“……….Συναντηθήκαμε με το φίλο μου στον «Μπαικούση» που κτιριακά θυμίζει αρκετά από το αιωνόβιο καφενείο. Κι αφού πήραμε το καφεδάκι μας, είμαστε έτοιμοι να ανεβούμε στην οδό Σκουφά προς το κέντρο. Ο φίλος μου κοντοστεκόταν, σαν κάτι να έβλεπε κοιτάζοντας το χώρο πίσω στο παρελθόν…………..Είπε λοιπόν πως έβλεπε εκεί γύρω την εργατιά που μαζεύονταν λίαν πρωί με τα καλάθια στα χέρια να πάει για δουλειά, για τον επιούσιο…..
Λίγα βήματα πιο πάνω ήταν ο λαϊκός βάρδος Αποστόλης Καραπάνος με την καραβόπανη μπλε ποδιά του και το εργαστήρι της βαρκίνας του.
Και αριστερά, ακριβώς απέναντι τα καλαθάδικα. Απέξω από τα εργαστήρια όρθια στους τοίχους δεμάτια από καλάμια. Οι απλοί μηχανισμοί στημένοι για να σχίζονται. Καλάθια όμορφα πλεγμένα, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Μερικές επιγραφές «Καλαθοποιείον», «Κορίνη», «Τζαχρήστα» και άλλων ιδιοκτητών.
Αν γυρίζαμε πιο πολύ πίσω το χρόνο και φτάναμε στην Τουρκοκρατία, τότε ακριβώς απέναντι από του Μπαικούση θα βλέπαμε έναν χώρο αρκετών στρεμμάτων που στάθμευαν καμήλες. Την τότε παρουσία τους διασώζει σήμερα η οδός Καμηλών. Πιο πάνω, εκεί στα καλαθάδικα, υπήρχε ο φούρνος του Γουνόπουλου όπου δεκάδες χρόνια οι μαθητές του Γυμνασίου έτρεχαν στα διαλλείματα για να πάρουν την πενηντάλεπτης αξίας συνήθως φέτα μαύρου ή άσπρου ψωμιού. Και ακριβώς μετά τους καλαθάδες προπολεμικά το σπίτι του «Αμερικάνου» Χιτόπουλου. Μέχρι τον αύλειο χώρο του Α’ Δημοτικού Σχολείου ήταν τα Γύφτικα. Οι γύφτοι ασκούσαν την πανάρχαια τέχνη τους. Έφτιαχναν πυροστιές και άλλα χρήσιμα σιδερικά, καθώς είναι οι πρώτοι σιδηρουργοί της ιστορίας της ανθρωπότητας. Εννοείται ότι τα γύφτικα απλώνονταν και από τα δύο μέρη της οδού Σκουφά. Καθώς παρατηρούσαμε το χώρο του Δημοτικού Σχολείου, η μνήμη ανέσυρε πληροφορίες του Τάκη Βαφιά. Ο χώρος ανήκε στην Παρηγορήτρια η οποία τον δώρισε στον νεοιδρυθέντα σύλλογο Σκουφά. Ο Σκουφάς τον έκανε Γυμναστήριο και καθιέρωσε αγώνες όπως γινόταν στην Αθήνα, Ολυμπιακούς. Καταλαβαίνεις λοιπόν τη ζωντάνια της τότε αγροτικής μας πόλης.
Στην άλλη πλευρά του ‘Α Γυμνασίου ήταν το Χάνι της Κάτω Παναγιάς (προ του 1930), ένας χώρος υποδοχής και φιλοξενίας ιππήλατων οχημάτων. Και ακριβώς απέναντι στην πλατεία Σκουφά, τα καπνοτόπια. Η πλατεία Σκουφά άρχισε να διαμορφώνεται στα 1898 και τελειοποιήθηκε – όχι φυσικά, όπως είναι σήμερα – στα 1903-4. Από το χώρο της και λίγο πιο ψηλά από τον περίβολο της Παρηγορήτριας έβλεπες την ιστορική γέφυρα. Ήταν ένας πραγματικός εξώστης του κάμπου. Το μάτι δεν προσέκρουε πουθενά. Έβλεπε ελεύθερα μέχρι τον Ζάλογγο, μακριά στην Πρέβεζα και τον Αμβρακικό.
Αργοπερπατώντας φτάσαμε στην πλατεία Κιλκίς, δηλαδή στο Τούρκικο Νεκροταφείο με τα μνημεία των πιστών του Αλλάχ. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι το 1881, ο χώρος αγοράστηκε από τους Γαρουφαλαίους. Το 1912-13, ο Βαγγέλης Γαρουφαλιάς έχτισε καταστήματα κι έτσι διαμορφώθηκε ο χώρος της πλατείας. Μάλιστα, έγινε εκείνα τα χρόνια και μεγάλο καφενείο «Κιλκίς», με μπιλιάρδα, ένα κέντρο συνάντησης αστών και χωρικών. Στρίβαμε τον διακόπτη του χρόνου μέχρι την απελευθέρωση. Χαμηλά σπίτια ασβεστωμένα, πορτοκαλιές και άλλα δέντρα, μαγαζιά και ο κόσμος της αγροτικής πόλης με κυρίαρχο χρώμα το βυζαντινό. Το ενδιαίτημα του Θεού, ο ιερός Ναός της Παρηγορήτριας μαζί με τα κελιά του κυριαρχεί στο χώρο και σκέπει στοργικά την πόλη του.
Από την παλιά Τροχαία στρίβαμε προς το κέντρο και προσπερνούσαμε το μαγειρείο «Ζέρβα», την «Κληματαριά», το καφενείο «Μπουκουβάλα» κάπως πιο πρόσφατα. Δεξιά και γύρω από τον Παντοκράτορα είμαστε στην Αλμπαναριά. Αλμπάνηδες πετάλωναν άλογα. Σαγματοποιοί και σελοποιοί και τσαγκάρηδες αλλά και βαιτάδες. Ένα μικρό εκκλησάκι από το 1870 αρχίζει να παίρνει σιγά σιγά τη σημερινή μορφή του Ναού του Παντοκράτορα….” (Πηγή : Άρθρο του Δ. Σύγγελου στην ΑΡΤΗΝΗ ΕΥΘΥΝΗ, τχ. 119, Μάιος – Ιούνιος 1999)
Στη φωτογραφία “Δεκαετία ’50 – Γωνία Πλατείας Κιλκίς & οδού Σκουφά στην Άρτα” (Φωτο από αρχείο Τάκη Ζαρκαλή)