Ο Βασιλιάς της Τσιούκας στο Βουργαρέλι!

“Λένε πως στα παλιά τα χρόνια, τότε που οι πέτρες είχαν μνήμη κι οι κορφές των Τζουμέρκων ψιθύριζαν μυστικά, ήταν στην Τσιούκα ένα βασίλειο τρανό και παράξενο.
Ο βασιλιάς του είχε το παλάτι του στην πιο ψηλή ράχη, εκεί που τώρα φυσάει πάντα δυνατός κι αγριεμένος αέρας. Μα ο τόπος ήταν άνυδρος κι οι άνθρωποι διψούσαν. Τότε ο βασιλιάς πρόσταξε το ασκέρι του να σκάψει βαθύ λαγούμι μέσα στα σπλάχνα του βουνού, ώσπου να φτάσουν στο νερό. Και το ’φεραν, λέει, απ’ το Μαρκένι, πάνω απ’ το βουνό του Βουργαρελίου, ίσια στο κάστρο του. Από τότε το νερό που τρέχει στη βρύση εκεί πάνω κρατά μέσα του κάτι απ’ τη μαγεία εκείνου του θαύματος.

Ο βασιλιάς ήταν περήφανος και τρανός, κι ήξερε όσο κανείς άλλος να ρίχνει με το δοξάρι.
Δεν έχανε ποτέ του βολή.
Μια φορά, λένε, είδε απ’ την Τσιούκα έναν λύκο μακριά, πέρα απ’ τον απέναντι λόφο. Τέντωσε το τόξο του κι η σαΐτα πέταξε σαν φως και τον βρήκε ίσια στην καρδιά. Από τότε ο τόπος εκεί λέγεται ακόμα «του Λύκου του Σκουτωμένου».

Μα όση τέχνη είχε, τόση περηφάνια τον τύφλωνε. Κάθε Κυριακή κατέβαινε καβάλα στ’ άλογό του στην εκκλησιά στο Παλιουχώρι, να λειτουργηθεί. Μα δεν κατέβαινε απ’ τ’ άλογο· έμπαινε καβαλάρης μέσα απ’ την πόρτα των γυναικών, που τότε ήταν μεγάλη και ψηλή σαν πύλη παλατιού.
«Βασιλιάς είμαι», έλεγε, «δε σκύβω μπροστά σε κανέναν».
Κι έτσι έμπαινε, καμαρωτός κι ασεβής, κι η καμπάνα σιωπούσε ώσπου να περάσει.

Μα σαν ήρθαν οι Τούρκοι και πέρασαν χρόνια πολλά, οι χριστιανοί, για να μην πατούν κι εκείνοι στο ναό καβάλα, χαμήλωσαν την πόρτα. Από τότε όποιος μπαίνει πρέπει να σκύψει — να θυμηθεί πως η ταπείνωση σώζει τον άνθρωπο, εκεί που η περηφάνια τον ρίχνει.

Κι ύστερα, λένε, ήρθε κι η ώρα να χαθεί κι ο ίδιος ο βασιλιάς.
Οι χωριανοί, που είχαν πια βαρεθεί την αλαζονεία του, μάζεψαν τα βόδια του τόπου, τους άναψαν κεριά στα κέρατα και τα ’ριξαν μέσα στη νύχτα καταπάνω στο Παλιουχώρι.
Κι η νύχτα φώτισε σαν να ’καιγαν εκατό στρατοί.
Σαν είδε ο βασιλιάς από το κάστρο του το βουνό να λαμπαδιάζει και τα βόδια να ανεβαίνουν σαν στρατιώτες κρατώντας δαδιά,τρόμαξε· νόμισε πως ήρθαν εχθροί να τον κυριέψουν.
Σηκώθηκε τότε και χάθηκε μες στη νύχτα, παίρνοντας μαζί του όσο χρυσάφι μπορούσε να κουβαλήσει.
Κι από τότε κανείς δεν τον ξανάδε.

Μα λένε πως το βιός του έμεινε στα σπλάχνα της Τσιούκας — κι όποιος σκάβει βρίσκει καζάνια και στολίδια, χρυσά και βουβά σαν τα χρόνια που τα σκέπασαν.Κι έτσι έμεινε ο λόφος της Τσιούκας σιωπηλός, να κρατά μέσα του τη μνήμη του βασιλιά και του κάστρου του. Κι όσοι ανέβαιναν εκεί, χρόνια μετά, μιλούσαν για πέτρες παλιές και σπασμένες, για τοίχους χτισμένους με μικρούς πλακοειδείς λίθους, πάχους ενός μέτρου, και για τάφους στις πλαγιές — σιωπηλές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν προτού χαθεί το όνομά τους.
Κι όταν φυσάει δυνατά κι ανασαίνει το βουνό, ορκίζονται οι ντόπιοι πως ακούνε μακριά τον καλπασμό του να γυρίζει, ψάχνοντας το βασίλειό του. (Πηγή : ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΟΥΡΓΑΡΕΛΙΟΥ, Γιάννης Κατσάνος, Αθήνα, 2000 – Επιμέλεια κειμένου : Α. Καρρά)

Επίλογος

Στη θέση «Τσιούκα», τρία χιλιόμετρα νότια του Βουργαρελίου, ανάμεσα στα ρέματα του Σαραντάπορου και του Βουργαρελίου, σώζονται ακόμα τα λείψανα εκείνου του κάστρου.
Ίσως, λοιπόν, ο θρύλος του βασιλιά της Τσιούκας να μην είναι απλώς παραμύθι.
Ίσως να ’ναι η ανάμνηση μιας παλιάς πολιτείας, που χάθηκε στον χρόνο κι έμεινε να τη σκεπάζει το χώμα και το θυμάρι.
(Περισσότερα για την Τσιούκα στο λινκ https://doxesdespotatou.com/tsoyka-voyrgarelioy/)

Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ΑΙ.

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *