“Την πρωτοχρονιά την περιμέναμε παρόλο που ξέραμε ότι και σ’ αυτή τη γιορτή δεν θα παίρναμε δώρα. Και δεν πιστεύαμε στον άγιο Βασίλη. Το φαγητό της πρωτοχρονιάς ήταν χοιρινό με σέλινο, ή αρνάκι στο φούρνο. Τα παιδιά πίναμε για το καλό του νέου χρόνου λίγο κρασί που μας το βάζανε σε φλιτζάνια του καφέ. Για βασιλόπιτα φτιάχναμε κέικ και βάζαμε ένα κέρμα μέσα. Μόνο που τις περισσότερες φορές λόγω του βάρους του έπεφτε στο πάτο του ταψιού κι αναγκάζονταν η μαμά μας να το χώνει μετά στο ψημένο κέικ.
Γενικά στις γιορτές τραπέζι είχαμε μόνο το μεσημέρι. Τα βράδια τρώγαμε πρόχειρα όπως όλες τις άλλες μέρες. Την πρωτοχρονιά το βράδυ μαζευόμασταν στα σπίτια γειτόνων και παίζαμε τυχερά παιγνίδια, τριάντα ένα και πάρτα όλα, όχι με λεφτά αλλά με φασόλια. Διασκεδάζαμε πολύ μ’ αυτούς που κέρδιζαν, μ’ αυτούς που έχανα και μ’ αυτούς που έκλεβαν, γιατί υπήρχαν κάποιοι που μπροστά στα μάτια μας κάνανε κόλπα και έβρισκαν πάντα το χαρτί που ήθελαν.
Μέχρι τα Θεοφάνεια δεν επιτρέπονταν να λούσουμε τα μαλλιά μας. Την παραμονή των Θεοφανείων, το πρωί περιμέναμε να περάσει ο παπάς από το σπίτι να κάνει αγιασμό. Αργά το βράδυ, βγαίναμε στο μπαλκόνι και περιμέναμε να ανοίξουν οι ουρανοί να κάνουμε ευχές. Ο ένας παρέσερνε τον άλλο και τελικά κάτι βλέπαμε στο στερέωμα που το νομίζαμε για θαύμα και κάναμε ευχές. Τρία κορίτσια μια χρονιά ξεροσταλιάζαμε στο μπαλκόνι και μόλις νομίσαμε πως είδαμε κάτι, η πρώτη ζήτησε ευτυχία, η δεύτερη πλούτο και η τρίτη δεν πρόλαβε να πει τίποτα γιατί νόμισε ότι οι ουρανοί κλείσανε.
Το πρωί στην εκκλησία παίρναμε το αγιασμένο νερό και το φέρναμε στο σπίτι. Ραντίζαμε τα δωμάτια, τα λουλούδια της αυλής κι όταν πηγαίναμε στο κτήμα που είχαμε έξω από την πόλη ρίχναμε κι εκεί λίγο νεράκι να ευδοκιμήσουν τα δέντρα μας.
Οι διακοπές ήταν ευχάριστες για τα παιδιά, που παίζανε όλη μέρα στη γειτονιά κρυφτό, κυνηγητό, σκλέντζα, μέχρι να έρθει η μέρα της επιστροφής στο σχολείο….”
(Aφήγηση της κυρίας Πηνελόπης Παλάντζα – Σαρλή όπως δημοσιεύτηκε από τον Σωτήρη Σαρλή στο ιστολόγιό του στο φβ)
Στη φωτογραφία η οικογένεια Παλάντζα μπροστά στο σπίτι τους, στην οδό Γριμπόβου, εκεί που σήμερα είναι η Dacosta και η Βαγγελιώ, από την ίδια δημοσίευση.