Ζωντανές περιγραφές των μαχών της Ηπείρου, της αλησμόνητης εκείνης εποχής, έδωσε τότε ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν, πολεμικός ανταποκριτής τού παρισινού «Χρόνου», που έζησε από κοντά τις μάχες δίπλα στους Έλληνες στρατιώτες. Ο Ζαν Λεν μαζί με την θαρραλέα νεαρή σύζυγό του Hélène Vitivilia-Leune, φθάνει με τον «Πύλαρο» στην Πρέβεζα που είναι πλέον ελληνική. Από την Πρέβεζα με αυτοκίνητο πηγαίνει στην Φιλιππιάδα όπου είναι εγκατεστημένο το ελληνικό στρατηγείο. Η πρώτη του συνάντηση είναι με τον στρατηγό Κ. Σαπουντζάκη, αρχηγό τού Ελληνικού Στρατού Ηπείρου, τον οποίο περιγράφει στην πρώτη του ανταπόκριση: «Είναι ένας άνδρας, λέει, ψηλός, δυνατός, μεγαλοπρεπής, μέσα στη βαθυκύανη, πολύ απλή στολή του. Έχει άσπρα μαλλιά και μουστάκια. Το πρόσωπο του είναι αποφασιστικό και ήρεμο, τα μάτια του λαμπερά με βλέμμα υπερήφανο, αλλά επιεικές. Φορεί μακριά κυανή χλαίνη, ψηλές μπότες που εμπρός σκεπάζουν το γόνατο. Μοιάζει με στρατηγό της Αυτοκρατορίας και επί πλέον μιλάει θαυμάσια γαλλικά». Την επομένη ο ανταποκριτής παρουσιάζεται στον διοικητή Σπηλιάδη, υπαρχηγό τού επιτελείου.
«Είναι ένας λαμπρός αξιωματικός, γράφει, που με 1.800 άνδρες πήρε την Πρέβεζα. Του ζητώ να μου διηγηθεί την μάχη της Νικοπόλεως και την είσοδο του στην απελευθερωθείσα πόλη.
– Όταν μπήκε στην Πρέβεζα, μου λέει, είπα στον εαυτό μου: «Εκδικούμαι επιτέλους τους Έλληνες αλλά εκδικούμαι και τους 3.000 Γάλλους στρατιώτες που ο Αλή Πασάς έσφαξε το 1812 σ’ αυτή την πόλη!».
Στη φωτογραφία ο γάλλος , πολεμικός ανταποκριτής Jean Victor Leune (Πηγή : https://www.wikidata.org/)
Το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου συνεχίζει ο Λεν, φεύγομε με αυτοκίνητο μαζί με τον στρατηγό στα προκεχωρημένα φυλάκια. Στο Σεφίκ Μπέϋ, πίσω από ένα γυμνό λόφο, έχουν στηθεί τα μοναδικά τέσσερα κανόνια των 105 που έχει ο στρατός της Ηπείρου. Είναι παλαιά Κρούπ. Ο στρατηγός Σαπουντζάκης εξετάζει ο ίδιος την θέση. Την επομένη το πρωί, 10 Δεκεμβρίου, πηγαίνουμε στην Νικόπολη να δούμε τί γίνεται στο αεροδρόμιο. Υπάρχουν δύο γαλλικά αεροπλάνα τύπου Φαρμάν και δύο Γάλλοι μηχανικοί που μόλις έχουν τελειώσει την επιθεώρηση των αεροσκαφών. Οι δύο πιλότοι είναι ο υπολοχαγός του πεζικού Καμπέρος κι’ ο υπολοχαγός τού Ιππικού Νοταράς». Ο Ζάν Λεν εξακολουθεί την περιγραφή του: «Το θέαμα των συγχρόνων αυτών τελειότατου τύπου αεροπλάνων επάνω στο καταπράσινο λιβάδι ανάμεσα στα αρχαία ερείπια, είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Από τα περίχωρα έχει μαζευτεί ένα πλήθος περιέργων χωρικοί, γυναίκες, παιδιά που κοιτάζουν άναυδοι τα μεγάλα άσπρα πουλιά. Απορούν πώς τέτοιες μηχανές πετούν στον ουρανό! Οι μηχανικοί έκαναν θαύματα. Το ένα αεροπλάνο είναι έτοιμο και το άλλο θα ετοιμασθεί μέχρι το βράδυ. Δοκιμάζουν τον κινητήρα. Όλα πάνε καλά. Στις 5 το απόγευμα ο υπολοχαγός Καμπέρος απογειώνεται. Το πλήθος ξεσπά σε ζητωκραυγές και κάνει τον σταυρό του. Οι γυναίκες ψιθυρίζουν προσευχές. Σ’ όλα τα πρόσωπα είναι γραμμένη η έντονη έκπληξη από το γεγονός που φαίνεται σαν θαύμα. Στην κοντινή εκκλησία χτυπούν οι καμπάνες κι’ οι στρατιώτες ρίχνουν τουφεκιές στον αέρα.
Στη φωτογραφία του Ζαν Λεν (Jean Victor Charles Edmond Leune) “Στον δρόμο για Αργυρόκαστρο μαζί με τον Ελληνικό Στρατό, 1912 -13”.
Πριν από την πτήση ο ποιητής Ματσούκας ο επιλεγόμενος «εθνικός ζητιάνος» φθάνει στην Νικόπολη. Είναι ο άνθρωπος που με τις θριαμβευτικές περιοδείες του στην Αμερική και τους εράνους του έδωσε στην Ελλάδα ένα αντιτορπιλλικό, ένα πεδινό πυροβόλο και τρία αεροπλάνα. Ο Ματσούκας κοιτάζει τα αεροσκάφη κι ύστερα προχωρεί στον αμαξητό δρόμο απ’ όπου περνά ο στρατός κι’ αρχίζει να απαγγέλλει με τέτοιο πατριωτισμό, με τέτοια συγκίνηση και ειλικρίνεια που μολονότι δεν καταλαβαίνω το νόημα των λόγων του αισθάνομαι εν τούτοις τον πατριωτικό παλμό τους! Οι άνδρες χειροκροτούν και φωνάζουν ενθουσιασμένοι: “Ζήτω ο Ματσούκας μας”». (Πηγή : https://anemourion.blogspot.com/)