“Μια άνοιξι, 1-2 χρόνια πριν από το 1860, η τότε οικονομικώς ευκατάστατος κοινότης Μελισσουργών ηθέλησε να προσλάβει δάσκαλο καλό. Της προξένεψαν έναν…… Ζαγορίσιο, γιατί πραγματικά οι Ζαγορίσιοι ήταν μορφωμένοι, διεκρίνονταν, ήταν άριστοι δάσκαλοι. Οι Δημογέροντες τότε πήγαν στα Γιάννινα και τον συμφώνησαν 40 οθωμανικές λίρες (ο ετήσιος μισθός των τότε διδασκάλων ήτο 10-20 οθωμ. λίραι) για τους 6 καλοκαιρινούς μήνες, γιατί το σχολείο αυτούς τους μήνες εργαζόταν, από του Άι – Γιωργιού ως του Άι – Δημητριού (23 Απριλίου – 26 Οκτωβρίου). Γιατί τότε έρχονταν από τα χειμαδιά οι πολλές οικογένειες, ο πολύς ο κόσμος εδώ τότε ζούσε με την κτηνοτροφία.
Λοιπόν ο δάσκαλος αυτός ήρθε στο χωριό, σήμανε η καμπάνα και συνάχτηκαν τα παιδιά που ήταν εκείνες τις μέρες στο χωριό. Ο δάσκαλος καθόταν στο ψηλό πεζούλι, φώναξε τα παιδιά και πήγαν γύρω του, κύκλω. Πρώτα τα μεγάλα (την πρώτη τάξη, γιατί τότε οι τάξεις ηριθμούντο αντιστρόφως, ‘Α ήτο η ανώτατη), και έπειτα τα μικρότερα και αφού τους είπε να του δείξουν σε ποιο βιβλίο διάβαζαν πέρυσι, τα διάταξε να κάθωνται στα πεζούλια και να διαβάζουν παρακάτω από το περσινό μάθημα, για να λένε μάθημα. Αλλά δεν πέρασαν πολλές μέρες, και όταν οι μικρότεροι εμπρός , γύρω από το δάσκαλο, διαβάζοντας ανάγνωσι έλεγαν μάθημα, οι μεγαλύτεροι που άκουαν, γελούσαν, γιατί αυτοί τα ήξεραν και βλέποντας πως δεν τους διόρθωνε ο δάσκαλος τα λάθη, κάτι έννοιωσαν! Εκατάλαβαν ότι ο δάσκαλος ήταν τελείως αγράμματος. Και όταν εσηκώνοντο αυτοί να ειπούν το μάθημα, έλεγαν άλλα αντί άλλων, ότι τους εκάπνιζε. Ο δε δάσκαλος, αντί παντός άλλου, εις του καθενός το βιβλίο που διαβάζοντας τελείωνε το μάθημα, του σημείωνε με ένα μολύβι δύο σταυρούς, έναν στην αρχή και έναν στο τέλος, λέγοντάς του “Άιντε -ω”, δηλαδή από κει ως εκεί. Αυτό και μόνον άκουγαν από το δάσκαλο!
Το πράγμα, που δεν ήταν μυστικό πλέον, δεν άργησε να φτάσει και στα αυτιά των γονέων. Αλλά πως να εξακριβώσουν ότι ήταν αγράμματος; Επιθεωρηταί δεν ήταν τότε. Συννενοήθηκαν λοιπόν με τους Δημογερόντους, κι ευρήκαν “να τον αναγκάσουν να διαβάση την Κυριακή στην Εκκλησία, την ώραν του όρθρου”, διότι ο δάσκαλος επήγαινε τακτικά, και έπιανε στασίδι, το παραπλεύρως από τον δεξιό ψάλτη. Από του Σαββάτου λοιπόν είπαν να έρθη μόνον ένας παππάς για τη λειτουργία, οι άλλοι να λειτουργήσουν στα παρεκκλήσια, κι οι ψαλτάδες να μην έρθουν στην Εκκλησία. Το πρωί της Κυριακής, ο λειτουργός παππάς, αφού διάβασε το ψαλτήρι και τα άλλα γράμματα του όρθρου, κατεβαίνοντας απ’ το στασίδι του ψάλτου είπε στον δάσκαλο:
-“Kυρ δάσκαλε διάβασε εδώ για τον Κανόνα, γιατί εγώ θα πάρω καιρό για τη λειτουργία”.
Ο δάσκαλος όμως τ’ απαντάει :
– “Μα εγώ δεν ξέρω να ψάλω!”
– “Δεν θα ψάλεις, μόνο που θα διαβάσεις τον Κανόνα, γιατί σε λίγο θαρθή ο ψάλτης…”
Και δεν χάνει καιρό ο παππάς, κάνει τρεις μετάνοιες εμπρός στην εικόνα του Χριστού και μπαίνει στο Ιερό.
Ο δάσκαλος έμεινε απολιθωμένος! Επέρασαν 2-3 λεπτά , ψιθύριζε κάτι….Τότε ένας χωριανός νευρικός, πιο θερμός απ’ τους άλλους, κατεβαίνει απ’ το στασίδι του, πλησιάζει το δάσκαλο και του λέει σιγά :
-“Κυρ δάσκαλε, πάμε να σου ειπώ κάτι”.
Οι άλλοι νόμισαν πως θα τον έστελνε να φέρει τον ψάλτη. Αλλά αφού βγήκαν οι δυο τους στο χαγιάτι, δεν άργησε να τον πετσοκόψει στο ξύλο, που τον πονεί και που τον σφάζει!
Εις τις φωνές του δερομένου δάσκαλου, έτρεξαν έξω οι άλλοι και τον έβγαλαν από τα χέρια του θερμοκέφαλου, τον οποίον και μάλωσαν. Εκείνος δικαιολογούμενος είπεν :
-“Δεν μπόρεσα να κρατθώ, γιατί αυτός ο κυρ δάσκαλος πρόσβαλε ένα κεφαλοχώρι. Ημείς μπορεί να φυλάμε πρόβατα, αλλά δεν τρώμε χορτάρια, ξέρομε και πεντ’ εξ κλίτσες γράμματα”.
Τότε οι Δημογέροντες ρώτησαν τον δάσκαλο :
-“Χριστιανέ μου, τί ήταν αυτό που σοφίστηκες; Άνθρωπος αγράμματος, ναρθής να γελάσης ολόκληρο χωριό;”
-“Αφήστε με να σας πω το χάλι που μ’ ανάγκασε”, λέει ο δάσκαλος. “Είχα ένα κορίτσι σε ζουμερή (μεγάλη) ηλικία. Κατώρθωσα να τ’ αρραβωνιάσω αλλά ο γαμπρός μ’ έσφιξε για προικιό, αλλεώς θα τ’ άφινε. Μου’ ρθε το αίμα στα μάτια. Τάκλεισα κι είπα ότι πάθω ας πάθω. Κι έτσι πήρα απ’ τ’ εσάς τις 20 λίρες προκαταβολή και το πάντρεψα. Δίκαιο έχετε, τάδικο τόχω εγώ”.
-“Σαν είναι έτσι, χαλάλι σου!” του είπαν οι Δημογέροντοι. Κι εντός της ημέρας τον συνώδεψαν με αγωγιάτη στα Γιάννινα και αυτοί τράβηξαν για την Άρτα, να βρουν….δάσκαλο.»
(Πηγή : ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ, Ν.Χ. Παπακώστας, Αθήναι, 1967)
Στη φωτογραφία “Μελισσουργοί, 1971: ένα πολύ αξιόλογο ζευγάρι δασκάλων που υπηρέτησε στους Μελισσουργούς για μεγάλο χρονικό διάστημα, από το 1969 μέχρι το 1981 : Ο Ναπολέων Μακρής και η σύζυγός του Λευκοθέα Σκορίλα”.
Μαθητές: Βασίλης & Δήμητρα Ν. Κάτσινου, Ελένη & Γιώργος Κ. Τασούλη, Ευαγγελία, Αικατερίνη & Κων/νος Ν. Τασούλη, Γεωργία & Κων/να Π. Μίχου, Χαράλαμπος & Σταυρούλα Ι Ραβανού, Λευκοθέα & Δημοσθένης Α. Ρίζου, Ευαγγελία & Μαρία Δ. Ξηροπόταμου, Αλεξάνδρα & Βασίλης Ι. Κολιοπάνου, Χρυσαυγή Χ. Παππά, Δημήτρης Κ. Παπαγιάννης, Θεόδωρος Α. Κάτσινος, Κώστας Α. Κάτσινος, Δημήτρης Γ. Κάτσινος, Δήμος Κ. Καραδήμας, Νίκος Κ. Ρίζος, Ευάγγελος Ν. Ραβανός, Κώστας Χ. Μποχώτης, Κώστας Θ. Σκέντος, Χρήστος Ν. Τασούλης. (Φωτο & Παρουσίαση Κ. Μπανιάς)