Πρόκειται για την Μαρία Γ. Ματζαβίνου, η οποία «…όταν η Πατρίς εσάλπισε μέσα εις την σάλπιγκαν του αισθήματος δια να καλέση τα παιδιά της, η ευγενής Αθηναία δέσποινα εμόναζε εις κάποιαν χιονισμένην κορυφήν των Ελβετικών Άλπεων…….
Ένα πρωί την είδαμεν επιστρέφουσαν εις τας Αθήνας μετά μακράν απουσίαν. Ήτο η ίδια, με το κομψόν ανάστημα, τα μισοκλεισμένα μυωπικά αλλά φωτεινώτατα μάτια, το μειδίαμα το γλυκύτατον, με το εράσμιον και την λεπτότητα που την εξεχώριζεν εις τον κόσμον και εσώρευε γύρω της τας συμπαθείας και τας εκτιμήσεις».
Ήλθε λοιπόν η Μαρία Ματζαβίνου στην Αθήνα και «…αφού να πολεμήση δεν ήτο καμωμένη, έγινε νοσοκόμος. Όσοι επήγαν εις την τραχείαν και δεινήν εκστρατείαν της Ηπείρου και έφθασαν εις τα Νοσοκομεία όπου εβογκούσαν εκείνοι που τους ευρήκεν εις τον δρόμον του το βόλι, την συνήντησαν σκυμμένην εις το κρεββάτι του πόνου, λευκήν μέσα εις την λευκήν στολήν της νοσοκόμου, πτερυγίζουσαν από κρεββάτι εις κρεββάτι, βοηθούσαν παρηγορούσαν, βαλσαμώνουσαν…Άνθρωποι, που επονούσαν, εκοιμήθησαν γλυκά νανουριζόμενοι από τα λόγια της και άνθρωποι που εχαροπάλευαν παρέδωσαν ήρεμα την ψυχήν των, στηρίζοντες το τελευταίον βλέμμα εις τα μάτια της.
Και όταν ο όλεθρος ετελείωσεν πλέον το έργον του και η νοσοσκόμος επρόκειτο να γυρίση εις την ησυχίαν και την γαλήνην του σπητιού της, έξαφνα η Μοίρα ενθυμήθη και αυτήν. Εις ένα ατύχημα αυτοκινήτου, ο θάνατος που επαραμόνευε την ήρπασε. Είχε σώση τόσους από τα νύχια τους η λεπτή και αγαθή αυτή γυναίκα, ώστε η μεγάλη ηλιθία δύναμις, η αγρία και εκδικητική, ενόμισεν ότι έπρεπε να την καλέση εις εξόφλησιν.
Η θλιβερά είδησις έπεσεν ως κεραυνός. Όσοι την ήξευραν μόνον από την δράσιν της εις την Ήπειρον την έκλαψαν με θερμά δάκρυα……». (Πηγή : Άρθρο του Γεωργίου Β. Τσοκόπουλου σε περιοδικό της εποχής με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1914, https://kosmopolis.lis.upatras.gr/)
Στη φωτογραφία η Μαρία Γ. Ματζαβίνου από το ίδιο άρθρο.