ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΠΡΑΙΝΑ….

———————
«Άχ καί νά γύριζαν νάρχονταν πίσω τά χρόνια…» καί νά βρισκόμουν πάλι παιδί στήν Κόπρενα, εκείνου τού καιρού, πού γιά τά παιδιά ήταν ένας παράδεισος. Όταν τό πλοίο σφύριζε πρίν ρίξει άγκυρα στ’ ανοιχτά, σήμαινε συναγερμός γιά τό μικρό λιμανάκι. Κίνηση, φωνές, τρεχάματα. Ό μόλος γέμιζε κόσμο, κάρα, ζώα. Τό τραινάκι νά πηγαινοέρχεται γεμάτο εμπορεύματα, πού φορτώνονταν σέ μαούνες κι από κει μέ τό βίντζι στό καράβι. Κι’ εμείς τά παιδιά ανάμεσα, νά προσπαθούμε νά πηδήξουμε σέ κάποια μαούνα ή βάρκα γιά νά φτάσουμε στό πλοίο. Τό πλοίο πού μας γοήτευε, καθώς όλα σ ’ αυτό μας φαίνονταν παραμυθένια. Τά φώτα, ή πολυτέλεια τών σαλονιών, οί κάτασπρες καμπίνες του, τό κατάστρωμα μέ τίς σέζ-λόνγκ, οί θόρυβοι κι οί μυρουδιές του. Συχνά μας άφηναν ν ’ ανεβούμε καί νά τό σεργιανίσουμε, άν μάλιστα λέγαμε καί κανένα τραγουδάκι, μάς φώναζαν μόνοι τους απάνω καί μας κέρναγαν καί καμιά καραμελίτσα. Γυρίζαμε πανευτυχείς κι’ όταν τό πλοίο σφύριζε αποχαιρετισμό καί ό μόλος είχε αδειάσει, τότε ήταν ή ώρα γιά τό τραινάκι. Ανεβαίναμε πάνω όσα χωρούσαμε, τά μεγαλύτερα κρατώντας τά μικρότερα αδέλφια μας, γιά νά μήν πέσουν, κι ό πιό σβέλτος καί δυνατός έδινε μιά σπρωξιά καί τρέχοντας, πηδούσε κι’ εκείνος επάνω. Τί απόλαυση ήταν εκείνη! Όσοι πέρασαν από τήν Κόπρενα παιδιά, δέν θά τό ξέχασαν αυτό τό συναρπαστικό ταξίδι ώς τό τέλος τού μόλου καί πίσω. Καί πάλι από τήν αρχή, μέχρι νά μάς σταματήσουν. (Πηγή : Άρθρο της Ν. Τάχου στο περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 62-63, 1982)

Στη φωτογραφία “1937 – Βαγονάκι τύπου Ντεκοβίλ. Σ’ αυτό ξεφόρτωναν τα εμπορεύματα των πλοίων και τα μετέφεραν με τις ράγες στις αποθήκες του τελωνείου”
(Φωτο από αρχείο Σ. Σαρλή στο Λεύκωμα ΚΟΠΡΑΙΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ, Ε. Ιντζέμπελης, Άρτα, 2008)

———————
“Από τό καλοκαίρι τού 1925 θυμάμαι μιά εκδρομή. Ήταν τότε υπάλληλος στό Τελωνείο ό Χρήστος Δημόπουλος, πατέρας τού ηθοποιού καί σκηνοθέτη Ντίνου Δημόπουλου. Φίλοι οί γονείς μας πήρανε μιά βάρκα καί πήγαμε στό Μενίδι απόγευμα. Εκεί γλεντήσανε, ώς τά ξημερώματα. Εμάς τά παιδιά, τσούρμο ολόκληρο, τέσσερα τά Δημοπουλάκια καί τρία εμείς τότε —αργότερα γεννήθηκαν ή Δώρα τού Δημόπουλου κι ή Ρίτα ή δική μας— μας κοίμησαν εκεί. Ό μπάρμπα Γιώργος ό Θεοδώρου, είχε στήν αυλή του, γιά τέτοιες ανάγκες, ένα μεγάλο κρεβάτι από κείνα τά ευωδιαστά πού φκιάναν μέ φούρκες, φτέρες καί σμύρτα στό Μενίδι. Σάν τελείωσε τό γλέντι, ξημέρωμα, μας έβαλαν κοιμισμένα στή βάρκα καί ξεκίνησαν γιά τό γυρισμό σιγοτραγουδώντας τό αυγινό δημοτικό. «Τώρα τά πουλιά τώρα τά χελιδόνια, τώρα οί πέρδικες κλπ.». Μισοξύπνια χωρίς νά κουνηθώ, άκουγα τό τραγούδι συνοδευμένο από τό ρυθμικό κουπί κι ένοιωσα τέτοια συγκίνηση! Ευδαιμονία μπορώ νά πώ. Ή μουσική, ή ποίηση τού τραγουδιού καί τό ταίριασμά τους μέ τήν ώρα εκείνη τή γαλήνεια, ήταν γιά τήν παιδική ψυχή μιά αποκάλυψη, ένα βάπτισμα στήν ομορφιά.” (Πηγή : Άρθρο της Ν. Τάχου στο περιοδικό ΣΚΟΥΦΑΣ, τχ. 62-63, 1982)

Στη φωτογραφία “Οι γονείς του Ντίνου Δημόπουλου, Ανδρονίκη και Χρήστος, υπάλληλος στο Τελωνείο Κόπραινας”.
(Φωτο από αρχείο Ν. Δημόπουλου στο Λεύκωμα ΚΟΠΡΑΙΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ, Ε. Ιντζέμπελης, Άρτα, 2008) 

Δημοσιεύθηκε στην Ο Αμβρακικός και τα λιμάνια του. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *