Η ιστορία ενός απλού στρατιώτη του 1940, όπως την κράτησε ζωντανή ο εγγονός του.
Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του 1940: Έλληνες στρατιώτες καθισμένοι γύρω από τραπεζάκια καφενείου.
Στο βάθος, μια ταμπέλα: «Ούζο Μπανταλούκα».
Η φωτογραφία κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα και έγινε αντικείμενο συζήτησης. Πολλοί υποστήριξαν ότι δεν μπορεί να έχει τραβηχτεί στους Αγίους Σαράντα, όπως γράφτηκε αρχικά, αλλά, εξ αιτίας της επιγραφής, στην Άρτα — όπου δραστηριοποιούνταν η οικογένεια Μπανταλούκα με την επώνυμη ποτοποιία.
Θέλοντας να μάθω πού τραβήχτηκε πραγματικά η φωτογραφία, επικοινώνησα με τον εγγονό ενός από τους εικονιζόμενους στρατιώτες. Από εκεί ξεκίνησε μια μικρή έρευνα, που όμως εξελίχθηκε σε πολύ περισσότερα: στην ανασύσταση μιας προσωπικής ιστορίας, μιας οικογενειακής μνήμης και μιας μικρής, αλλά πολύτιμης ψηφίδας της ιστορίας του 1940. Μερικές φορές, μια φωτογραφία ανοίγει τον δρόμο σε μια μεγαλύτερη αφήγηση — κι αυτή ήταν μία από αυτές.
Από εδώ και πέρα, αφήνω τον λόγο στον κ. Γιώργο Ψαρογιάννη, ο οποίος κατέγραψε με αγάπη τις μνήμες του παππού του, Διομήδη Ναούμ.
Η αφήγηση που ακολουθεί παρατίθεται αυτούσια, όπως μου την εμπιστεύθηκε.
📜 1. Παιδικά χρόνια και ορφάνια
“Αυτή η ιστορία που σας γράφω δεν είμαι μια ιστορία από Ιστορικά κείμενα από το Ίντερνετ, είναι η αληθινή ιστορία μέσα από τις ίδιες της διηγήσεις ενός απλού ανθρώπου, ενός στρατιώτη, έτσι όπως την διηγούταν στα εγγόνια του, που πολέμησε στον πόλεμο του 1940.
Ο Παππούς μου Διομήδης Ναούμ γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1899 από τον Στέλιο Ναούμ και την Υπατία Ναούμ. Ήρθε από τη Κομοτηνή σε ηλικία 12 ετών ορφανός, καθότι τους γονείς του τους σκοτώσανε σε εχθροπραξίες οι Τούρκοι. Ο Διομήδης Ναούμ είχε ένα αδελφό τον Σταύρο Ναούμ ο οποίος παρέμεινε στην Κομοτηνή, έγινε ράφτης και κατείχε ένα ραφτάδικο στην κεντρική πλατεία.
Ο Διομήδης Ναούμ όταν ήλθε στην Αθήνα παιδί, έπιασε δουλειά στην κεντρική αγορά την Βαρβάκειο όπου με ένα ξύλινο καροτσάκι κουβαλούσε τρόφιμα και ξεφόρτωνε εμπορεύματα.

Βαρβάκειος Αγορά, Αθήνα (περ. 1923). Ο χώρος όπου δούλεψε ως παιδί ο Διομήδης Ναούμ. Φωτογράφοι: Βασίλης & Αλέξανδρος Τσακιράκης — Πάροχος: ΕΛΙΑ–ΜΙΕΤ — Πηγή: SearchCulture.gr — Άδεια: CC BY 4.0.
🚚 2. Η ζωή ως εργάτης & οδηγός
Μετά αφού μεγάλωσε, έμαθε οδήγηση και έπιασε δουλειά ως οδηγός στο εργοστάσιο Παγοποιίας του Φιξ στα Πατήσια στην Κλωναρίδου, όπου με το φορτηγό του μετέφερε πάγο σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας ενώ ταυτόχρονα οδηγούσε και τις προσωπικές κούρσες (όπως ονομαζόντουσαν τότε τα πολυτελή αυτοκίνητα) του Φίξ.. Ο Παππούς μου παντρεύτηκε την Ελένη Νικολουδάκη από την Κρήτη και έκανε τρία παιδιά, την Υπατία τον Στέλιο και την Βασιλική.

Ο Διομήδης Ναούμ με το φορτηγό του εργοστασίου ΦΙΞ, Πατήσια, δεκαετία 1930. Με αυτό το όχημα θα βρεθεί λίγα χρόνια αργότερα στο μέτωπο. Αρχείο οικογένειας Γ. Ψαρογιάννη.
➡️ 3. Επιστράτευση — «Οδήγησα το ίδιο φορτηγό στον πόλεμο»
Όταν οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο το 1940, ο Παππού Διομήδης ήταν 41 χρονών και ενώ οι άντρες πάνω από 40 χρονών εθεωρούντο μεγάλοι και δεν επιστρατευόντουσαν, λόγω το ότι ο παππούς ήταν οδηγός, τον επιστράτευσαν και τον έβαλαν να οδηγάει το ίδιο το φορτηγό που οδηγούσε, αφού το επίταξαν από το εργοστάσιο.
Οι άνθρωποι που πήγαν στρατιώτες εκείνη την εποχή δεν ήταν γεννημένοι ήρωες, ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, καθημερινοί, που λόγω των περιστάσεων και των συγκυριών της εποχής βρεθήκανε στο μάτι του κυκλώνα, του πολέμου. Δεν πήγαν στον πόλεμο για να πεθάνουν και να γίνουν ήρωες, απλά κάνανε το χρέος τους, το χρέος προς την πατρίδα τους και τις οικογένειες τους, το χρέος προς τα πιστεύω τους και τα ιδανικά τους…… και το έκαναν με ζήλο και με περίσσιο θάρρος.
Ο Παππούς κατετάγη στο Βαρύ πυροβολικό κι όταν ρωτούσα, παππού τι μετέφερες με το φορτηγό στον πόλεμο; Εκείνος μου απαντούσε, λουκούμια για τον Μουσολίνι….. δηλαδή τα βλήματα για τα κανόνια. Η φωτογραφία που βλέπετε είναι σε ένα καφενείο στους Αγίους Σαράντα κι ο Διομήδης Ναούμ είναι ο πρώτος που κάθεται στην πρώτη καρέκλα από τα αριστερά….. και κατά πάσα πιθανότητα οι άλλοι εικονιζόμενοι στρατιώτες, απ’ ότι φαίνεται από την ηλικία τους, πρέπει και αυτοί να ήταν οδηγοί. Στην φωτογραφία βλέπετε την ταλαιπωρία να εικονίζεται στα πρόσωπα τους και τα ρούχα τους.

Άγιοι Σαράντα, 1940 — ο Διομήδης Ναούμ (πρώτος αριστερά) με συναγωνιστές του σε πρόχειρο καφενείο στο μέτωπο. Αρχείο οικογένειας Γ. Ψαρογιάννη.
🎞 4. Τα στούντιο των Αγίων Σαράντα
Στην άλλη φωτογραφία που είναι βγαλμένη σε στούντιο και κάθεται ο παππούς μου σε μια καρέκλα με φόντο ένα ποταμάκι, είναι κι αυτή σε φωτογραφείο στους Αγίους Σαράντα. Εκείνη την εποχή οι στρατιώτες όταν κατελάμβαναν μια πόλη συνήθιζαν να πηγαίνουν σε φωτογραφεία κατά ομάδες, να φορούν την στολή της παρέλασης και να βγαίνουν φωτογραφία.. Υπάρχουν και πολλές παρόμοιες φωτογραφίες με στρατιώτες που πολέμησαν στην Μικρά Ασία βγαλμένες σε στούντιο, από φωτογραφεία της Σμύρνης. Έτσι είθισται εκείνη την εποχή, οι στρατιώτες να ξυρίζονται να πλένονται και να πηγαίνουν να βγάλουν φωτογραφία με την επίσημη στολή της παρέλασης για να την στείλουν στα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ίσως αναρωτηθείτε είχαν και στολές παρέλασης μαζί και μάλιστα τόσες πολλές. Όχι, απλά πήγαινε ο στρατός και έδινε πέντε έξι στολές στο φωτογραφείο και μετά φορούσανε όλοι τις ίδιες στολές απ’ αυτές που είχε πάει ο στρατός. «Φορούσαμε όλοι την ίδια στολή — η στολή της φωτογραφίας ήταν δανεική».

Φωτογραφείο Αγίων Σαράντα, 1940. Οι στρατιώτες φορούσαν δανεικές στολές για τις αναμνηστικές φωτογραφίες στην πρώτη γραμμή. Αρχείο οικογένειας Γ. Ψαρογιάννη.
❄️ 5. Κρυοπαγήματα και σωτηρία από πρακτική γιατρό
Όταν ο Παππούς Διομήδης στον πόλεμο έπαθε κρυοπαγήματα, τον πήγαν σε ένα νοσοκομείο στα Γιάννενα. Εκεί τον ξάπλωσαν σε ένα κρεβάτι και του είπαν να περιμένει. Καθώς περίμενε ρώτησε ένα άλλον τραυματία τι κάνουν μέσα σε αυτούς που έχουν πάθει κρυοπαγήματα και αυτός του απάντησε ορθά κοφτά ότι τους κόβουν τα πόδια. Ο παππούς τρομοκρατημένος του απάντησε, τι λες ρε που θα κάτσω να μου κόψουν τα πόδια, καλύτερα να πεθάνω παρά να μου κόψουν τα πόδια! Και σηκώθηκε και έφυγε κρυφά από το νοσοκομείο και αφού έμαθε από κάποιους Γιαννιώτες ότι σε ένα διπλανό χωρίο υπάρχει μια πρακτική γιατρός, σηκώθηκε και πήγε σε αυτήν την πρακτική γιατρό. Εκεί η Πρακτική γιατρός του έκανε ζεστά ποδόλουτρα με βότανα και φυτά και έγινε καλά.. Μετά αφού φεύγοντας του έδωσε και μια αλοιφή από ζωικό λίπος για να βάζει, ξαναγύρισε στην μονάδα του, τελείως καλά. Αυτό το έλεγε και το ξανάλεγε ότι χάριν σε αυτήν γλύτωσε τα πόδια του και δεν του τα κόψανε.
🏠 6. Η επιστροφή στην Αθήνα
Στο τέλος του πολέμου ο Παππούς μου ήταν από τους τυχερούς που επέστρεψε στο σπίτι του στον Άγιο Λουκά στα Πατήσια με τα πόδια.. Ήταν τυχερός καθότι πολλοί άλλοι συμπολεμιστές του δεν κατάφεραν να φτάσουν ή έφτασαν σακατεμένοι και με χωρίς πόδια.
Όταν έφτασε στο σπίτι, τον είδαν τα παιδιά του από το παράθυρο να έρχεται από μακριά και ειδοποίησαν την μητέρα τους λέγοντας με δυνατή φωνή και χαρά… “Μαμά ο μπαμπάς, ήρθε ο μπαμπάς”. Εκείνη νόμιζε ότι την κορόιδευαν και τους μάλωσε λέγοντας : “Άμα έρθω εκεί θα σας δείξω…” Όταν ο Παππούς άρχισε να την φωνάζει απέξω, τότε μόνο πίστεψε ότι γύρισε.
Όταν τα παιδιά του έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν, εκείνος τα απώθησε με χειρονομίες λέγοντας : “Μακριά μου, μακριά!..” Ήταν γεμάτος ψείρες. Αμέσως είπε στην γυναίκα του : “Φώναξε τον κυρ Παναγιώτη να φέρει την φωτογραφική μηχανή να με βγάλει μια φωτογραφία”. Και ο Κυρ Παναγιώτης ήρθε και του έβγαλε αυτήν την φωτογραφία έξω από την πόρτα του σπιτιού… Αμέσως μετά γδύθηκε έξω από το σπίτι στην αυλή, ζέστανε η γυναίκα του νερό και έκανε μπάνιο έξω από το σπίτι. Αφού πλύθηκε και τον ξεψείρισαν και φόρεσε καινούργια ρούχα, τότε και μόνο τους αγκάλιασε και τους φίλησε!
«Μαμά ο μπαμπάς ήρθε!» — και η αγκαλιά που άργησε γιατί ήταν γεμάτος ψείρες.

Αθήνα, 1941 — η πρώτη φωτογραφία του Διομήδη μετά την επιστροφή από το μέτωπο. Λίγο πριν τον αγκαλιάσουν τα παιδιά του, αφού πρώτα… ξεψείρισε τα ρούχα του. Αρχείο οικογένειας Γ. Ψαρογιάννη
🍞 7. Κατοχή — Το “μυστικό αποθηκάκι”
Μετά στην Γερμανική Κατοχή ξανάπιασε δουλειά στο εργοστάσιο παγοποιίας του Φιξ. Το εργοστάσιο το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και έβαζαν στα ψυγεία του εργοστασίου τα τρόφιμα του Γερμανικού στρατού. Η δουλειά του ήταν να μεταφέρει τα τρόφιμα του Γερμανικού στρατού στις αποθήκες. Ο Παππούς με έναν άλλον συνάδελφο του, έκλεβαν κάποια από τα τρόφιμα που μετέφεραν και τα έβαζαν σε ένα μικρό αποθηκάκι μέσα στο εργοστάσιο. Στο τέλος της δουλειάς πήγαινα και τα έπαιρναν και τα μοιραζόντουσαν με τον συνάδελφο του. Όλο αυτό γινότανε με κίνδυνο της ζωής τους, καθότι αν τους έπιαναν οι Γερμανοί θα τους σκοτώνανε επιτόπου.
Από αυτό το αποθηκάκι και τα κλεψιμαίικα ζήσανε οι οικογένειες τους και πολλοί από τους γείτονες τους. Μου έλεγε η μητέρα μου, εμείς επί κατοχής δεν πεινάσαμε, τρώγαμε τα καλύτερα. Μου διηγούταν και αστεία περιστατικά, ότι ο παππούς κάποια φορά είχε κλέψει ένα ντενεκέ από τους Γερμανούς και νόμιζε ότι είχε λάδι και όταν τον άνοιξαν, μετά λύπης διαπίστωσαν ότι ο ντενεκές είχε μέσα μπογιά.

Με συναδέλφους σε εργοτάξιο. Στην Κατοχή, το ίδιο πνεύμα συντροφικότητας βοήθησε οικογένειες να επιβιώσουν. Αρχείο οικογένειας Γ. Ψαρογιάννη.
🎱 8. Ένας ήσυχος άνθρωπος
Ο Παππούς μου ήταν ήρεμος και καλός άνθρωπος και το λέω με αντικειμενικά κριτήρια και όχι επειδή υπήρξε παππούς μου. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος και μετρημένος, ποτέ δεν τον είχα ακούσει να βρίζει, ή να κακομιλάει σε κανέναν. Δεν έπινε και δεν κάπνιζε, δεν ξενυχτούσε και δεν κουτσομπόλευε. Κοιτούσε μόνο την δουλειά του και την οικογένεια του, όπως έκανε άλλωστε ο περισσότερος κόσμος εκείνη την εποχή, που οι άνθρωποι δούλευαν νυχθημερόν για να προσφέρουν τα προς το ζειν στην οικογένεια τους. Η μόνη του διασκέδαση όταν ήταν νέος ήταν το μπιλιάρδο, καθότι ήξερε καλό μπιλιάρδο και έπαιρνε βραβεία και διακρίσεις σε επίσημες διοργανώσεις.
Ο Παππούς έζησε μια πολύ φιλήσυχη ζωή και πέθανε το 1977. Δεν ήταν επώνυμος, ούτε κάποιος ιδιαίτερα προβεβλημένος, ήταν ένας άνθρωπος που είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο και απλά ήξερε να διαβάζει και να γράφει. Τον θυμάμαι να κάθεται με μια εφημερίδα στο χέρι σε μια πάνινη πολυθρόνα από αυτές τις παλιές του σκηνοθέτη και να διαβάζει επί ώρες.
Όλη αυτήν την ιστορία, σας την έγραψα όχι για να εγκωμιάσω τον Παππού μου, αλλά για να σας πω ότι όλες εκείνες οι χιλιάδες άνθρωποι που πολέμησαν σε εκείνα τα βουνά, δεν ήταν επώνυμοι και μεγαλόσχημοι άνθρωποι.. Ήταν απλοί άνθρωποι, αληθινοί, καθημερινοί, πατριώτες, με μεγάλη αίσθηση του χρέους προς την χώρα που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, προς τις αρχές και τις άξιες που έμαθαν και διδάχτηκαν. Όλοι αυτοί οι απλοί άνθρωποι υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την Ελλάδα.. Όλοι αυτοί ήταν απλά με μια λέξη Έλληνες!!
«Δεν ήταν ήρωας για το βιβλίο της Ιστορίας — ήταν ο ήρωας της οικογένειάς μας.» Γιώργος Ψαρογιάννης.
✦ Η ταμπέλα “Ούζο Μπανταλούκα” — και η απάντηση
Και κάπου εδώ, επιστρέφουμε στη μικρή λεπτομέρεια που άνοιξε αυτή την ιστορία: την ταμπέλα στο βάθος της φωτογραφίας. Μιλώντας με τον κ. Μάξιμο Μπανταλούκα, γιο του ιδρυτή της ποτοποιίας, έμαθα πως η συστηματική διαφήμιση του ούζου ξεκίνησε μετά τον πόλεμο, μέσω συνεργασίας με εταιρεία της Πάτρας. Αυτό σημαίνει ότι η πινακίδα στη φωτογραφία δεν προέρχεται από κάποια εκτεταμένη, προπολεμική διαφημιστική καμπάνια.
Κι όμως, η εξήγηση βρίσκεται πιο κοντά σε μια ανθρώπινη ιστορία παρά σε οικονομικά αρχεία. Η σύζυγος του ιδρυτή, Όλγα Γεωργίου, καταγόταν από εύπορη εμπορική οικογένεια της Πρέβεζας, με ρίζες στο χωριό Γράψη της Βορείου Ηπείρου (σήμερα Κράψη), λίγα μόλις χιλιόμετρα από τους Αγίους Σαράντα. Συγγενείς ζούσαν και δραστηριοποιούνταν εκεί — και όπως συνέβαινε τότε σε όλη την Ήπειρο, τα προϊόντα ταξίδευαν μαζί με τους ανθρώπους: με καράβια, καρότσες, μουλάρια, αλλά κυρίως μέσα από οικογενειακά και εμπορικά δίκτυα.

Έτσι, μια ταμπέλα με το όνομα «Μπανταλούκας» μπορούσε απολύτως φυσικά να βρίσκεται κρεμασμένη σε ένα καφενείο των Αγίων Σαράντα στα χρόνια του πολέμου∙ όχι ως αποτέλεσμα μεγάλης διαφημιστικής ιδέας, αλλά ως ίχνος της καθημερινής ζωής, της διαδρομής ενός προϊόντος και των δεσμών μιας περιοχής που ανέπνεε ως ένας κόσμος — από την Άρτα και την Πρέβεζα έως τα χωριά της Βορείου Ηπείρου.
Και ίσως αυτή η λεπτομέρεια να είναι η πιο συγκινητική. Μια πινακίδα δεν αποκαλύπτει απλώς έναν τόπο∙ φωτίζει τις αόρατες γραμμές που ένωναν τους ανθρώπους.
Κι εδώ, μέσα σε μια σκονισμένη φωτογραφία του ’40, δεν βλέπουμε μόνο στρατιώτες κουρασμένους από τον δρόμο της ιστορίας∙ βλέπουμε και την πατρίδα τους να ταξιδεύει μαζί τους, ακόμη και σε μια μικρή ξύλινη λέξη πάνω από ένα πρόχειρο καφενείο.
Επίλογος
Μερικές φορές, μια λεπτομέρεια σε μια φωτογραφία αρκεί για να μας οδηγήσει πίσω σε μια εποχή, σε ανθρώπους, σε διαδρομές που αλλιώς θα έμεναν σιωπηλές.
Η εικόνα αυτή δεν μας αποκάλυψε μόνο τον τόπο της λήψης της∙ μας έφερε μπροστά στη ζωή ενός ανθρώπου της γενιάς του ’40 — απλού, εργατικού, επίμονου. Ο Διομήδης Ναούμ δεν ζήτησε ποτέ τίτλους ή μνημεία. Εκτέλεσε το χρέος του, γύρισε σπίτι του, και συνέχισε τη ζωή του όπως εκατοντάδες χιλιάδες τότε: ήρεμα, τίμια, σιωπηλά.
Κι αν αυτή η παλιά φωτογραφία μάς έμαθε κάτι, είναι πως η Ιστορία δεν κατοικεί μόνο στα βιβλία, αλλά και στις μνήμες των οικογενειών, σε αφηγήσεις που περνούν από στόμα σε στόμα και σε πρόσωπα που κοιτούν τον φακό χωρίς να ξέρουν ότι κάποτε θα μιλήσουν για λογαριασμό μιας ολόκληρης εποχής.
Γιατί Μνήμη είναι να θυμάσαι τους ανθρώπους που δεν προσπάθησαν ποτέ να φανούν.
🙏 Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά τον κ. Γιώργο Ψαρογιάννη για την εμπιστοσύνη, τις φωτογραφίες και την οικογενειακή μαρτυρία καθώς και τον κ. Μάξιμο Μπανταλούκα για την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας.
Αναστασία Καρρά