“Σαράντα μέρες πριν τα Χριστούγεννα όλοι στην οικογένεια νηστεύαμε. Την παραμονή στις 5 το πρωί βγαίναμε για τα κάλαντα. Γυρνούσαμε στα σπίτια της γειτονιάς και μαζεύαμε καρύδες, λουκούμια και σπάνια δεκάρες. Παντού ακούγονταν οι χαρμόσυνες φωνές των παιδιών σαν ψαλμωδίες αγγέλων. Στο κατηχητικό σχολείο μαθαίναμε το «δόξα θεώ, θεόν ανυμνούσι αγγέλων τα πλήθη, ξενίζει η φάτνη τον Χριστόν, σωτήρ του κόσμου εγεννήθη, αγάλλονται λαοί Σιών».
Η μαμά έβαζε το αλεύρι σε μια σκάφη το σταύρωνε τρεις φορές, το ζύμωνε, το άφηνε να φουσκώσει, το έπλαθε με σταυρό στη μέση και διάφορα διακοσμητικά σχήματα σαν στολίδια. Αυτό ήταν το χριστόψωμο. Φούρνο δεν είχαμε στο σπίτι αλλά ο Τσακούμης ήταν πολύ κοντά μας. Έπρεπε να στολίσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πού να βρούμε όμως δέντρο; Στη πόλη αυτό ήταν δύσκολο και δεν κυκλοφορούσαν ψεύτικα. Πηγαίναμε λοιπόν στη πλατεία Σκουφά, κόβαμε ένα κλαδί από τα πεύκα, το φέρναμε σπίτι, ντύναμε τα κουκουνάρια του με χρυσό από σοκολατάκια που μαζεύαμε με κάθε ευκαιρία , κάναμε το ίδιο και με καρύδες, φτιάχναμε αστεράκια από χαρτί, αγοράζαμε αγγελάκια χαλκομανίες που ήταν φτηνές και με βαμβάκι φτιάχναμε χιόνι. Όποιος ήταν καλός στη χαρτοκοπτική σκάρωνε και φάτνη για την βάση του δέντρου.
Το βράδυ της παραμονής κοιμόμασταν νωρίς γιατί σηκωνόμασταν την επόμενη αξημέρωτα, να πάμε στην εκκλησία να μεταλάβουμε. Οι καμπάνες κτυπούσαν στις πέντε και έπρεπε να ήμαστε εκεί. Τελειώνοντας η θεία λειτουργία, επιστρέφαμε στο σπίτι και τρώγαμε για πρωινό, τσιγαρίδες από χοιρινό και αρνίσια συκωτάκια τηγανιτά. Το μεσημέρι είχαμε για φαγητό κότα. Ο πατέρας φρόντιζε για αυτή. Πήγαινε στο μουχούστη που έρχονταν οι χωρικοί να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Την αγόραζε ζωντανή και την έφερνε στο σπίτι κρατώντας την από τα πόδια, με το κεφάλι κάτω. Την σφάζαμε στην αυλή. Η μαμά στην αρχή την έβραζε κι έφτιαχνε σούπα και στη συνέχεια την γέμιζε με ρύζι και με τα συκωτάκια της για να γίνει ψητή το φούρνο. Επιπλέον είχαμε γιαπράκια. Για να τα μαγειρέψουμε τα βάζαμε σε μεγάλη κατσαρόλα, τα σκεπάζαμε με ένα πιάτο τσίγκινο και από πάνω βάζαμε τρεις ποταμίσιες πέτρες για να μην αναδευτούν στο βράσιμο και ανοίξουν.
Στο τραπέζι καθόμασταν όλοι με το χριστόψωμο στη μέση. Ο πατέρας το χάραζε σε κομμάτια, όσα τα μέλη της οικογένειας, το έβαζε πάνω σε ένα ποτήρι κρασί και πιάνοντας ο καθένας το κομμάτι του το τραβούσε και το αποσπούσε.
Δώρα δεν είχαμε, ούτε από συγγενείς, ούτε από φίλους, ούτε από κουμπάρους. Τα κορίτσια φτιάχναμε μόνες μας κούκλες και μπάλες από πανιά. Επισκέψεις όμως αλλάζαμε και είχαμε γλυκά του κουταλιού και κουραμπιέδες για να κερνάμε.”
(Αφήγηση της κυρίας Πηνελόπης Παλάντζα- Σαρλή, όπως δημοσιεύτηκε από τον Σωτήρη Σαρλή στο ιστολόγιό του στο φβ)
Στη φωτογραφία η Πηνελόπη Σαρλή στα δεξιά με τη φίλη της Τούλα Μπαρμπούτη Ζορμπά, από την ίδια δημοσίευση.