“……Την περίοδο αυτή, όπως σ΄ όλα σχεδόν τα χωριά της πατρίδας μας, έτσι και στο χωριό μας (αναφέρεται στον συνοικισμό της Καλλονής, του χωριού Χώσεψη) λειτουργούσαν μαθητικά συσσίτια. Στο Σχολείο μας τα συσσίτια αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα κύπελλο γάλα, ένα μικρό κομμάτι κίτρινο τυρί (τύπου Ολλανδίας) κι ένα μικρό κομμάτι ασπροκίτρινο βούτυρο καθημερινά.
Τα εφόδια αυτά τα προμηθευόταν ο Δάσκαλός μας απ’ την Επιτροπή Μαθητικών Συσσιτίων Νομού Άρτας και ελλείψει αποθηκευτικού χώρου στο Σχολείο τα διατηρούσε στην αποθήκη του σπιτιού του.
Κάθε πρωί ετοίμαζε την ανάλογη ποσότητα της σκόνης του γάλατος, της ζάχαρης και του κακάου, έκοβε τις μερίδες του τυριού και του βούτυρου, τα τοποθετούσε μέσα σε δοχεία απ’ αυτά, που τα ίδια ήταν κονσερβαρισμένα και περνώντας κάποιοι γείτονες μαθητές τα έφερναν στο σχολείο.
Άρχιζε το πρωινό μάθημα από τις μεγαλύτερες τάξεις και στη συνέχεια με τη σειρά προς τις μικρότερες. Κι όταν πλησίαζε η ώρα για το βράσιμο του γάλατος, δυο μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων έπαιρναν το τσίγκινο καζάνι, που κρεμόταν στον τοίχο σε μια γωνιά της αίθουσας και κατέβαιναν κάτω χαμηλά στο ρέμα, στη βρύση «Μπουρλότο», έβαζαν το ανάλογο νερό, το μετέφεραν στο Σχολείο και το έβαζαν στο τζάκι για να βράσει. Αν δε το τζάκι λόγω εποχής δεν ήταν αναμμένο, οι δυο μαθητές φρόντιζαν από νωρίτερα να το ανάψουν. Μόλις το νερό έβραζε, ο Δάσκαλος έριχνε στο καζάνι τη σκόνη του γάλατος, τη ζάχαρη και το κακάο και οι δυο μαθητές ανακάτευαν συνέχεια με μια μεγάλη ξύλινη ξύστρα για να μην κολλήσει. Στην ώρα του διαλείμματος το ρόφημα ήταν πια έτοιμο.
Οι δυο μαθητές μετέφεραν προσεκτικά το καζάνι στην καθιερωμένη γωνιά της αυλής, οι μαθητές μπαίναμε στη γραμμή κρατώντας ο καθένας το κυπελλάκι του και ο Δάσκαλος ημικαθισμένος δίπλα απ’ το καζάνι μοίραζε με το κύπελλο διανομής με τη σειρά σ’ όλους μας. Αν υπήρχε και περίσσευμα, μερικοί έπαιρναν και συμπλήρωμα.
Αφού τέλειωνε η διανομή, πίναμε γρήγορα-γρήγορα το γάλα μας και τρέχαμε κάτω στη βρύση «Μπουρλότο» να πλύνουμε τα κυπελλάκια μας για να τα έχουμε καθαρά την επόμενη μέρα.Μερικοί φυσικά δεν κατέβαιναν στη βρύση, γιατί τα μετέφεραν καθημερινά στα σπίτια τους. Επίσης και οι δυο ορισμένοι μαθητές κατέβαιναν στη βρύση, όπου έπλεναν καθαρά το καζάνι, την ξύστρα και το κύπελλο διανομής και με την επιστροφή τους στο Σχολείο τα κρεμούσαν το καθένα στη θέση του.
Το μάθημα συνεχιζόταν μετά το διάλειμμα μέχρι τη μεσημεριάτικη διακοπή, οπότε μπαίναμε στο ίδιο σημείο και πάλι στη γραμμή και ο Δάσκαλος μάς μοίραζε το τυρί και το βούτυρο. Το τυρί άλλοι το έτρωγαν εκείνη τη στιγμή κι άλλοι το μετέφεραν στα σπίτια τους. Το βούτυρο ήταν άνοστο και σχεδόν κανένας μας δεν το έτρωγε. Το μεταφέραμε στα σπίτια μας και το παραδίδαμε στη μητέρα μας.
Μερικοί μαθητές όμως, απ’ αυτούς που κατοικούσαν μακριά απ’ το χωριό και που δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους το μεσημέρι, αλλά έμεναν στο Σχολείο για το απογευματινό μάθημα, πολλές φορές τηγάνιζαν το τυρί με το βούτυρο σ’ ένα τενεκεδάκι και συμπλήρωναν έτσι τη λιγοστή «ξηρά τροφή», που έφερναν από τα σπίτια τους. Αξέχαστες παλιές μνήμες, άσχημες, από χρόνια δύσκολα, μεταπολεμικά, χρόνια φτώχειας, πείνας και στερήσεων . . .”(Άρθρο του Γιάννη Κατσικογιώργου από την σελίδα του https://katsikogiorgos.webnode.page/)
Στη φωτογραφία «Το Δημοτικό Σχολείο Καλλονής στις αρχές της δεκαετίας του ‘60». (Φωτο από το αρχείο του Δημ. Παππά, όπως δημοσιεύτηκε στο ίδιο άρθρο)