Ο Παρασκευάκης!

Έτσι τιτλοφορείται η παρακάτω φωτογραφία που είναι μάλλον από την περιοχή των Ραδοβιζίων, ίσως από τη Χελώνα, αν κρίνουμε από το βουνό που υψώνεται στο βάθος.

Εδώ ο γερο – Παρασκευάκης στέκει σαν κομμάτι του τοπίου· σαν να τον γέννησε το ίδιο το βουνό. Η κάπα του — χοντρή, μάλλινη, βαριά σαν χειμωνιάτικη σιωπή — πέφτει πάνω στους ώμους του σαν μανδύας αρχαίου οδοιπόρου. Στα ορεινά της Άρτας, η κάπα δεν ήταν ρούχο· ήταν καταφύγιο. Ασπίδα ενάντια στον άνεμο που κατέβαινε από το Γάβρογο, στον υγρό κρύο αέρα που έμπαινε στα κόκαλα, στις μακριές νύχτες που έσβηναν μόνο από το πρώτο φως.

Κάθε ίνα τέτοιων ενδυμάτων κουβαλούσε ιστορίες: το σκούρο χρώμα από το ανεπεξέργαστο γίδινο μαλλί, το βάρος από τα χρόνια χρήσης, τη ζεστασιά που κάποτε προσέφεραν σε ανθρώπους που περπατούσαν μονοπάτια δύσβατα, που έβγαζαν το μεροκάματο με τα χέρια. Η κάπα ήταν ο σύντροφος του χωρικού, όπως το μπαστούνι του στο χώμα — σταθερό, αξιόπιστο, προέκταση του σώματός του.

Το πρόσωπό του — βαθύ, σκαμμένο από καιρούς και χειμώνες — μοιάζει σαν χάρτης μιας ζωής που γράφτηκε πάνω στο δέρμα. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, πυκνές σαν ρεματιές στο βουνό, δείχνουν άνθρωπο που είδε πολλά και μίλησε λίγο. Το βλέμμα του δεν έχει τη διαύγεια της νιότης, αλλά κάτι πιο δυνατό: μια γαλήνια αποδοχή, μια σοφία που δεν διδάσκεται· μόνο βιώνεται.

Και πάνω στο κεφάλι του, το μικρό φέσι — φθαρμένο, στραβοφορεμένο, σαν να το είχε χρόνια — ολοκληρώνει την εικόνα. Δεν είναι απλώς κάλυμμα· είναι συνέχεια του ίδιου του Παρασκευάκη, κομμάτι της ταυτότητάς του. Φέρνει στον νου μια εποχή όπου τέτοια καπέλα δεν ήταν στολίδι, αλλά καθημερινό σημάδι αξιοπρέπειας και τάξης. Το φέσι του, ελαφρά γερτό, μοιάζει να κρατά το τελευταίο ίχνος νεότητας σε ένα σώμα που η ζωή το λύγισε, αλλά δεν το έσπασε.

Ο Παρασκευάκης, έτσι όπως ακουμπά στο ραβδί του, μοιάζει με φύλακα μιας εποχής όπου οι άνθρωποι ντύνονταν όχι για να ομορφύνουν, αλλά για να αντέξουν. Στο φόντο, τα λιτά σπίτια με τις πέτρινες αυλές και τις στέγες χαμηλωμένες απέναντι στον άνεμο, συμπληρώνουν την εικόνα μιας κοινωνίας που υπάκουε στους ρυθμούς της φύσης, και όχι το αντίστροφο.

Έτσι, μέσα σε αυτό το ασπρόμαυρο φως της δεκαετίας του ’60, η ενδυμασία γίνεται γλώσσα. Μιλά για αυτονομία, για σκληραγωγία, για έναν κόσμο που ζούσε με λίγα, αλλά στεκόταν όρθιος όπως ο ίδιος ο άντρας στη φωτογραφία: απλός, σκυφτός από το βάρος μιας σκληρής, βουνίσιας ζωής, αλλά αγέρωχος απέναντι στον χρόνο. (Φωτο από ιδιωτικό αρχείο – Κείμενο Α. Καρρά).

Δημοσιεύθηκε στην Αρτινά Πρόσωπα και Παρέες. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *