P. Quillard – “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE” (2ο μέρος)

Ο Pierre Quillard, ανταποκριτής του περιοδικού “L’lllustration” στον πόλεμο του 1897, καταγράφει την εμπειρία του στο τεύχος n° 2823 (3-4-1897), σσ. 255. Η συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης με τίτλο ” ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ”.

“………Σε απόσταση 500 μέτρων από τον οικισμό, κοντά στη θάλασσα, σε λιθόστρωτες επιφάνειες με άγριες ελιές, είναι στρατοπεδευμένοι πέντε με έξι εκατοντάδες άντρες πεζικού, σχεδόν όλοι από την Κέρκυρα. Οι περισσότεροι μιλούν γαλλικά ή ιταλικά εκτός από τη μητρική τους γλώσσα· έχουν περισσότερες επαφές με τη Δύση, αλλά σκέφτονται μόνο τη Μεγάλη Ιδέα. Πολλοί θέλουν να με συνοδεύσουν για να φτάσουν νωρίτερα στα σύνορα και ρωτούν συνεχώς τους ανωτέρους τους γιατί δεν τους στέλνουν αμέσως στην Άρτα. Ωστόσο, παρά την αναμονή, την υπερένταση και τον εκνευρισμό, δεν σημειώνεται καμία φιλονικία, καμία σύγκρουση μεταξύ αυτών των σχεδόν ανεπιτήρητων ανδρών· και είναι θαύμα, γιατί ο Έλληνας είναι κατά κανόνα φιλέρις και κυρίως θορυβώδης· έχει εφεύρει αντίστοιχες βρισιές με τις ομηρικές («σκυλομάτης», «καρδιά ελαφιού»), και για να μην τις χρησιμοποιεί σε τέτοιες κατάλληλες περιστάσεις, σημαίνει πως έχουν πραγματικά αλλάξει οι συνήθειές του. Το ίδιο και με την εγκράτειά του· ενώ είναι ουσιαστικά νηφάλιος, κάποιες φορές τιμά ιδιαίτερα το κρασί και το ρακί· τώρα όμως απέχει σταθερά, και ούτε στην Ήπειρο ούτε στη Θεσσαλία, ανάμεσα σε χιλιάδες άντρες, δεν συνάντησα ούτε έναν μεθυσμένο.

Από το Καραβασσάρα στην Άρτα – Κυριακή 21 Μαρτίου, από τις 3 έως τις 9 το βράδυ

Το ταχυδρομικό όχημα αναχωρεί περίπου την προγραμματισμένη ώρα. Ακολουθούμε έναν δρόμο καρφωμένο στο βράχο κατά μήκος της θάλασσας, στην πλαγιά των βουνών που προεξέχουν γεωμετρικά σε ημικύκλια. Δεν υπάρχει στηθαίο· με το παραμικρό, το όχημα θα κατρακυλούσε στα πράσινα ή ρόδινα νερά, ανάλογα με το βάθος και τη γωνία του φωτός, ή θα κρεμόταν στους θάμνους από άγουρες βελανιδιές, άφυλλες αγριοτριανταφυλλιές και ήδη ανθισμένες μοσχοϊτιές. Το σκηνικό του Αμβρακικού κόλπου ξετυλίγεται στην πλήρη ομορφιά του, και στην απέναντι όχθη, οι παράλληλες κορυφές των ολοένα και ψηλότερων βουνών εμφανίζονται γαλάζιες, μωβ, χρυσαφένιες και χιονισμένες. Προσπερνάμε μία-μία τις πυροβολαρχίες που έφυγαν από το Καραβασσάρα το πρωί, και αναρίθμητους εφέδρους που επιστρέφουν στις μονάδες τους βήμα το βήμα, ζωηροί και ευλύγιστοι, με το σταθερό και τολμηρό βήμα των βουνίσιων. Σταματούν για λίγα λεπτά στα χάνι, πίνουν λίγο φρέσκο νερό, στρίβουν ένα τσιγάρο και ξαναφεύγουν, κουβαλώντας στον ώμο τους τον λιτό τους εξοπλισμό δεμένο στο ραβδί από οξιά. Ακόμη και όταν πέφτει η νύχτα, συναντάμε άντρες που τρέχουν στον δρόμο, βιαστικοί για την Άρτα.

Στην Άρτα, όπως και σε όλες τις παραμεθόριες πόλεις, είναι επικίνδυνο να βασιστεί κανείς στον εαυτό του για διαμονή και τροφή· ο κύριος Ξανθόπουλος φρόντισε ευγενικά να μου ετοιμάσει κατάλυμα. Δεν ξαφνιάζομαι πλέον όταν μπαίνω σε ένα δωμάτιο που έχει γύρω – γύρω ντιβάνια που χρησιμεύουν και σανc κρεβάτια, και βλέπω στον τοίχο, ανάμεσα σε άλλες χρωμολιθογραφίες στις συνηθισμένες θέσεις τους, τα πορτρέτα του Τσάρου Νικολάου Β’ και του Κάιζερ Γουλιέλμου να κρέμονται ανάποδα, ατιμασμένα. Αυτός είναι ο νέος κανόνας σε όλα τα ελληνικά σπίτια, όταν δεν τα γυρίζουν καν προς τον τοίχο από υπερβολικό εκδικητικό αίσθημα. Το μίσος για τους Σλάβους και τους Γερμανούς αυξάνεται κάθε φορά που οι εφημερίδες ανακοινώνουν την αποστολή Γερμανών αξιωματικών στην ηγεσία των τουρκικών στρατευμάτων στη Μακεδονία ή τη ρίψη ρωσικών τορπιλών στον Θερμαϊκό για να βυθίσουν ελληνικά θωρηκτά.

Άρτα. Το χωριό Πέτα. Η γέφυρα της Άρτας. Ένας Αλβανός, Τούρκος πρόξενος.

Δευτέρα 21 και Τρίτη 22 Μαρτίου. Το πρωί της Δευτέρας, ο υπολοχαγός Μεταξάς έρχεται να με πάρει· πριν δω την ίδια την Άρτα, θα επισκεφθούμε μαζί το χωριό Πέτα, μιάμιση ώρα απόσταση, όπου είναι στρατοπεδευμένο ένα τάγμα ευζώνων. Εδώ, ακόμα περισσότερο από τη Θεσσαλία, η εικόνα του πολέμου κυριαρχεί στο βλέμμα. Ο Άραχθος, εύκολα διασχίσιμος, αποτελεί το σύνορο· μέσα στην κοίτη του ποταμού, απέναντι από τις τουρκικές πυροβολαρχίες, οι Έλληνες πυροβολητές κάνουν ασκήσεις με τα κανόνια· στις στροφές των δρόμων, οι μηχανικοί στρατιώτες φτιάχνουν αναχώματα και πρόχειρα καταλύματα για το πεζικό· εδώ κι εκεί, με το φυσιγγιοθήκη στο χώμα, τη δερμάτινη ζώνη γεμάτη σφαίρες πάνω από τη μάλλινη κάπα τους, έφεδροι με φουστανέλα κάθονται γύρω από το λιτό τους γεύμα: ψωμί, κρεμμύδι και καθαρό νερό από το γαλακτερό ρεύμα του Άραχθου.

Φτάνουμε γύρω στις δέκα στο Πέτα· το χωριό είναι γαντζωμένο επάνω σε απόκρημνα βράχια, απ’ όπου ξεδιπλώνεται όλη η κοιλάδα του Άραχθου και η πεδιάδα της Άρτας. Το 1822, τετρακόσιοι φιλέλληνες ξένοι έπεσαν εκεί για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, σε μια σύγκρουση με χιλιάδες Τούρκους· στην κορυφή της πιο ψηλής ράχης έχει ανεγερθεί μνημείο στη μνήμη τους: μια απλή τετράπλευρη κατασκευή, όπου είναι εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα. Ο Α. Leblond, χαράκτης στο Παρίσι, οδός de la Perle, σκάλισε επάνω της τα ονόματα των αρχηγών της φιλελληνικής λεγεώνας που έπεσαν ηρωικά στη φονική μάχη του 1822, και των οποίων το χώμα της Ηπείρου σκεπάζει τις λιονταρίσιες καρδιές. Η επιγραφή απαριθμεί, πλάι στον Ολλανδό Rodolf Chontisman, Γερμανούς, Ιταλούς, Δανούς, Πολωνούς, Ελβετούς, και στην κορυφή της λίστας τους εννέα Γάλλους: Αντρέ Ντάρια, Μανακ, Βιέλ, Σιοβασαίν, Ανρί Μπέγερμαν, Γκισκάρ, Φρελέν, Σεβέν, Ντεμπυσσί.

[Εδώ επιτρέψτε μου να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για τη φιλόφρονη υποδοχή που δέχθηκα τόσο στη Λάρισα όσο και στην Άρτα από τον στρατηγό Μακρή και τον συνταγματάρχη Μάνο, τους υπολοχαγούς Καψαμπέλη, Μπάρα, Τρικούπη και Μεταξά.]

Κάθε πέτρα αυτού του τόπου έχει βαφτεί με αίμα· η μνήμη των περασμένων αγώνων παραμένει ζωντανή. Όταν οι εύζωνοι χορεύουν στην πλατεία του χωριού, τραγουδούν ένα πολεμικό άσμα με μονότονο ρυθμό και άγρια χροιά· επικαλούνται την ψυχή των προγόνων, χτυπώντας τη γη με το πόδι, κι οι κινήσεις τους μιμούνται τη μάχη και τη νίκη· όταν χορεύουν οι εύζωνοι, μου λένε οι γύρω, οι Τούρκοι φοβούνται.

Κι όμως, δεν είναι ο ελάχιστος κίνδυνος της σημερινής κατάστασης αυτή η εγγύτητα, η άμεση επαφή των εχθρικών δυνάμεων στα σύνορα. Κι από τις δύο πλευρές, με ένα τηλεσκόπιο μπορεί κανείς να παρακολουθεί τις ετοιμασίες για τον πόλεμο. Στην Άρτα, οι αφορμές για συγκρούσεις και αιματηρά επεισόδια είναι ακόμη πιο συχνές: Τούρκοι και Έλληνες μοιράζονται μια γέφυρα επάνω στον Άραχθο, με τα σύνορα να περνούν από την καμάρα που ακουμπά πιο κοντά στη νησίδα της οθωμανικής όχθης. Στα δυο άκρα της γέφυρας έχουν εγκατασταθεί μόνιμα φυλάκια· κι ακόμη και σε καιρό ειρήνης, η διάβαση απαγορεύεται μετά τη δύση του ήλιου. Μια μέρα, Έλληνες αξιωματικοί με συνόδευσαν ως την άλλη όχθη, κι εκεί ήπιαμε μπίρα με τον Οθωμανό πρόξενο της Άρτας (πρόκειται για τον Ρεσούλ Εφέντη, Αλβανός εξ Αργυροκάστρου)· δεν έκρυψε τον βαθύτατο του περιφρόνηση για τους Έλληνες και, με κάποιες επιφυλάξεις, παραδέχτηκε παρόμοια αισθήματα και για τους Τούρκους· η δική του φυλή, όπως διαβεβαίωνε, είναι απείρως ανώτερη από τις δύο άλλες· ήταν κυρίαρχη της χώρας πολύ πριν από τους Έλληνες, αφού είναι – ποιος μπορεί να το αγνοεί; – πελασγικής καταγωγής και μιλά την αρχαιότερη γλώσσα της Ευρώπης.

Η ώρα ήταν πολύ περασμένη για να μπούμε σε φιλολογικές ή εθνογραφικές συζητήσεις· μα δεν ξέρω αν ο σουλτάνος μπορεί να στηριχθεί στην αφοσίωση υπηκόων που καμαρώνουν πως δεν έχουν πατήσει ποτέ στην Τουρκία, θεωρούν εαυτούς γνήσιους αυτόχθονες και προφέρουν πάντα με ευλάβεια το όνομα του Αλή πασά του Τεπελενλή. Κι αν ακόμη οι αξιώσεις τους για αριστοκρατική καταγωγή μένουν ατεκμηρίωτες, η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους θα τους ωθούσε πρόθυμα να διεκδικήσουν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Μονάχα το μίσος τους για τους Έλληνες τους συγκρατεί στην οθωμανική επικυριαρχία, της οποίας απολαμβάνουν τα οφέλη, δίχως να υφίστανται τις πιο οδυνηρές συνέπειες.

Αποχαιρετώ τον πρόξενο και επιστρέφω στην πόλη με το ηλιοβασίλεμα· ο Άραχθος κυλά ειρηνικά ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες· το βράδυ απλώνεται στις πεδιάδες και στην χιονισμένη κορυφή των Τζουμέρκων. Από την ελληνική πλευρά, κάτω από τον τεράστιο πλάτανο όπου ο Αλή πασάς συνήθιζε να κρεμά τους εχθρούς του, κάθονται χωρικοί και στρατιώτες· σχολιάζουν τις τελευταίες ειδήσεις: λένε πως η Κρήτη πρόκειται να μεταβληθεί σε ημιαυτόνομη χώρα, διοικούμενη από τον πρίγκιπα Γεώργιο, που θα γινόταν κάτι σαν υπάλληλος των Τούρκων. Και ακούω λόγια οργής: «Η δυναστεία θα εκδιωχθεί με λιθοβολισμό· οι Ρώσοι θέλουν να μας αφανίσουν· θα κάμουμε επανάσταση.»

Μέσα σε αυτό το ταραγμένο πλήθος, η γαλήνια ομορφιά των πραγμάτων σχεδόν χάνεται, κι είναι σαν και η ίδια η παράδοση, σ’ αυτή τη γη των μαχών, να είναι ποτισμένη με αίμα. Μου έρχεται τότε στον νου ένα δημοτικό τραγούδι· είναι σκληρό και τραγικό.

Όταν χτιζόταν το γεφύρι της Άρτας, σαράντα πέντε μάστοροι και εξήντα μαθητάδες εργάστηκαν μάταια τρία ολόκληρα χρόνια, χωρίς να μπορέσουν να σηκώσουν την πρώτη καμάρα. Τότε ο Πονηρός προειδοποίησε τον πρωτομάστορα πως δεν θα τελείωνε ποτέ το έργο του, αν δεν έκλεινε στη λιθοδομή ένα ανθρώπινο πλάσμα· όχι ξένο, όχι ορφανό, ούτε τυχαίο περαστικό, αλλά τη δική του όμορφη γυναίκα, που ερχόταν εκείνη την ώρα για να φέρει το δείπνο. Η καρδιά του άντρα συντρίβεται· κι όμως, όταν η γυναίκα φτάνει, τη συλλαμβάνει, κι η συντροφιά φέρνει τον ασβέστη και τη λάσπη, κι εκείνος ο ίδιος ρίχνει τη βαριά πέτρα… Το θύμα ξεσπά σε κατάρες:

«Μία αδελφή μου πήρε τον Δούναβη κι άλλη την Αρλόνα·
κι εγώ, η πιο δυνατή, πήρα το γεφύρι της Άρτας·
να τρέμει η καρδιά μου, και να τρέμει το γεφύρι,
να πέφτουν τα μέλη μου, και να πέφτουν οι διαβάτες…»

— «Γυναίκα, άλλαξε τα λόγια σου· πες άλλες κατάρες·
έχεις μονάχα έναν αδελφό, πρόσεξε μη χτυπηθεί κι έρθει να περάσει από δω…»

Κι εκείνη άλλαξε τα λόγια της και έπλεξε άλλες κατάρες:

«Σιδερένια η καρδιά μου, σιδερένιο το γεφύρι.
Σιδερένια τα μέλη μου, σιδερένιοι οι διαβάτες.
Έχω έναν αδελφό μακριά· να μη χτυπηθεί και μη βρεθεί να περάσει από δω…»

Η ίδια παράδοση συναντάται και στους Ρουμάνους, και στο λαϊκό τραγούδι άλλων λαών· μα δεν είναι τάχα, στους τελευταίους αυτούς στίχους, η ίδια η έκφραση της ελληνικής ψυχής, που, ανάλογα με τους καιρούς, ξεσπά σε φλογερές εξεγέρσεις ή υπομένει τα δεινότερα βάσανα, αδάμαστη και ηρωική, με καρδιά από σίδερο;

Άρτα, 1η Μαρτίου 1897
Πιερ Κουιγιάρι” [Πηγή : “SUR LA FRONTIÈRE D’ÉPIRE”, P. Quillard , “L’lllustration”, n° 2823 (3-4-1897), σε μετάφραση Α. Καρρά]

Μπορείτε να διαβάσετε το 1ο μέρος στο λινκ https://doxesdespotatou.com/p-quillard-sur-la-frontiere-depire-1o-meros/

Στη φωτογραφία ” Ο Οθωμανός πρόξενος της Άρτας και ένας Τούρκος αξιωματικός πίνουν μπύρα με Έλληνες αξιωματικούς κοντά στο τουρκικό φυλάκιο”. Είναι ένα από τα 4 σκίτσα που συνοδεύουν το κείμενο του P. Quillard στο περιοδικό “L’lllustration”.

Δημοσιεύθηκε στην Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *