Το βιβλίο Cronaca della mia vita in Grigioverde (Το Χρονικό της ζωής μου στα γκριζοπράσινα), που θα αναρτήσουμε σε συνέχειες, περιλαμβάνει επιστολές, γραμμένες από τον ανθυπολοχαγό Innocenzo Mazziotti, που έστειλε ο ίδιος στον πατέρα του από το ελληνικό μέτωπο και από τα στρατόπεδα κράτησης στρατιωτών. Ο Innocenzo Mazziotti, αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, εστάλη στα τέλη Μαίου στην ‘Αρτα, όπου και τοποθετήθηκε στο 2ο τάγμα, 6ο λόχο του 42ου συντάγματος πεζικού, της Μεραρχίας “Modena”. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του αφορά την ζωή του ως Ιταλού στρατιώτη στην κατοχική Άρτα. Το βιβλίο, γραμμένο από τον Adriano Mazziotti, κυκλοφόρησε το 2018 από τον εκδοτικό οίκο Lulu.com.
“Μάιος 1942
“(…..) Από την Αθήνα έστειλα αρκετές καρτ-ποστάλ σε συγγενείς και η Ελλάδα είναι όμορφη και μοιάζει πολύ με τη δική μας γη· ο πληθυσμός είναι καλός και ήρεμος. Ελπίζω να σας στείλω λίγα χρήματα μόλις μας πληρώσουν, και με ένα μέρος αυτών να κάνετε μια λειτουργία στον Άγιο Δημήτριο. Εδώ είναι καλοκαίρι και τα πάντα είναι πλούσια και καταπράσινα. Θα συνεχίσουμε λίγο μέσω θαλάσσης και μετά πάλι με το τρένο μέχρι τον νέο προορισμό.
25 Μαΐου: Επιστολή που εστάλη από το Αγρίνιο.
Είχαμε την ευκαιρία να συνέλθουμε από την κούραση του μακρού ταξιδιού στη θάλασσα και με το τρένο. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα τόσες εκατοντάδες χιλιόμετρα με το τρένο! Η Ελλάδα, εκτός από τα μεγαλύτερα κέντρα με τα χωριά της που μοιάζουν με τα δικά μας, θυμίζει πολύ την περιοχή μας. Χθες το βράδυ, με άλλους συμπολεμιστές, σταματήσαμε σε ένα ελληνικό θεατράκι και παρακολουθήσαμε λίγο θέαμα: όμορφους χορούς και ωραία τραγούδια, και ο κόσμος φέρθηκε καλά. Για τον Ιούνιο είναι άσκοπο να ελπίζουμε για άδεια, αλλά τον Οκτώβριο θα έρθουμε χωρίς αμφιβολία. (…) Εδώ περνάμε καλά, ειδικά στο φαγητό».
Μεταγενέστερες σκέψεις για το ταξίδι
Το στρατιωτικό τρένο Mestre-Αθήνα ακολουθούσε τη σιδηροδρομική γραμμή Τεργέστη – Λιουμπλιάνα – Ζάγκρεμπ – Βελιγράδι – Σκόπια – Θεσσαλονίκη – Κοιλάδα των Τεμπών – Αθήνα. Αποτελούνταν από πολυάριθμα και ποικίλα επιβατικά και εμπορευματικά βαγόνια (ή βαγόνια μεταφοράς ζώων, τέσσερα άλογα και σαράντα άνδρες). Στην πρώτη θέση ταξίδευαν οι αξιωματικοί, στη δεύτερη οι υπαξιωματικοί και στην τρίτη η στρατιωτική δύναμη, το ίδιο και στα εμπορευματικά βαγόνια. Επρόκειτο για νέες στρατιωτικές μονάδες που ενίσχυαν τις ιταλικές μεραρχίες που κατείχαν την Ελλάδα. Ένα από τα βαγόνια του τρένου ήταν αφιερωμένο στη διοίκηση και τις υπηρεσίες της ίδιας της αμαξοστοιχίας. Ένα περίεργο στοιχείο: το βαγόνι μου έφερε την επιγραφή “Σιδηροδρομικός Τομέας του Κοζέντσα”.
Στο σταθμό της Λιουμπλιάνας, χωρίς να γνωρίζουμε την πραγματική πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της περιοχής, κατεβήκαμε από το βαγόνι για να τεντώσουμε τα πόδια μας, ενώ εγώ και μερικοί άλλοι θέλαμε να δούμε κάτι από την πόλη εκμεταλλευόμενοι τη στάση της περίπου μίας ώρας. Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο του σταθμού και μόλις βγήκαμε έξω, παρατηρήσαμε ότι η πλατεία μπροστά ήταν εντελώς έρημη, χωρίς πολίτες ή στρατιώτες. Ξαφνικά, μια αυστηρή φωνή μας σταμάτησε και μας διέταξε να επιστρέψουμε αμέσως στο τρένο. Ήταν ένας Ιταλός αξιωματικός που είχε βγει από ένα καταφύγιο με σάκους άμμου, όπου διακρίναμε μερικούς στρατιώτες σε πολεμική ετοιμότητα, έτοιμους να πυροβολήσουν. Έχοντας καταλάβει την καλή μας πίστη και την επικίνδυνη απερισκεψία μας, μας ενημέρωσε ότι ακριβώς έξω από τον σταθμό γινόταν ανταλλαγή πυρών μεταξύ Ιταλών στρατιωτών και Σλοβένων ανταρτών. ‘Εμαθα έτσι ότι για πρώτη φορά στα Βαλκάνια (ειδικά στη Γιουγκοσλαβία) διεξαγόταν ένας ύπουλος πόλεμος, αποσιωπημένος από τα δελτία του Ανώτατου Στρατηγείου και γενικά αγνοημένος από τον ιταλικό λαό. Η επαφή με αυτήν την πραγματικότητα της Βαλκανικής Χερσονήσου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη σε πολλούς από εμάς και αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε πολλά πράγματα που αγνοούσαμε ή που μας είχαν αποκρύψει. Τι θα βρίσκαμε απομακρυνόμενοι όλο και περισσότερο από τα σύνορα της Πατρίδας προς έθνη και λαούς εχθρικούς προς εμάς;
Το Ζάγκρεμπ, την εποχή του ταξιδιού μας προς την Ελλάδα, ήταν η πρωτεύουσα του εφήμερου Βασιλείου της Κροατίας (αλλά στην πραγματικότητα υπό τον δικτάτορα Άντε Πάβελιτς και τους Ουστάσι, συμμάχους μας). Εκεί έπρεπε να βασιλεύει ένας πρίγκιπας, ο Αιμόνε της Σαβοΐας-Αόστης, ο οποίος όμως δεν πήγε ποτέ στο βασίλειό του. Η πόλη, πρωτεύουσα της Γιουγκοσλαβίας (Σερβίας), βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή, και εκεί υπήρχε επίσης ένα ιταλικό στρατηγείο. Καθώς προχωρούσαμε προς τον νότο, το περιβάλλον άλλαζε: μπορούσες να δεις μιναρέδες, απομονωμένα σπίτια και χωριά κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, διαφορετικά από εκείνα της Σλοβενίας και της Κροατίας, τόσο καθαρά και τακτοποιημένα. Τα Σκόπια, πρωτεύουσα της Μακεδονίας, είχαν αφαιρεθεί από τη Γιουγκοσλαβία (τον Απρίλιο του 1941) και είχαν παραδοθεί στη Βουλγαρία του βασιλιά Βόρις, συμμάχου του Άξονα. Βούλγαροι στρατιώτες φρουρούσαν τους σταθμούς μέχρι τα ελληνικά σύνορα. Τη νύχτα, διασχίζοντας τη Θεσσαλονίκη, θυμήθηκα τον Άγιο Προστάτη μας, τον Άγιο Δημήτριο, που μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη.
Φτάσαμε στην Αθήνα λίγο μετά την αυγή της 22ας Μαΐου και είχαμε μόνο δύο μέρες στη διάθεσή μας για να ανακαλύψουμε λίγο την ελληνική πρωτεύουσα.
Με μερικούς πρόθυμους συντρόφους επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη, τους κεντρικούς δρόμους και μερικές από τις πιο γνωστές πλατείες. Διανυκτερεύσαμε σε ένα ξενοδοχείο που είχε επιταχθεί από το ιταλικό στρατηγείο (ίσως το “Kosmopolit”). Ο ουρανός ήταν καθαρός και φωτεινός, ο ήλιος ζεστός, υπήρχε μαύρη αγορά, παρανομίες, κορίτσια που αναζητούσαν εύκολες συναντήσεις (περισσότερο από ανάγκη παρά από συμπάθεια). Στην Ακρόπολη, φρουρούσαν μαζί ένας Ιταλός και ένας Γερμανός στρατιώτης, κάτω από τις αντίστοιχες σημαίες της Γερμανίας, της Ιταλίας και επίσης της Ελλάδας. Μερικοί ηλικιωμένοι αξιωματικοί μάς έλεγαν ότι τον χειμώνα του 1941 ο πληθυσμός της Αθήνας πέθαινε κυριολεκτικά από την πείνα, πολλά πτώματα βρίσκονταν το πρωί στους δρόμους και μεταφέρονταν με φορτηγά στο νεκροταφείο· ακόμη και κορίτσια από καλές οικογένειες εκπορνεύονταν για ένα κομμάτι ψωμί….
Η οικονομία της Ελλάδας, μετά από έξι μήνες σκληρού πολέμου, βρισκόταν σε απελπιστική κατάσταση και οι κατακτητές, δηλαδή οι Ιταλοί, δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν ούτε τα απολύτως απαραίτητα για τον άμαχο πληθυσμό. Η εξαθλίωση κυριαρχούσε, ειδικά στις μεγάλες πόλεις. Στο ταξίδι μας από την Πάτρα στην Άρτα συμμετείχαν επίσης μερικά Ελληνίδες που είχαν “στρατολογηθεί” από τις ιταλικές στρατιωτικές αρχές κατοχής στον στρατό της “Σ’αγαπώ”, με σκοπό να επανδρώσουν τους οίκους ανοχής που προορίζονταν για τις ιταλικές ένοπλες δυνάμεις στην ελληνική επικράτεια, σχεδόν σε όλα τα φρουραρχεία.
Το φαινόμενο της πορνείας, λόγω της αναγκαιότητας της ζωής (του να επιβιώσεις), ήταν αρκετά διαδεδομένο και επικίνδυνο λόγω των αφροδίσιων ασθενειών που συνδέονται με αυτό. Ωστόσο, η μάζα του πληθυσμού, ακόμα κι αν ζούσε με κακουχίες και στερήσεις, ήταν αξιοσέβαστη και αξιοπρεπής και δεν είχε καμία σχέση με τα στρατεύματα κατοχής. Το ίδιο φαινόμενο συνέβη και στους Ιταλούς μετά την ανακωχή της 8ης Σεπτεμβρίου 1943 με τα «απελευθερωτικά» συμμαχικά στρατεύματα: διαφθορά, ανηθικότητα, πορνεία. Η διαφορά ήταν ότι ήμασταν πλούσιοι «κατακτητές» και προνοούσαμε κάθε καλό, ενώ οι φτωχοί Έλληνες κατέληξαν σε έναν κατακτητή -τον Ιταλό- φτωχότερο από αυτούς.
27 Μαΐου: Στρατιωτική Αλληλογραφία (P.M.). Άρτα. “Αγαπητέ πατέρα, επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας. Με έχουν αναθέσει στο 2ο Τάγμα, 6ο Λόχο του 42ου Συντάγματος Πεζικού, Μεραρχία ‘Modena’. Η πόλη, η Άρτα, [δεν λογοκρίθηκε] βρίσκεται λίγο πιο μέσα στην ενδοχώρα, και ο στρατώνας είναι πάνω σε έναν όμορφο λόφο. Το φαγητό είναι καλό και είμαστε οργανωμένοι σαν οικογένεια· καλοί συνάδελφοι, καλοί ανώτεροι και καλοί στρατιώτες. Βρήκα ήδη τον υπηρέτη μου, που είναι από ένα χωριό κοντά στην Ποτέντσα, φαίνεται γρήγορος και καλός [ήταν ο Καρμίνο Δάμασκο από το Μαρσίκο Νουόβο] (…)
30 Μαΐου: “Αγαπητέ πατέρα, πρώτα απ’ όλα, σε διαβεβαιώνω ότι έπεσα σε καλό μέρος. Είναι φανερό ότι δεν είμαστε στην Ιταλία: έχουμε επαφή μόνο μεταξύ μας. Υπάρχει ένας κινηματογράφος, αλλά μόνο με ελληνικές ταινίες, ένα καφέ χωρίς τίποτα αξιόλογο και ένας όμορφος δρόμος κατά μήκος του ποταμού. Εμείς, οι διοικητές των διμοιριών, κοιμόμαστε στον στρατώνα, σε δωμάτια επιπλωμένα όπως-όπως. Το φαγητό είναι καλό και…” (Πηγή : Cronaca della mia vita in Grigioverde, Adriano Mazziotti, – 8 novembre 2018, σε μετάφραση Αναστασίας Καρρά)
Στη φωτογραφία, από το ίδιο βιβλίο, ο Innocenzo Mazziotti στο Σαλέρνο το 1941.
