτού, ο νυν ηγουμενεύων κ. Ιερόθεος εξ Άρτης ετελειοποίησεν αυτήν μετά των έξω καμάρων με ουκ ολίγων δαπάνων εκ της αυτής ιεράς μονής. Το πρώτον και το δεύτερον εστοίχισεν υπέρ τα 120.000 γροσίων. Ετελείωσεν αυτό περί τα τέλη του έτους 1861. Διο γράφω εις Ενθύμισιν».(Διδαχαί, Ηλία Μηνιάτη)

Τα παραπάνω επαληθεύονται, τουλάχιστον όσον αφορά τα πρόσωπα, απ’ όσα έγραψε, δέκα χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης Λαμπρίδης, ο οποίος, ας σημειωθεί, αγνοούσε τότε την ενθύμηση -θα δημοσιευτεί μόλις στα 1929 στο περιοδικό «Ηπειρωτικά Χρονικά». Ωστόσο, μεταξύ τους, επισημαίνονται μικρές διαφορές στο χρόνο αποπεράτωσης του έργου -1861 κατά την ενθύμηση, 1867 κατά τον Λαμπρίδη-, όπως και στο ύψος της συνολικής δαπάνης -120.000 γρόσια κατά τον πρώτο, 1.000 λίρες, δηλαδή 100.000 γρόσια κατά τον δεύτερο. Να δούμε τι έγραψε ακριβώς και ο Λαμπρίδης:

«Ο ηγούμενος της Μονής ταύτης Διονύσιος εξ Ελευθεροχωρίου κατέβαλε λ. οθωμ. 640 προς ανέγερσιν της επί τον ποταμόν Λούρον γεφύρας, κειμένης μεταξύ των τμημάτων Καρβασαρά και Κάμπου και των χωρίων Χαλκιάδων και Ελευθεροχωρίου∙ ο δε διάδοχος τούτου Ιερόθεος ο Μπάικος εξ Άρτης προς αποπεράτωσιν του έργου (1867) λίρ. 360».(Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, 1880)

Νομίζω πως, επειδή ο άγνωστός μας ιερωμένος, συντάκτης της ενθύμησης, βρισκόταν πιο κοντά στο χώρο και το χρόνο που συνέβη το γεγονός, πρέπει να δεχθούμε, σαν πιο ακριβείς, τις δικές του πληροφορίες. Άλλωστε η μικρή διάσταση στα συγκεκριμένα ζητήματα -περάτωσης και κόστους- δεν νομίζουμε πως θίγει ιδιαίτερα την επιχειρούμενη μελέτη του γεφυριού. Απεναντίας, βάραινε καθοριστικά η απουσία, μέχρι πρόσφατα, οποιουδήποτε στοιχείου σχετικού με τη μορφή του -μόνη αλλά αδιασταύρωτη η πληροφορία του συνταγματάρχη Νικoλάου Σχινά, που σημείωνε στα τέλη εκείνου του αιώνα: «…από του χωρίου Κανεσσοί η οδός βαίνουσα ομαλώς επί πεδιάδος, καθισταμένης εν χειμώνι αδιαβάτου, ένεκεν των σχηματιζομένων ελών, φέρει εις Γέφυραν Καλογήρου, δίτοξον επί του ποταμού Λούρου, της οποίας ο εις των θόλων έχει μεγαλείτερον άνοιγμα».(Οδοιπορικόν Ηπείρου, 1897).
(Πηγή : Σπύρος Μαντάς –http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.com/)

Στη φωτογραφία η παλαιότερη φωτογραφία της Γέφυρας Καλογήρου από τον Fr. Boissonnas, στις αρχές του 20ου αιώνα.

Δημοσιεύθηκε στην Περί Τμήματος Καραβοσαρά και Λάκκας. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *