“ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ”

————————–

Στην Ταμπακιάδα – στης κυρά- Βαγγελής
(του Γιώργου Κοτζιούλα)
“Αυτή τη χρονιά ο Νάκος κι εγώ καθίσαμε στο σπίτι της κυρα-Βαγγελής. Ήταν μια χήρα από διπλανό μας χωριό, που έλειπε χρόνια στην Άρτα. Δούλευε κει σε μεγάλα σπίτια και τελευταία είχε αποκτήσει δικό της νοικοκυριό. Καθόταν παραπίσω απ’ την εκκλησιά της Αϊ-Θοδώρας, κοντά στο τούρκικο τζαμί, πιο δω απ’ την ακροποταμιά. Εκεί έμενε τον προηγούμενο χρόνο ο γιος του Κώστα Πεταλά, πολύ πιο μεγάλος από μας, που μόλις έβγαλε την πρώτη γυμνασίου τον πήραν στρατιώτη. Έτσι δε δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε σπιτονοικοκυρά, μια που οι χωριάτες έχουν το ιδίωμα να μιμούνται ο ένας τον άλλον.
Με τι καμάρι μπήκαμε στον καινούριο, τον ποθητό μας κόσμο! Μαθητής γυμνασίου, δεν ήταν μικρό πράμα για μας. Όπως ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος από το χωριό που είχε ονομαστεί δημόσιος υπάλληλος, έτσι κι εμείς ήμασταν οι πρώτοι που αξιωνόμασταν να πατήσουμε στο ζηλευτό γυμνάσιο. Από δω και πέρα έπρεπε να ’χουμε τα μάτια μας τέσσερα να μην πάνε τα έξοδα των γονιών μας χαμένα.
Η κυρα-Βαγγελή βαστούσε ένα σπιτάκι από μια καμαρούλα στρωμένη χάμου με πηλό. Οι τοίχοι ήταν καμωμένοι από καλαμόβεργες με τσατμά. Η σπιτονοικοκυρά μας είχε πολύ λίγα σέγια και στη γωνιά ένα σανιδένιο κρεβάτι, όπου κοιμόταν αυτή με το γιο της το Σωτήρη. Ο Σωτήρης μόλις είχε απολυθεί απ’ το στρατό και δούλευε υπάλληλος σ’ ένα μπακάλικο, έχοντας όμως στο νου ν’ ανοίξει κανένα δικό του. Ερχόταν αργά το βράδυ να κοιμηθεί κι έτσι εμείς είχαμε όλη την ημέρα δική μας για διάβασμα. Δε φωνάζαμε όμως, μονάχα μουρμουρίζαμε απάνω στα βιβλία μας, γιατ’ η κυρα-Βαγγελή ήταν ήσυχος άνθρωπος και δεν της άρεσαν οι φασαρίες.
-Το γυμνασιάρχη σας εγώ τον ξέρω από παιδί, μας έλεγε με κάποια περηφάνεια, εννοώντας ελεύθερον, ανύπαντρο με το «παιδί»………………………………….
Μα εδώ στην πολιτεία ήταν κι άλλα που τα βλέπαμε από μακριά, τ’ αποζητούσαμε χωρίς να μας ανήκουν. Μπροστά στην πόρτα μας –την εσωτερική, όχι από το μέρος του δρόμου-, χωρισμένο απ’ την αυλίτσα μας με φράχτη από καλάμια, βρισκόταν ένα μικρό κηπάρι, όπου δεν είχαμε το δικαίωμα να ξεκωλώσουμε ούτ’ ένα κρεμμύδι, ούτ’ ένα μαρούλι. Το ίδιο γινόταν και με μια κοντούλα πορτοκαλιά, παραμέσα στο περιβόλι, το πρώτο δέντρο με τους χρυσούς καρπούς που βλέπαμε όλη την ώρα από κοντά, καθώς και μ’ ένα άλλο που έβγαλε στο τέλος της άνοιξης τα στρογγυλά, χνουδάτα, πορτοκαλόχρυσα ζέρδελα, δηλαδή τα βερίκοκα. Αν μας πετούσαν από κανένα οι νοικοκυραίοι, έτσι για να μην «κάνουμε στα μάτια», το θεωρούσαμε σπάνια δωρεά.”
(Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Γιώργου Κοτζιούλα ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ που γράφτηκε το 1948 και δημοσιεύτηκε σε 16 συνέχειες, στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία το 1953-54. Στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στον Β’ τόμο των Απάντων του ποιητή (Δίφρος, 1957) που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Επίσης εκδόθηκε αυτοτελώς σε έκδοση Βαρσοβίας από και για τους πολιτικούς πρόσφυγες.. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το Α’ μέρος απ’ όπου και το παραπάνω απόσπασμα στο λινκ https://www.sarantakos.com/…/kotzioulas_grammata6.html)

Στη φωτογραφία ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας (αριστερά) με το φίλο του δημοσιογράφο και επίσης ποιητή Γεράσιμο Γρηγόρη (Φωτο από Sarantakoswordpess.com)

 

Δημοσιεύθηκε στην Έγραψαν για την Άρτα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *