Στον γενέθλιο τόπο…..

‘Ήταν καλοκαίρι του 1970, Δεκαπενταύγουστος, όντας μαθητής του Γυμνασίου, επισκεπτόμουν για πρώτη φορά τον γενέθλιο τόπο του πατέρα μου, τους Μελισσουργούς. Δεν είχαμε, τότε, πολλά πάρε δώσε με το χωριό, καθώς οι δικοί μου είχαν πιάσει κονάκι στη Βαλαώρα της Άρτας, ήδη από το 1935.
Θυμάμαι τα βάβω Κώσταινα (Μαρία Λυγούρα), τη μάνα του πατέρα μου, που μου έλεγε ιστορίες από το χωριό, για το πέρα από το ποτάμι τούρκικο και αργότερα για τα χρόνια της κατοχής. Η βάβω γεννήθηκε το 1898 και πέθανε το 1978. Έζησε πολλά χρόνια στο χωριό, το αγαπούσε και μετέδωσε και σε μας την αγάπη για τους Μελισσουργούς.
Μπορεί έτσι να μην είχαμε πολλές σχέσεις με το χωριό, ωστόσο διατηρήθηκαν οι δεσμοί με τους Μελισσουργιώτες, καθότι οι περισσότεροι φεύγοντας από αυτό, μετά τον εμφύλιο, εγκαταστάθηκαν στην Άρτα, εκεί έφτιαξαν σπίτια, έπιασαν δουλειές και έκαμαν οικογένειες. Είχαν μάλιστα στην πόλη και τη δική τους συνοικία, τα μελισσουργιώτικα, πάνω στον λόφο της Περάνθης (Βαλαώρα).
Η μελισσουργιώτικη παροικία στην Άρτα ήταν και είναι δυναμική, μαζί με τη θεοδωριανίτικη και την πραμαντιώτικη. Μέχρι και δήμαρχο έβγαλε στην Άρτα το 1963, τον αείμνηστο Μελισσουργιώτη γιατρό Χρήστο Γκίζα.


Δεκαπενταύγουστος, λοιπόν, του 1970. Και πού θα μείνουμε; Παιδιά ήμασταν, ξενοδοχεία δεν υπήρχαν, αλλά και να υπήρχαν, ούτε λόγος… Την πρώτη χρονιά ευτυχώς άνοιξε το σπίτι του ο αείμνηστος τσέλιγκας Βασίλης Αριστείδη Ρίζος και μας φιλοξένησε. Κι από τότε κάθε χρόνο στους Μελισσουργούς το καλοκαίρι, πότε σε αυτό το σπίτι και πότε στο άλλο του επίσης τσέλιγκα αδερφού του Μήτσου Ρίζου. Και οι δύο πρώτα ξαδέρφια του πατέρα μου.
Η πρώτη εντύπωση από το χωριό ήταν τα έλατα και τα πολλά νερά. Ελατοδάση το περιτριγυρίζουν και πολλές βρύσες υπάρχουν στο μεσοχώρι, στα μαγαζιά που το λένε, που το νερό τους χρόνια τώρα ρέει ασταμάτητα.
Ήταν πάλι και το πανηγύρι, μέρες που ήταν. Κλαρίνα, βιολιά και δημοτικά τραγούδια (θυμάμαι ακόμα το “Μαρία λεν’ την Παναγιά” και το “Παπάς βαρεί τα σήμαντρα”). Κι ύστερα ένας μεγάλος κυκλικός χορός, άντρες και γυναίκες χώρια, τραγούδι με το στόμα και χορευτικά βήματα αργά και βαριά. Ήταν το διπλοκάγκελο.
Μεγάλη εντύπωση μού έκανε επίσης και τούτο, όπως μου το εξήγησαν μετέπειτα. Για να δροσίσουν τα αναψυκτικά και τα ποτά, αγωγιάτες ξεφόρτωσαν σε σακιά … πάγο στην Παναγιά και τα έδωσαν στους μαγαζάτορες που έκαναν το πανηγύρι. Μόνο που τα σακιά δεν είχαν πάγο αλλά… χιόνι! Χιόνι Δεκαπενταύγουστο μήνα! Κι είναι πράγματι έτσι……” (Πηγή : Από το βιβλίο του Ανδρέα Ρίζου με τίτλο “ΤΟ ΔΙΠΛΟΚΑΓΚΕΛΟ”, Αθήνα, 2017. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Ρίζο που μας το χάρισε…)

Στη φωτογραφία το εξώφυλλο του βιβλίου, αφιερωμένο στο διπλοκάγκελο των Μελισσουργών.

Δημοσιεύθηκε στην Η μουσική, τα σινεμά και το ερασιτεχνικό θέατρο στην Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *