Την δεκαετία του ’70, ο Γιάννης Γκίκας ξεκίνησε ένα ταξίδι στα Κάστρα της Ελλάδας. Η «καστρική εποποιία» του Γιάννη Γκίκα, πήρε το Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας κι έφτασε αίσια στο τέλος το 1995 με τον πέμπτο του τόμο. Στο Β’ τόμο της σειράς για τα Κάστρα – Ταξίδια, που κυκλοφόρησε το 1981, συγκαταλέγεται και το πέρασμα του συγγραφέα από το Κάστρο της Άρτας, όπου ο συγγραφέας μας δίνει μια καταπληκτική περιγραφή του εσωτερικού χώρου και του ξενοδοχείου “Ξενία”:
“……Η πρώτη μου επαφή με το κάστρο τής Άρτας, έγινε απ’ το «Ξενία»! Μη παραξενεύεσθε. Για όσους δεν το ξέρουν, το ξενοδοχείο «Ξενία» είναι χτισμένο μέσ.’ στον περίβολο του κάστρου. Βασικά, αντιπαθώ τα ξενοδοχεία με τίς υποχρεωτικές ημιδιατροφές, τα τυποποιημένα πρωινά και με τίς τσουχτερές τιμές. Εδώ, όμως, ήταν μια κατάσταση ανάγκης για μένα, αφού ήθελα να ζήσω δυο-τρείς μέρες από πολύ κοντά το αντικείμενο τού ενδιαφέροντος μου.
Έφτασα λίγο πριν σουρουπώσει, τακτοποιήθηκα σ’ ένα δωμάτιο και βγήκα στο μπαλκόνι, απ’ όπου είδα ένα θεσπέσιο, ένα ειρηνικό τοπίο να ξανοίγεται σ’ όλην την έκταση, προς τ’ ανατολικά της πολιτείας. Μπροστά μου, απλωνόταν ένα μέρος απ’ τον περίβολο τού κάστρου γεμάτο πορτοκαλιές κι άλλα δέντρα και, λίγο παρακάτω, οι δαντελωτές επάλξεις του τείχους, να κόβουν, σε κανονικά διαστήματα και κάθετα, τον Άραχθο πού κύλαγε ήρεμα ανάμεσα απ’ τούς καλαμιώνες και τίς λιγνόκορμες λεύκες. Στο βάθος, στ’ αριστερά, τα Τζουμέρκα. Κι αγνάντια, πέρα απ’ το ποτάμι, τα χωριά Γραμμενίτσα, Βλαχέρνα και το Πέτα με το λόφο του, όπου έγινε το 1822 εκείνη η φονική για τούς Έλληνες και Φιλέλληνες μάχη. Όλη αυτή η απλωσιά, όλη αυτή η λάκκα πού διασχίζεται απ’ το ποτάμι, σου δίνει την εντύπωση και την ψευδαίσθηση πως βρίσκεσαι σ’ ένα νερόχαρο νησιωτικό τοπίο κι όχι στην Ήπειρο τη βουνίσια.
Αφού χάρηκα αυτή τη θέα, μετά, βγήκα και κάθισα στην «καφετέρια» του ξενοδοχείου, σ’ ένα τραπεζάκι, κάτω απ’ τα πεύκα. Απ’ το σημείο τούτο έχεις μπροστά σου εκείνη την πλευρά των τειχών και προμαχώνων, όπου και η κύρια πύλη. Πρασινάδες χάμω και γκαζόν και δρομάκια που στις άκριες τους είναι μπηγμένα τα σαν μανιτάρια εκείνα φωτάκια που, τις νύχτες, δημιουργούν ευχάριστο και διόλου ενοχλητικό φωτισμό. Όταν σε λίγο σκοτείνιασε και ανάψαν τα φωτάκια, το περιβάλλον πήρε μιάν άλλη όψη, ειδυλλιακή θα ’λεγα, που ’ρχόταν σε κάποιαν αντίθεση με τη μουντάδα των τειχών που στέκανε παρέκει ακίνητα, βλοσυρά και αινιγματικά, ξένα σώματα κι απόκοτα μέσα σε τούτον τον εξωραϊσμένο περίβολο. Κι όταν αργότερα βγήκε το φεγγάρι, ένα κοκκινωπό μισοφέγγαρο, θα προτιμούσα να ’τανε σβηστά τα φώτα των βραγιών και των καλλωπιστικών φυτών, γιατί θα ’τανε ακόμα πιο ωραίο, πιο συνταιριαχτό, να φωτιζόντουσαν αυτές οι επάλληλες πέτρινες ασπίδες των τειχών, η πύλη και οι ψηλοί πύργοι, απ’ τ’ αμυδρό φως του φεγγαριού και των αστεριών. Και το τρεμουλιαστό σπινθήρισμα των αστεριών και η σιγανή πορεία του φεγγαριού και τα κάποια συννεφάκια πού αιφνιδιαστικά θα παρεμβάλλονταν ανάμεσα γη και ουρανό, όλα αυτά θα δημιουργούσαν τα φωτιστικά εφέ, που αρμόζουνε σ’ ένα τέτοιο καστροπεριβάλλον. Αλλά, αυτά, είναι καλό να τ’ απολαμβάνεις σε κάστρα μοναχικά, σε κάστρα στεριωμένα σε κορφές βραχόβουνων κι όχι σε τέτοια πεδινά φρούρια, όπως της Άρτας, που ’ναι μέσ’ στην πόλη και που έχει δεχτεί τις υποχρεωτικές επεμβάσεις και φροντίδες των σύγχρονων αντιλήψεων.
Εξαιτίας, λοιπόν, του «Ξενία», το εσωτερικό του κάστρου της Άρτας είναι περιποιημένο κ’ είναι αυτός ο τόπος, ο αγαπημένος περίπατος των Αρτινών και των ξένων που επισκέπτονται την πόλη. Γιατί, πέρα απ’ τις παλιές της εκκλησιές και το γιοφύρι, η Άρτα δεν έχει και τίποτ’ άλλο παλιό να δείξει, παρά μόνο αυτό το κάστρο, που ’ναι κ’ ένα εντυπωσιακό απομεινάρι απ’ την εποχή της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Δεν ξέρω ποια θα ’τανε η τύχη αυτού του κάστρου να μεσ’ στον περίβολό του δεν είχε χτιστεί το ξενοδοχείο. Επειδή, όμως, έχω κάποια πείρα απ’ τις περιπλανήσεις μου στα κάστρα της πατρίδας μας, μπορώ με σιγουριά να πω, πως το κάστρο θα ’χε μεταβληθεί σε σκουπιδότοπο και σέ καταφύγιο νυχτερινό λογής λογής ανθρώπων……” (Πηγή : Κάστρα – Ταξίδια, Β’ τόμος, Γιάννης Γκίκας, Αθήνα, 1981)
Στη φωτογραφία ” Μέρος του εσωτερικού του Κάστρου της Άρτας, που ο ταξιδιώτης μπορούσε να δει από την καφετέρια του Ξενία σε φωτογραφία του Δ. Παπαδήμου τη δεκαετία του ’60” (Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.)