ΕΝΑ ΣΠΑΝΙΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΔΑΚΡΥ

——————–
Ο πατέρας ξαπλωμένος στο «μπάσι»*, με τα πόδια ακουμπισμένα στο «μπουχαρί»*, σταμάτησε τη διήγηση κι έβγαλε από το τσεπάκι του γιλέκου του το ρολόϊ . Ήταν η ώρα να γεμίσει το τσιμπούκι με εξαιρετικό καπνό, απ΄το Ξηρόμερο, που του είχα φέρει και τον είχα ψιλοκόψει. Αυτό τα τελευταία χρόνια γίνονταν κάθε ολόκληρη ώρα, από τις οκτώ το πρωϊ μέχρι τις οκτώ ή εννιά το βράδυ κι έτσι είχε καταφέρει να καπνίζει 13-14 τσιμπούκια την ημέρα, πάντα τις ολόκληρες ώρες, χωρίς να κοιτάζει το ρολόϊ, που όμως το κοίταζε απλώς για επιβεβαίωση. Άναψε την τσιμπούκα, τράβηξε μια ρουφηξιά και συνέχισε :
“Η ζωή η δικιά μας είναι δεμένη γερά με όλα τα ζωντανά μας, με άλλα λιγότερο και άλλα «πλιότερο»*. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά. Γι αυτό πρέπει να τα φροντίζουμε και να τα αγαπάμε όπως και « τσ ανθρώπς». Άμα αρρώσταινε και χάναμε οποιοδήποτε ζώο, περνάγαμε μεγάλη στεναχώρια. Αλλά αυτό που έπαθα παιδιά μ’ με τη « Λίτσα», όταν γέρασε και της έμειναν δυο δόντια δεν θα το ξεχάσω ποτέ”.
Η Λίτσα ήταν μια φοράδα, που είχε πάρει από τις διανομές της UNRRA, κάπου μεταξύ 1945-1947.
-Γιατί ωρέ πατέρα, τι έπαθες;
Η κυρά Κούλα, που έβαζε στη « γωνιά»* πατάτες και κρεμμύδια και τα σκέπασε στη χόβολη* να ψηθούνε και να φκιάξει μια βραδινή σαλάτα για να φάμε με καλαμποκίσιες «πυρομάδες»,* κούνησε το κεφάλι και σούφρωσε τα χείλη και τα φρύδια, χωρίς να πει λέξη, που πάει να πει, πως το είχε ζήσει κι αυτή μαζί με τον «νκοκύρη» της, ότι θα μας διηγούνταν στη συνέχεια ο πατέρας.
“Αυτή η φοράδα, για πάνω από δέκα πέντε χρόνια, στην αρχή μόνη της και μετά μαζί με τη θυγατέρα της, τη «Ρούσσα», ήταν το στήριγμά μου, το στήριγμα της «φαμπλιάς»*μας. Για τις μετακινήσεις μου, «αυτοκίνητο», μέχρι το «Βροδώ» (Μονολίθι), Τα Λισιανά (Αβγό), στη Ρίνα (αδελφή του) και στη «Βαγγελίστρια» στη Ζώρ(ι)στα (Ι.Μονή Ευαγγελίστριας Πεντολάκκου). Για τα οργώματα, σπορές και σβαρνίσματα, «τρακτέρ», για τα αλωνίσματα, «αλωνιστική μηχανή» και τις μεταφορές «φορτηγό»”.
– Και τι έγινε πατέρα, για πες μας .
“Ήρθε κάποτε η ώρα της και γέρασε κι έμεινε με μόνο δυο δόντια και πια δεν μπορούσε να βοσκήσει και να μασήσει. Για κάμποσο καιρό τις έδινα αλεύρι και σιγά-σιγά, το έτρωγε, αλλά όλο αδυνάτιζε κι εξάλλου, το αλεύρι δεν έφτανε για μας.
Η μοίρα της ήταν να πάει , όπως τα περισσότερα γέρικα και άρρωστα ζώα του χωριού στη «χράπα»*, αλλά δεν το βάσταγε η καρδιά μου και την πήρα την τύλιξα με ένα μεγάλο «χεράμι»* και την πήγα σε μια χωραφιά, που είχα νοικιασμένη τότε στα «παραλόγγια»*, που ήταν από τις τρεις πλευρές περιφραγμένη με χαμηλό πετρότοιχο κι απ΄την άλλη φυσικός φράχτης το λαγγάδι. Της έβαλα ένα ταψί με αλεύρι και ένα κουβά με νερό και καθόταν ξαπλωμένη, χωρίς να μπορεί να σηκωθεί και με δυσκολία κρατούσε το κεφάλι της. Καθημερινά πήγαινα και την έβλεπα και μου ράγιζε η ψυχή, που κάθε μέρα χειροτέρευε και δεν μπορούσα να της προσφέρω τίποτε. Τότε μου ήρθε η σκέψη να την «λευτερώσω» και την άλλη μέρα πήρα το δίκανο και πήγα και προσπάθησα κι έφτασα κοντά και πίσω της, χωρίς να με καταλάβει. Μόλις σημάδεψα καλά στο κεφάλι κι ήμουν έτοιμος να πατήσω τη σκανδάλη, γυρίζει ξαφνικά το κεφάλι της, γουρλώνει τα μάτια της και προσπαθεί να ανασηκωθεί, βγάζοντας ένα χλιμίντρισμα*, που θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Μου έπεσε το «τφέκι» απ΄τα χέρια. Το αρπάζω και φεύγω τρέχοντας. Αυτή η ματιά της και το χλιμίντρισμα «μ΄έκοψε μες την ψυχή»”.
Εκείνη τη στιγμή, πρώτη φορά είδα το πατέρα να κάνει φοβερή προσπάθεια, με συσπάσεις, μορφασμούς και σφίξιμο των χειλιών του, να προσπαθεί να πνίξει και να κρύψει το δάκρυ του, που όμως έτρεξε στην άκρη του ματιού του. Είναι μια εικόνα ,που μου έχει μείνει και μου φέρνει κάθε φορά πολλά δάκρυα, που εγώ δυστυχώς ή μάλλον ευτυχώς δεν μπορώ και δεν θέλω να τα κρύψω, όπου κι αν είμαι , όπου και αν διηγούμαι αυτή την ιστορία.
Αφού πέρασαν αυτές οι συγκινησιακά φορτισμένες για όλους στιγμές, ρωτάω:
– Και τι έγινε μετά πατέρα;
“Την άλλη μέρα, παρακάλεσα τον Γληγόρη* να πάει να την «λευτερώσει» αυτός, αλλά γύρισε το βραδάκι και πριν προλάβω να τον ρωτήσω, μου είπε:
– Δεν χρειάστηκε μπάρμπα Γιώργο , πάει στο καλό μοναχή της”.
(Διήγημα του Βασίλειου Σιώζου από το Καλέντζι – Άρτα, Μάιος 2021)

Στη φωτογραφία «Γραφικό τοπίο με άλογα» του Κώστα Μπαλάφα με την ιδιόχειρη υπογραφή του. (Φωτο από προσωπική συλλογή)

*Μπάσι = Κρεββάτι, συνήθως ξύλινο χαμηλό
*Μπουχαρί= Τζάκι, καπνοδόχος
*Πλιότερο= Περισσότερο
*Γωνιά = Εστία τζακιού
*Χόβολη= ψιλά κάρβουνα και ζεστή στάχτη
*Πυρομάδες= Ψημένες στο τζάκι φέτες ψωμιού
*Νκοκύρης= Νοικοκύρης, ο σύζυγος
*Ρούσσα= κόκκινη
*Φαμπλιά= Φαμελιά, φαμιλιά,φαμίλια, οικογένεια.
*Χράπα= Τοποθεσία, φαράγγι στο Καλέντζι Ιωαννίνων( Καιάδας γέρι κων και άρρωστων ζώων δεκαετία 1950 και παλαιότερα)
*Χεράμι= Χράμι, υφαντό μάλλινο κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι.
*Παραλόγγια= Τοποθεσία στον κάμπο στο Καλέντζι.
*Χλιμίντρισμα= Χαρακτηριστική κραυγή αλόγου.
*Γληγόρης = Γρηγόρης ( Ζαρκάδας) συγχωριανός,γείτονας, φίλος”

Δημοσιεύθηκε στην Λαογραφικά και άλλα. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *