“Ψαρεύοντας” βδέλλες!

Τα φαρμακεία της Άρτας “…….είχανε προμηθευτάς αβδελλών τους συχωρεμένους Ντάκα και Γούσια, οι οποίοι τις έβγαζαν από τον βάλτο της Μπάνης”, μας γράφει ο Ζαχαρής στο χρονογράφημά του για την Άρτα του 1930.

.Στις αρχές του 19ου αιώνα οι γιατροί συνιστούσαν αφαίμαξη με χρήση βδελλών για διάφορες παθήσεις, κυρίως για την υπέρταση, καθώς δεν υπήρχαν τα κατάλληλα φάρμακα. Οι “ευεργετικές” τους ιδιότητες έκαναν τις βδέλλες, ανάρπαστες. Την ίδια εποχή εμφανίστηκε και το επάγγελμα του αβδελλά. Οι αβδελλάδες έμπαιναν ξυπόλητοι μέσα στις λίμνες και μάζευαν, συνήθως με τα χέρια, βδέλλες. Η συλλογή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς οι βδέλλες κολλούσαν στα γυμνά τους πόδια και έπρεπε να τις ξεκολλήσουν πριν τους “πιουν” το αίμα. Στη συνέχεια τις έβαζαν μέσα σε μικρά βαζάκια και τις πουλούσαν στους δρόμους ή στα φαρμακεία…”Τα φαρμακεία λοιπόν είχαν μεγάλες γυάλινες φιάλες, μέσα στις οποίες είχαν βδέλλες που ζούσαν σε γλυκό νερό. Στους ασθενείς που προσέρχονταν για θεραπεία, έβαζαν 2-3 βδέλλες σε ένα μικρό γυάλινο μπουκάλι…”, γράφει ο Βασίλης Μαλισιόβας στο βιβλίο του με  Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν…

Να ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα σχετικά με τις βδέλλες : “Στον πόλεμο (ενν. 1940) λίγα προβατάκια είχι ου κόσμους, λίγα κι φτωχά (αδύνατα) ήταν τα πρόβατα. Τότε δεν ήταν ταές, ό,τι ηύρισκαν από καταή να βοσκήσουν τα πράματα. Εδώ δεν είχαμαν ιμείς να φάμι. Κάτι καλαμπόκι σάπιο, αυτό είχαμαν για ν’ αλέσουμι. Τι… Ταή για τα πράματα θα είχαμαν…

Ακουρμάσου τι κάναμαν στ’ν Κατούνα (χωριό Αιτωλοακαρνανίας, όπου πήγαινε για να ξεχειμωνιάσει, φεύγοντας από τα Τζουμέρκα). Ου βάλτους αυτός ούτι στύβει, ούτε αυγατάει (δηλ. είναι σταθερή η ποσότητα νερό).

Άμα ήταν μία λόμπα, γούρνα μεγάλη κι ήταν στεκούμενα τα νερά, εκεί τ’ς ήταν οι αβδέλλις. Πάαιναν οι τσιομπαναραίοι μέσα στα βαρκά για να κόψουν άχυρου χουντρό, παπύρι, αυτό του ‘χαν οι σαμαράδις, του λέν’ κι ψαθί, για να γιομώζουν τα σαμάρια απ’ τα μ’λάρια.

Ήταν πουλύ του νιρό, μια ζώση (μέχρι τη μέση). Ξεκαλτσώνονταν αλλά δεν ξυπολιένταν για να μπουν μέσα στου νιρό. Γιατί πού να πατήσουν… Ήταν αγκάθια, απόμ’ξες (απόμηξες: αιχμηρά ξύλα), αγκάθια μέσα στου νιρό. Δεν είναι όπως η θάλασσα, έχει αμμούδα κι μπαίν’ς μέσα κι ξυπόλυτους.

Άντρες, γ’ναίκες έμπαιναν μέσα, έκοβαν αυτό τ’ άχυρου μι τα δερπάνια, το ‘βγαναν όξω, το ‘καναν χειρόβολα, το φόρτωναν στα μ’λάρια κι το πάαιναν που ‘χαν το γρέκι (πρόχειρος στάβλος) μι τα πρόβατα. Δεν είχαμαν κι πρόγκες τότι στ’ν Κατοχή. Με κάτι σπάρτα έδεναμαν τα ξύλα, τέσσερα λούρια ορθά κι τα καταξύλιαζαμαν, έβαναμαν τέσσερα δίπλα, σταυρωτά, κι κοντά έβαναμαν το ψαθί απάνου κι τα σκέπαζαμαν τα καλύβια κι γένονταν όπως είνι η σπ’λιά, να μπαίν’ς μέσα.

Αλλά οι αβδέλλες κόλλαγαν στα ποδάρια απ’ αυτ’νούς πο’ ’κοβαν τ’ άχυρα, τα καλάμια αυτά. Τ’ς έπ’ναν το αίμα! Άμα ηύρισκαν ζάρκο (γυμνό) του πουδάρι χωρίς κάλτσα, σε μακέλευαν! Πώς κάθεται το κ’νούπι κι πίνει του αίμα! Μ’κρό ζ’λάπι είναι, αλλά είνι… η δ’λειά του να πίνει αίμα! Κι όταν χόρταινε, απολυόνταν κι έπεφτε μαναχή τ’ς η αβδέλλα». (Πηγή : ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΣΟΥ ΜΟΛΟΓΗΣΩ…Β. Μαλισιόβας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020)

Στη φωτογραφία, Χαρακτικό με τίτλο “Ψαρεύοντας βδέλλες – Σχέδιο του Sahib, για την εικονογράφηση της ιστορίας του Henri Belle: Ταξίδι στην Ελλάδα, Fishing for leeches. Drawing by Sahib, to illustrate the story of Henri Belle: Voyage en Greece, 1881”

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *