“Ήταν ήδη Κυριακή του Πάσχα (25 Απριλίου), πριν αυτός ξεκινήσει για το ταξίδι του, και καθώς, με τις μικρές μας αποσκευές δεμένες πάνω στα ζώα, πήραμε για τα καλά το δρόμο μας προς το πραγματικό μέτωπο, οι κακοτράχαλοι δρόμοι της Άρτας ήταν φριχτοί, βαμμένοι με το αίμα από αρνιά του Πάσχα, και από όλες τις πλευρές οι στρατιώτες πυροβολούσαν στον αέρα από τη χαρά τους για την Ανάσταση. Ο πανικός της προηγούμενης μέρας είχε τελειώσει και κάτω από κάθε δέντρο πορτοκαλιάς είχαν εγκατασταθεί μικρές οικογένειες προσφύγων από την άλλη άκρη του ποταμού και ετοιμάζονταν να διακόψουν τη μεγάλη νηστεία όσο άνετα βέβαια το επέτρεπαν οι δύσκολες περιστάσεις. Αλλά τα βλέμματα όλων ήταν λυπημένα και ο ευγενικός χαιρετισμός του «Χριστός Ανέστη» σπάνια ακουγόνταν. Φτάσαμε στους Κουμζάδες χωρίς να συμβεί κάτι, και έχοντας το χωριό στα δεξιά μας, πλησιάσαμε το στενό και δύσκολο σημείο του περάσματος. Ο παλιός δρόμος εδώ γίνεται τρομερά τραχύς και απότομος. Μπαίνει σε μια άγρια περιοχή ενός πέτρινου βουνού, εντελώς γκρίζου εκτός από έναν σκονισμένο θάμνο με κίτρινα λουλούδια, που μοιάζει με μαργαρίτα, αλλά είναι έντονα αρωματικό.
Μικρά σώματα στρατού ήταν τοποθετημένα ανά διαστήματα κατά μήκος των λόφων σε επαφή μεταξύ τους – περίπου επτά χιλιάδες στρατιώτες συνολικά. Στην κορυφή του περάσματος, περίπου οκτώ με δέκα ώρες πορεία από την Άρτα, μας σταμάτησε ένας φρουρός που μας οδήγησε στον διοικητή. Μαζί του εκτός από μερικούς άλλους αξιωματικούς βρήκαμε δύο Άγγλους ανταποκριτές, που μόλις είχαν ανέβει από τους Κουμζάδες, και έστησαν μια βολική μικρή σκηνή σε μια όμορφη τοποθεσία για να κατοπτεύουν την ορεινή κοιλάδα κατά μήκος της οποίας ο δρόμος οδηγούσε προς τα Γιάννενα. Ένας Έλληνας αξιωματικός με οδήγησε σε μια πετρώδη κορυφή του βουνού και μου εξήγησε πως είχαν τα πράγματα. Από εκεί μπορούσαμε να δούμε πολλά πτώματα ανδρών διάσπαρτα στους λόφους και στις δύο πλευρές του περάσματος. Στο τέλος της κοιλάδας μπροστά βρισκόταν ένας παλιός μισογκρεμισμένος ξενώνας που νομίζω ότι οι Τούρκοι το ονομάζουν Καραβάν Σεράι. Πέρα από αυτό, μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον ορεινό δρόμο που εισέρχονταν σε ένα άλλο στενό πέρασμα στο δρόμο του βόρεια προς τα Γιάννενα, και η σταδιακή προέλαση των Ευζώνων μας μέχρι εκείνο το κομμάτι του δρόμου καλύπτονταν από μια συστοιχία ορεινών όπλων σε ένα λόφο στα αριστερά από το Χάνι.
Δεξιά, προς έκπληξή μου, διέκρινα ξαφνικά ένα χωριό, που ο αξιωματικός μου είπε ότι ήταν ο Καρβαρσαράς. Για προστασία ήταν χτισμένο ψηλά στην πλαγιά του βουνού, στην κορυφή ενός είδους γκρεμού, και τα λιγοστά γκρίζα σπίτια του δύσκολα ξεχώριζαν από τους γκρίζους βράχους από τους οποίους είχαν χτιστεί. Αποφάσισα να αναζητήσω κατοικία εκεί μέχρι το επόμενο στάδιο της προέλασή μας στα Γιάννενα. Μετά από περίπου μία ώρα ανάβαση με τα άλογα, φτάσαμε στο μέρος, αλλά δεν βρήκαμε σχεδόν κανέναν από τους βοσκούς να έχει μείνει ακόμα εκεί. Οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στην Άρτα ή κρύβονταν πιο ψηλά στα βουνά. Καταφέραμε να μπούμε με το ζόρι σε ένα έρημο σπίτι — ίσως το πιο σημαντικό στο χωριό, γιατί ήταν ισχυρά οχυρωμένο με έναν τοίχο είκοσι ποδιών χτισμένο γύρω από την αυλή του και έξυπνα επινοημένες πολεμίστρες για τουφέκια από το εσωτερικό κατόπτευαν προς όλες τις μεριές και προς την πόρτα και προς τα παράθυρα. Το εσωτερικό ήταν εντελώς άδειο, και με μια λεπτή αίσθηση κατοχής και μονιμότητας καταλάβαμε το γυμνό πάτωμα του επάνω δωματίου και ανάψαμε μια φωτιά από κορμούς και θάμνους στη σκοτεινή κουζίνα του κάτω ορόφου. Για τέσσερις μέρες αυτό το οχυρωμένο σπίτι ήταν το σπίτι μου, και ήταν οι τέσσερις πιο ευτυχισμένες μέρες της εκστρατείας, γιατί η νίκη φαινόταν ακόμα να είναι στα χέρια μας, και εμείς οι ίδιοι ήμασταν τώρα όσο πιο κοντά μπορούσαμε να φτάσουμε στο πιο απομακρυσμένο σημείο του μετώπου.
ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ
Το μικρό οχυρωμένο παράθυρο του πάνω ορόφου έβλεπε βορειοδυτικά πάνω από την απότομη κατηφόρα, πέρα από το κομμάτι της επίπεδης κοιλάδας όπου βρισκόταν το παλιό χάνι του Καραβάν Σεράι με το πηγάδι του και μέχρι τον στρογγυλεμένο λόφο όπου βρισκόταν η πυροβολαρχία μας. Μπορούσαμε επίσης να δούμε ως κάποια απόσταση μέχρι το στόμιο του περάσματος από το οποίο τα στρατεύματα προχωρούσαν αργά προς τα Πέντε Πηγάδια. Πιο πέρα υψωνόταν ένα υπέροχο βουνό από γυμνό βράχο, χαραγμένο από βαθιά κανάλια και φαράγγια φτιαγμένα εξ αιτίας της δύναμης του παγετού, του χιονιού και της ζέστης. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν ο αρχαίος Τόμαρος ή όχι, αλλά σε κάθε περίπτωση οι βοσκοί μας είπαν ότι απ’ εκεί αντίκρυζες από ψηλά τα Γιάννινα και τη λίμνη τους. Λίγο πιο νότια από αυτό, ακριβώς κάτω από το ηλιοβασίλεμα, στέκονταν οι άγριες οροσειρές της Λάκκας, και κάπου ανάμεσα στις ψηλές κορφές τους ήταν το Σούλι, εκείνη η σκηνή του σχεδόν μυθικού ηρωισμού πριν από ογδόντα χρόνια περίπου, όταν οι γυναίκες του έδωσαν για τελευταία φορά τα χέρια στον εθνικό χορό, και μια – μια χόρευαν στην άκρη του γκρεμού και έπεφταν για να μην υπομείνουν την αγκαλιά του Τούρκου. Δεν θα μπορούσε δε κανείς να μην θυμηθεί ότι σε κάποια κοιλάδα στους πρόποδες αυτού του ρυτιδιασμένου βουνού πρωτοεμφανίστηκε η φυλή των Σπαρτιατών.
Υπήρχε μια παράξενη σιωπή σε όλη αυτή τη σκηνή, μια σιωπή βαθύτερη από τη μοναχική φωνή μιας βοσκοπούλας που κρατούσε τις κατσίκες της μαζί της ανάμεσα στους βράχους, ή το ζουζούνισμα μιας μέλισσας που αναζητούσε λουλούδια. Αλλά μέσα στη σιωπή πότε – πότε τα όπλα μας ηχούσαν καθώς από καιρό σε καιρό ένα σώμα Τούρκων εμφανιζόταν στο πέρασμα. Το απόγευμα κατέβηκα από το χωριό και ανέβηκα μέχρι την πυροβολαρχία. Ο αξιωματικός που διοικούσε το πυροβολικό μπορούσε να μιλήσει γαλλικά, και υπήρχαν και δύο Κερκυραίοι άτακτοι που είχαν πάει στο Λονδίνο και ήξεραν αρκετά καλά αγγλικά. Καθίσαμε για πολλή ώρα παρακολουθώντας ένα σώμα Ευζώνων που κρατούσε την ακραία θέση πάνω στο πέρασμα, περίπου μισό μίλι μακριά, και είχε κερδίσει περίπου εκατό γιάρδες εδάφους εκείνη τη μέρα. Δεν ξέρω τι περίεργο συναίσθημα με παρότρυνε να προχωρήσω και να ενταχθώ μαζί τους. Ο αξιωματικός με διέταξε να μην κάνω κάτι τέτοιο. «Γιατί να εκθέσετε σε κίνδυνο μια φιλελληνική ζωή;» είπε, “δεν υπάρχει κανείς για πέταμα στην Ευρώπη τώρα.” Αλλά αυτό το περίεργο μείγμα περιέργειας και κάτι άλλο που δελεάζει τους άντρες να θέσουν άσκοπα τη ζωή τους σε κίνδυνο, με οδήγησε προς τα κει.
Κατέβηκα, λοιπόν, από το λόφο της πυροβολαρχίας και ξεκίνησα την ανάβαση στο μονοπάτι προς τα πάνω το πέρασμα. Για περίπου διακόσια μέτρα όλα ήταν καλά, αλλά μετά από μια μικρή στροφή του δρόμου, εκτέθηκα σε όλες τις χαμένες σφαίρες καθώς οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να πυροβολούν με βολίδες πάνω από την άκρη μπροστά. Ήταν η πρώτη φορά που δέχτηκα πραγματικά σοβαρά πυρά και αμέσως διαπίστωσα ότι ο «υποσυνείδητος εαυτός» μου, για τον οποίο είχε γράψει τόσο σιωπηλά ο Δρ Waldstein, διαμαρτυρήθηκε εξαγριωμένος. Καθώς οι σφαίρες βούιζαν τριγύρω μου σαν μέλισσες, προσπάθησα όσο μπορούσα να ξεπεράσω αυτόν τον κρυφό προδότη που κρύβεται μέσα μας, αλλά ήταν εντελώς αδύνατο να αποτρέψω το άγριο μου σε οποιοδήποτε θόρυβο δυνατότερο από τον συνηθισμένο. Η προσπάθεια ήταν μάλλον πιο δύσκολη γιατί ήμουν μόνος, άοπλος, και καθόλου ενθουσιασμένος. Θυμήθηκα ότι ο Γκαίτε κάτω από τα πυρά ήταν ατάραχος και απογοητεύτηκα που δεν βρήκα κάτι τέτοιο στην περίπτωσή μου. Εγώ δεν είχα κανένα έντονο συναίσθημα. Τα βουνά, ο ήλιος και τα λουλούδια έμοιαζαν ακριβώς όπως συνήθως, μόνο που με έπιασε μια ξαφνική και ακαταμάχητη στοργή για αυτά, σαν να μην άντεχα ποτέ να μην τα βλέπω πια. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα ένα απόσπασμα στον Τζορτζ Μέρεντιθ όπου λέει ότι οι άντρες που υποθέτουν ότι έχουν κουραστεί από τη ζωή πρέπει να πάνε και να κρεμαστούν πάνω από τους γκρεμούς των Άλπεων για λίγο.
Ποτέ δεν είχα προσποιηθεί ότι ήμουν κουρασμένος από τη ζωή, αλλά εδώ ήμουν σε εξίσου ευνοϊκή κατάσταση για να ανακαλύψω την αξία της ζωής. Νομίζω ότι υπήρχαν μόνο δύο πράγματα που θα μπορούσαν να με κρατήσουν να περπατάω σταθερά προς τα εμπρός σε αυτόν τον δρόμο χωρίς κανένα εμφανές σημάδι δισταγμού, παρά τον τρόμο μου. Το ένα ήταν το συναίσθημα που είχαμε από γεννησιμιού μας εμείς οι Άγγλοι ότι κανένας μας δεν μπορούσε να δείξει φόβο όταν πολλοί ξένοι παρακολουθούσαν τη συμπεριφορά του. Το άλλο ήταν η γνώση ότι κάποιος σύντροφός μου στην πατρίδα θα είχε ανέβει σε αυτόν τον δρόμο όχι μόνο χωρίς να μαζευτεί από το φόβο του, αλλά γεμάτος χαρά για τον κίνδυνο. Ήταν αυτές οι δύο σκέψεις που συνέχιζαν να προσπαθούν να υποτάξουν τον «υποσυνείδητο εαυτό» μου και του έλεγαν να ησυχάσει. Αλλά κάθε φορά που μια σφαίρα περνούσε μπροστά μου ή έπεφτε σφυρίζοντας δίπλα μου δρόμο, το υποσυνείδητό μου διαμαρτύρονταν. Και ήταν μάταια που το καταχράστηκα, αποκαλώντας το ένα απλό ζωώδες πάθος για ύπαρξη με οποιοδήποτε τίμημα, μια «αιμοδιψή προσκόλληση στη ζωή», μια «περιφρονητική φάση της Θέλησης του Σοπενχάουερ». Δεν έβλεπα καμία κατάχρηση, αλλά το υποσυνείδητό μου συνέχισε τις κραυγές ώσπου επιτέλους έφτασα στην κορυφή του λόφου που υψώνονταν ομαλά και βρέθηκα ανάμεσα στους φιλόξενους Ευζώνους που ήταν ξαπλωμένοι εκεί κάτω από τα βράχια ως η πιο προχωρημένη γραμμή βολής μας…..” (Πηγή : SCENES IN THE THIRTY DAYS WAR BETWEEN GREECE & TURKEY – 1897, BY HENRY W. NEVINSON, London, J. M. DENT & CO. 29 and 30 BEDFORD STREET, W.C., 1898 – Μετάφραση Α. Καρρά)
Στη φωτογραφία παλιά Τουρκική κάρτα με τίτλο ” «Η επίθεση του Οθωμανικού πεζικού στον Ελληνο-Οθωμανικό Πόλεμο του 1313 (1897)». (Από προσωπική συλλογή)