Oι κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων ασκούσαν μια μετακινούμενη ή « ημιμόνιμη» κτηνοτροφία σχετικά μικρών αποστάσεων, που οδηγούσε ανθρώπους και κοπάδια κατά τον Οκτώβριο, σε σχέση πάντα και με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες, στους βοσκότοπους της Φιλιππιάδας, Άρτας, Λάμαρης , Πρέβεζας και Ακτίου, όπου και παρέμεναν μέχρι την άνοιξη για ν’ ανέβουν στη συνέχεια και πάλι στα θερινά λιβάδια…. «Αυτή τη φορά η αναχώρηση γινόταν πάντοτε χαράματα. Τα παιδιά με τους γέροντες ξεκινούσαν νωρίτερα. Στο δρομολόγιο υπήρχαν σταθμοί προκαθορισμένοι, σημεία που οι νομάδες διανυκτέρευαν. Η απόσταση που περπατούσαν ήταν περίπου 25 – 30 χιλιόμετρα τη μέρα, γιατί τα πρόβατα είναι αργοβάδιστα, οι δρόμοι ήταν στενοί και σε πολλά σημεία δυσκολοδιάβατοι…..»
«….Για τους περισσότερους από μας τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί μας θα έπρεπε να είναι τόσα όσα μπορούσε να σηκώσει ένα – κατά κανόνα «μονάκριβο» – άλογο ή μουλάρι. Είχαμε πρώτα τα είδη διατροφής. Είκοσι – εικοσιπέντε οκάδες καλαμπόκι. Μια χαλκοματένια «μπούγλα» με δυο – τρεις οκάδες λάδι. Λίγες ελιές, λαδοελιές από «μπορμπολόι», που η ανάγκη τις έκανε βρώσιμες. Τέλος λίγη μυζήθρα – γκίζα τη λέγαμε τότε, ανθοτύρι κατ΄ευφημισμό ίσως την αποκαλούν σήμερα – αποβουτυρωμένη μέχρις εσχάτων, έτσι που έμοιζε περισσότερο με ψιλό χαλίκι.
Μετά ήταν η «οικοσυσκευή» μας : Ένας τέντζερης, ένα – δυο καπάκια, ένα ταψί και λίγα κουτάλια. Παλιά αρκούσε ένα για όλους μας – ξύλινο μερικές φορές – αφού τρώγαμε μαζί όλοι, καθισμένοι σταυροπόδι χάμω ή στα γόνατα γύρω από το ταψί και κείνο περνούσε από χέρι σε χέρι γύρω- γύρω σαν σκυτάλη. Τρίτο ήταν το σακί με τον «ιματισμό». Τα χτένια για το λανάρισμα των μαλλιών. Η πυροστιά και πανωσάμαρα δυο τρεις κότες δεμένες…. (Μαρτυρία Μ. Β. Αυδίκου στο Λεύκωμα ΣΥΡΡΑΚΟ, ΠΕΤΡΑ – ΜΝΗΜΗ – ΦΩΣ, Συρράκο, 2004)
“Κατεβαίνοντας για τα χειμαδιά, μοιράζουν το δρόμο”, Φωτογραφία του Κ. Μπαλάφα, Λεύκωμα ΗΠΕΙΡΟΣ, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2003)